Ένας μπαμπάς έφερε τον τρίχρονο γιο του για κούρεμα. Παρούσα ήταν και η μαμά. Το παιδάκι δήλωσε ότι δε θέλει να κουρευτεί. Δεν έκανε κακίες, δεν έκανε πείσματα, δεν είχε κακή συμπεριφορά. Μόνο είπε «φοβάμαι πολύ» και γαντζώθηκε στην αγκαλιά της μανούλας του.
Η μαμά προσπαθούσε να ηρεμήσει το παιδί, να κατευνάσει τον μπαμπά και να σταματήσει τη σκηνή απείρου κάλους. Το καημένο το παιδάκι είχε σκύψει ηττημένο το κεφαλάκι του και είχε σκεπάσει τα μάτια με τα χεράκια του.
Σαν ψυχολόγος, αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να τον πιάσω και να του πω «ανόητε άνθρωπε, ΔΟΛΟΦΟΝΕΙΣ το παιδί σου με τις λέξεις σου και την άπρεπη συναισθηματική σου κατάσταση»
Εκείνη τη στιγμή δε βίωνε νίκη απέναντι στη θέληση των γονιών του. Εκείνη τη στιγμή το παιδάκι δεν είχε κερδίσει τη μάχη του κουρέματος. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε γελοιοποιημένο, διασυρμένο, ψυχικά ποδοπατημένο από ένα συναισθηματικά ανίκανο πατέρα. Ένιωθε ανήμπορο, απελπισμένο και, φυσικά, ένιωθε ότι δεν το αγαπάνε ούτε το αποδέχονται.
Και όλα αυτά για ένα κούρεμα!
Σαν ψυχολόγος, αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να τον πιάσω και να του πω:
Η μαμά προσπαθούσε να το παρηγορήσει, να το καλοπιάσει, να το πείσει να καθίσει στην καρέκλα και να κουρευτεί. Του έταξε γλυφιτζούρια, γλυκά, παιχνίδια… Τίποτα!
Το παιδάκι παρέμεινε γραπωμένο πάνω της, σαν να επρόκειτο για το τέλος του κόσμου.
Ο μπαμπάς βημάτιζε σαν το θηρίο στο κλουβί.
Ο μπαμπάς βημάτιζε σαν το θηρίο στο κλουβί.
«Κάνε κάτι επιτέλους, το παιδί θέλει κούρεμα,» έλεγε στη σύζυγό του, λες και το πρόβλημα ήταν δικό της.
«Θα σας πάρει και τους δύο ο διάολος, αν δεν κάνετε αυτό που λέω», ήταν η συνέχεια της… πολιτισμένης συζήτησης!
Ή μάλλον μονόλογου του μπαμπά. Ο οποίος είχε γίνει κατακόκκινος, έτρεμε, έδινε μπουνιές στον αέρα.
Δεν ήξερε ότι μιλάω ελληνικά (αυτά διαδραματίζονται στη Βοστώνη).
Περίμενα να δω τη συνέχεια, με αγωνία.
«Παιδί είναι, πώς κάνεις έτσι» είπε η μαμά προσπαθώντας να τον μαλακώσει και να υπερασπιστεί το φοβισμένο της παιδάκι.
Δεν ήξερε ότι μιλάω ελληνικά (αυτά διαδραματίζονται στη Βοστώνη).
Περίμενα να δω τη συνέχεια, με αγωνία.
«Παιδί είναι, πώς κάνεις έτσι» είπε η μαμά προσπαθώντας να τον μαλακώσει και να υπερασπιστεί το φοβισμένο της παιδάκι.
Η κομμώτρια, στην κοσμάρα της, δεν ήξερε πώς να χειριστεί ένα μικρό, αγχωμένο και φοβισμένο παιδάκι.
Καθόταν σαν ξόανο πίσω από την κομμωτική καρέκλα και έλεγε «δεν το βλέπω να κάθεται για κούρεμα», σχόλιο που εξαγρίωνε τον μπαμπά.
Τελικά μαμά και μπαμπάς υποχώρησαν στην πίεση και τον φόβο του μικρού.
Όχι, δεν ήταν ένας μικρός κακομαθημένος τύραννος, θέλω να σας διαβεβαιώσω. Ήταν ένα μικρό, αγχωμένο, φοβισμένο παιδάκι.
Η οικογένεια βγήκε από το κομμωτήριο. Την ίδια ώρα που βγήκα και εγώ.
Αυτό που επακολούθησε στο πάρκινγκ είναι απερίγραπτο.
Τελικά μαμά και μπαμπάς υποχώρησαν στην πίεση και τον φόβο του μικρού.
Όχι, δεν ήταν ένας μικρός κακομαθημένος τύραννος, θέλω να σας διαβεβαιώσω. Ήταν ένα μικρό, αγχωμένο, φοβισμένο παιδάκι.
Η οικογένεια βγήκε από το κομμωτήριο. Την ίδια ώρα που βγήκα και εγώ.
