Σελίδες

Sunday, 17 September 2023

«Κι εμείς τι πάθαμε που μεγαλώσαμε έτσι;».

  • Μεγαλώσαμε μέσα σ’ έναν ψεύτικο εαυτό.
  • Μάθαμε να φοβόμαστε, να κρυβόμαστε πίσω από μάσκες, να μην έχουμε πρόσωπο, αλλά προσωπείο, να φοράμε το κουστούμι μας και να παίζουμε το ρόλο μας.
  • Μάθαμε να μην εκφράζουμε τις ανάγκες και τα «θέλω» μας, να μην τα αναγνωρίζουμε, να θέλουμε τα «θέλω» των άλλων, να τα περνάμε για δικά μας, να τους ανήκουμε, να εξαρτιόμαστε.
  • Μάθαμε να μην αγαπάμε τον εαυτό μας, άρα και τους άλλους, να μην τον αποδεχόμαστε, να τον σαμποτάρουμε, να ζητούμε το δυσλειτουργικό για να λειτουργήσουμε ή για να νομίζουμε ότι έτσι λειτουργούμε.
  • Μάθαμε να βολευόμαστε, να μη ρισκάρουμε, να μην κυνηγάμε τα όνειρά μας, να μην ονειρευόμαστε, να μας τρομάζει η αλλαγή, δηλαδή η ίδια η ζωή, μάθαμε να μη ζούμε. Άλλα περισσότερο, άλλα λιγότερο. Άλλοι περισσότερο, άλλοι λιγότερο. Κι αν πάλι όλα αυτά δεν τα αναγνωρίζουμε είναι γιατί κυρίως μάθαμε να τα βάζουμε όλα «κάτω απ’ το χαλί»… Κι αφού δεν τα βλέπω, ή μάλλον δε θέλω να τα δω, τότε δεν υπάρχουν!
Αυτό πάθαμε. Γίναμε έτσι…

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Το παιδί δεν φοβάται...

Για το παιδί, το σκοτάδι είναι το ρούχο των θαυμάτων. Απλώνει το χέρι με τη θεία σιγουριά πως αρκεί να βρει από κάπου να το πιάσει, από ’να πέτο, απ’ το μανίκι ή το μπατζάκι, κι ύστερα να κάνει έτσι μια, και θα γεμίσει ο τόπος θαύματα γυμνά που θα τρέχουν να κρυφτούν με μάγουλα κατακόκκινα από την ντροπή.
Το παιδί, πάλι, δεν ντρέπεται για τη γύμνια του.
Είναι ένας πρωτόπλαστος που δεν έχει ακούσει ακόμα την παράλογη καταδίκη του. Περιφέρεται ανέμελο στον κήπο, καθώς δεν έχει ακούσει ακόμα τίποτε για απαγορευμένους καρπούς. Υψώνει το χέρι του και πιάνει ό,τι φτάσει. Κάποια στιγμή θα μπορέσει να σκαρφαλώσει στη μηλιά, κι από εκεί θα δει πως έξω από τον κήπο απλώνεται ένας κόσμος ανεξάντλητος, ένας κόσμος άσχημος, γυμνός και ανεξήγητος, κι ίσως γι’ αυτό ακριβώς απείρως πιο γοητευτικός. Και τότε δεν θα διστάσει στιγμή να δαγκώσει το εισιτήριό του για τη μεγάλη περιπέτεια...

Το παιδί λατρεύει το παιχνίδι.
Γοητεύεται, ας πούμε, αφάνταστα από την καμπύλη τροχιά της πέτρας που φεύγει από το χέρι του και ποιος ξέρει πού μπορεί να προσγειωθεί. Άλλες φορές ανοίγει κεφάλια κι άλλοτε αναγκάζει το νερό να ανοίξει διάλογο, στέλνοντας πίσω ολοστρόγγυλα κυματάκια-μπάμπουσκες, που μέσα τους κρύβουν άλλα, μικρότερα, κύματα... Το παιδί αντιμετωπίζει το παιχνίδι με απόλυτη σοβαρότητα. Λες και στην τροχιά της πέτρας ή στην ηχώ των μηδενικών που σχηματίζουν τα κύματα κρύβεται ούτε λίγο ούτε πολύ το ίδιο το νόημα της ζωής – πράγμα που ίσως δεν απέχει και πολύ απ’ την αλήθεια.

Το παιδί την αλήθεια δεν την έχει περί πολλού.
Καθώς δεν έχει ανοίξει ακόμα δοσοληψίες με παρελθόν και μέλλον, μοιάζει να μην την έχει ανάγκη. Κάθε φορά που το παρόν εφορμά οργίλο εναντίον του, εκείνο κουρνιάζει στην αληθινά ζεστή αγκαλιά των ψεμάτων – και το κάνει χωρίς την παραμικρή τύψη.

Το παιδί δεν έχει τύψεις, γενικώς.
Γι’ αυτό το παιδί δεν φοβάται τη μοναξιά. Για το παιδί, η μοναξιά είναι άπλα και ελευθερία. Το παιδί, βλέπεις, διαθέτει περισσή ενέργεια, την απαιτούμενη περιέργεια και μια φαντασία τόσο γενναιόδωρη που μπορεί να κάνει το –πικρό για όλους τους άλλους– ποτήρι της μοναξιάς του να ξεχειλίσει από δώρα πλουσιοπάροχα.

Το παιδί δεν τσιγκουνεύεται το γέλιο ή το κλάμα του.
Το παιδί δεν μετράει την έκπληξη ή την απογοήτευσή του.
Το παιδί ζει στον υπερθετικό βαθμό. Γι’ αυτό το παιδί δεν ψιθυρίζει. Μπορεί να μασάει, ενίοτε, τα λόγια του, αλλά κυριολεκτικά και όχι από υστεροβουλία ή ιδιοτέλεια. Το παιδί φωνάζει τα θέλω του, όχι για να ξορκίσει την απόγνωση, αλλά γιατί δεν ξέρει άλλο τρόπο. Περιέργως, μάλιστα, επείγεται. Οποιαδήποτε προσπάθεια να πειστεί πως έχει όλη τη ζωή μπροστά του θα πέσει, εννοείται, στο κενό. Ακόμα κι όταν αναγκάζεται να παίξει το «όταν μεγαλώσω...», το κάνει μόνο και μόνο για να μη στεναχωρήσει τους μεγάλους που μεγάλωσαν και που του είναι αδύνατον να φανταστεί πως υπήρξαν κάποτε κι αυτοί παιδιά... Πολύ γρήγορα αφήνει κατά μέρος τις ανόητες προβολές για να ορμήξει στη λακούβα με τα απόνερα της χτεσινής βροχής.

Το παιδί δεν φοβάται τη λάσπη.
Δεν διστάζει να κυλιστεί στον βούρκο. Το παιδί αγνοεί την αξία της μεταφοράς. Το παιδί κυριολεκτεί. Έτσι, κάνει τη λάσπη ρούχο του, πολύτιμο λάφυρο μιας αναίμακτης μάχης που έχει πάντα μόνο νικητές. Καμιά ανάγκη δεν έχει από καμουφλάζ. Κι αν καμιά φορά γίνεται αγκάθι τη μια και τριαντάφυλλο την άλλη, αυτό το κάνει για ν’ αποτίσει φόρο τιμής στη δόλια ομορφιά των λουλουδιών κι όχι για να ξεγελάσει. Εξάλλου, το παιδί δεν αναγνωρίζει όρια και κανόνες, ώστε να τους υπονομεύσει με τερτίπια και καμώματα. Τέτοιες στρατηγικές απαιτούν υπομονή που δεν διαθέτει. Από επιμονή, πάντως, άλλο τίποτε...

Το παιδί δεν φοβάται το σώμα του.
Δεν το ανταγωνίζεται ούτε το τιμωρεί με δίαιτες, ας πούμε, και γυμναστικές, αν και συχνά πυκνά το πληγώνει – χωρίς πρόθεση όμως. Το παιδί αποδέχεται το άτρωτο σώμα του με συγκρατημένη υπερηφάνια. Ευτυχώς, δεν γνωρίζει ακόμα –και του είναι αδύνατον να φανταστεί– πως θα ’ρθει ώρα, αργότερα, που θα προδοθεί απ’ αυτό το ίδιο σώμα, πιθανόν και με φρικτό τρόπο.

Το παιδί δεν φοβάται τη φωτιά.
Τουλάχιστον μέχρι να καεί – πάει να πει, μέχρι να πάψει να είναι παιδί, γιατί κι αυτό κάποτε αναπόφευκτα συμβαίνει. Μέχρι τότε το παιδί δεν θα φοβάται το σκοτάδι. Το σκοτάδι θα φοβάται το παιδί – γιατί το παιδί φέγγει, αυτόφωτο.

ΥΓ: Το κείμενο αυτό γράφτηκε για τον κατάλογο της έκθεσης φωτογραφίας της καλής φίλης Νέλλης Τραγουστή, πριν από λίγα χρόνια στην Πάτρα.

Literarly.blogspot.gr
tvxs

Μαμά, γιατί άλλα δέντρα το Φθινόπωρο χάνουν τα φύλλα τους και άλλα όχι;

Το φθινόπωρο είναι μία μεταβατική περίοδος, όπου τα φύλλα κιτρινίζουν. Αυτό συμβαίνει γιατί η χλωροφύλλη που παράγεται στα φύλλα και είναι υπεύθυνη για το πράσινο χρώμα τους μειώνεται λόγω της μείωσης της φωτοσύνθεσης αφού σιγά σιγά θα απουσιάζει και το φως, μας εξηγεί η Κωνσταντινοπούλου Ελένη, Τεχνολόγος Γεωπόνος-Δασοπόνος.
Το δέντρο είναι ξυλώδες φυτό, πολυετές.
Η έννοια του δέντρου ως βλαστική μορφή από το έδαφος είναι σχεδόν κατανοητή δεν υπάρχει ακριβής ορισμός. Διότι τα δέντρα εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία στα είδη τους τα οποία εξαρτώνται από τις περιβαλλοντικές συνθήκες π.χ. θερμοκρασία, υψόμετρο.
Τα φυτά ως προς την διάρκεια ζωής χωρίζονται σε μονοετή και πολυετή.
Μονοετές φυτό:
Oλοκληρώνει τον κύκλο της ζωής του σε μια αυξητική περίοδο. Αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς, ανθίζει και πεθαίνει αφού πρώτα δημιουργήσει σπόρους. (Π.χ. Φασολιά)
Πολυετές φυτό:
Ζει αρκετά χρόνια και μπορεί να ανθίζει κάθε χρόνο ή μόνο μια φορά. Οι βλαστοί των πολυετών ποωδών φυτών ανανεώνονται κάθε χρόνο, ενώ τα ξυλώδη πολυετή φυτά έχουν βλαστούς που διατηρούνται και αυξάνονται σε κάθε εποχή. (Π.χ. Πλάτανος).
Autumn-HD-Wallpaper-7

Τα πολυετή φυτά-δέντρα χωρίζονται σε αειθαλή και φυλλοβόλα
Αειθαλή η αείφυλλα ονομάζονται τα φυτά-δέντρα που κρατούν τα φύλλα τους όλο το χρόνο. Τα αειθαλή φυτά ρίχνουν και αυτά τα φύλλα τους γιατί πρέπει να αλλάζουν φύλλωμα, όμως αυτό δεν μπορούμε εύκολα να το καταλάβουμε γιατί τα φύλλα τους δεν πέφτουν όλα μαζί επειδή στη θέση αυτών που έπεσαν, φυτρώνουν πολύ γρήγορα καινούργια φύλλα. Αειθαλή δέντρα είναι το Κυπαρίσσι, Ακακία Κωνσταντινουπόλεως, Ευκάλυπτος, Μανόλια, Πεύκο.
Φυλλοβόλα είναι αυτά που ρίχνουν τα φύλλα τους και τα ξανά βγάζουν αρχές άνοιξης. Φυλλοβόλα είναι Ιπποκαστανιά, Ιτιές, Φράξος, Λεύκες, Αμυγδαλιά.
Το χειμώνα, αν ένα δέντρο κρατήσει τα φύλλα του λόγω της απουσίας του φωτός και των παγωμένων ανέμων, τα φύλλα αυτά θα «οδηγήσουν το δέντρο στο θάνατο». Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της έλλειψης υγρασίας. Ρίχνοντας όμως τα φύλλα, μικραίνει η συνολική επιφάνεια του δέντρου που μένει εκτεθειμένη στον αέρα και το δέντρο μπορεί να κρατήσει την υγρασία του μέσα στα κλαδιά και στον κορμό. 
Η υγρασία που διατηρείται βοηθά στην εξοικονόμηση ενέργειας και προστατεύεται το δέντρο από τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Έτσι το δέντρο «συντηρείται ζωντανό» χάνοντας ελάχιστη υγρασία το χειμώνα.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι, τα φύλλα φωτοσυνθέτουν και σε συνδυασμό με τα συστατικά που παίρνουν από το έδαφος, τα δέντρα αναπτύσσονται.
Το φθινόπωρο είναι μία μεταβατική περίοδος, όπου τα φύλλα κιτρινίζουν. Αυτό συμβαίνει γιατί η χλωροφύλλη που παράγεται στα φύλλα και είναι υπεύθυνη για το πράσινο χρώμα τους μειώνεται λόγω της μείωσης της φωτοσύνθεσης αφού σιγά σιγά θα απουσιάζει και το φως. Επομένως τα φύλλα χάνουν το χρώμα τους σταδιακά και έπειτα παίρνουν κίτρινο-καφέ χρώμα και «αποχωρίζονται» το δέντρο.
Συμπερασματικά τα δέντρα το χειμώνα απλά μένουν ζωντανά ενώ το καλοκαίρι αναπτύσσονται.

infokids