Αυτό που επακολούθησε στο πάρκινγκ είναι απερίγραπτο.
Ο μπαμπάς άρχισε να ουρλιάζει στο τρίχρονο, να το βρίζει με ακατονόμαστε βρισιές, να το τραυματίζει με τα λόγια και τα… «κοσμητικά» επίθετα με τα οποία το στόλιζε.
Η μαμά προσπαθούσε να ηρεμήσει το παιδί, να κατευνάσει τον μπαμπά και να σταματήσει τη σκηνή απείρου κάλους. Το καημένο το παιδάκι είχε σκύψει ηττημένο το κεφαλάκι του και είχε σκεπάσει τα μάτια με τα χεράκια του.
Σαν ψυχολόγος, αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να τον πιάσω και να του πω «ανόητε άνθρωπε, ΔΟΛΟΦΟΝΕΙΣ το παιδί σου με τις λέξεις σου και την άπρεπη συναισθηματική σου κατάσταση»
Εκείνη τη στιγμή δε βίωνε νίκη απέναντι στη θέληση των γονιών του. Εκείνη τη στιγμή το παιδάκι δεν είχε κερδίσει τη μάχη του κουρέματος. Εκείνη τη στιγμή ένιωθε γελοιοποιημένο, διασυρμένο, ψυχικά ποδοπατημένο από ένα συναισθηματικά ανίκανο πατέρα. Ένιωθε ανήμπορο, απελπισμένο και, φυσικά, ένιωθε ότι δεν το αγαπάνε ούτε το αποδέχονται.
Και όλα αυτά για ένα κούρεμα!
Επειδή η φράντζα του μικρού έπεφτε στα μάτια του και φοβόταν να τον κουρέψει η κομμώτρια!Ο γελοίος αυτός πατέρας ποιος ξέρει τι δικά του προβλήματα είχε. Μα την αλήθεια, δεν με ενδιαφέρει!
Σαν ψυχολόγος, αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να τον πιάσω και να του πω:
«ανόητε άνθρωπε, ΔΟΛΟΦΟΝΕΙΣ το παιδί σου με τις λέξεις σου και την άπρεπη συναισθηματική σου κατάσταση». Αλλά δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβει. Αν μπορούσε να κατανοήσει τι συμβαίνει, θα το διάβαζε στα ματάκια του παιδιού του.
Τα παιδιά είναι παιδιά!
Φοβούνται, πεισμώνουν, επιμένουν, δεν ξέρουν, αναζητούν να μάθουν, κοιτάνε στα μάτια, κυριολεκτικά, εμάς, τους γονείς τους, για να δουν πώς πρέπει να φερθούν. Το μεγάλο ερώτημα είναι- εμείς, οι γονείς, πώς φερόμαστε στα παιδιά μας;
Σαν ψυχολόγος, αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να πάρω τηλέφωνο την αστυνομία, να έρθει να τον συλλάβει και να πάρει από την επιμέλειά του το δόλιο αυτό παιδάκι, θύμα στα δικά του προβλήματα. Αλλά ήξερα ότι, αν το έκανα αυτό, το παιδάκι πιθανότατα θα στερούνταν και τη μανούλα του, που ήταν εκεί, λιμάνι σιγουριάς και ασφάλειας, και ας μη μπορούσε να αντιδράσει σε αυτό το φρικτό υποκείμενο, τον πατέρα του παιδιού της.
Γιατί τα λέω όλα αυτά;
Φοβούνται, πεισμώνουν, επιμένουν, δεν ξέρουν, αναζητούν να μάθουν, κοιτάνε στα μάτια, κυριολεκτικά, εμάς, τους γονείς τους, για να δουν πώς πρέπει να φερθούν. Το μεγάλο ερώτημα είναι- εμείς, οι γονείς, πώς φερόμαστε στα παιδιά μας;
Σαν ψυχολόγος, αυτό που ήθελα να κάνω ήταν να πάρω τηλέφωνο την αστυνομία, να έρθει να τον συλλάβει και να πάρει από την επιμέλειά του το δόλιο αυτό παιδάκι, θύμα στα δικά του προβλήματα. Αλλά ήξερα ότι, αν το έκανα αυτό, το παιδάκι πιθανότατα θα στερούνταν και τη μανούλα του, που ήταν εκεί, λιμάνι σιγουριάς και ασφάλειας, και ας μη μπορούσε να αντιδράσει σε αυτό το φρικτό υποκείμενο, τον πατέρα του παιδιού της.
Γιατί τα λέω όλα αυτά;
Επειδή αυτός ο πα-ΤΕΡΑΣ φώναξε στο παιδί του:
«Με κάνεις και ντρέπομαι που δεν φέρεσαι σαν άντρας και δε συμμορφώνεσαι με αυτό που σου λέω και φοβάσαι να κουρευτείς».
Να επεκταθώ και να γίνω συγκεκριμένη - Tα Λάθη που Κάνουν οι Γονείς
......................
η συνέχεια εδώ: varvogli
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι