Μιὰ μέρα εἶδε μὲς ἀπὸ τὸν φράκτη νὰ προβαίνῃ μιὰ κοντὴ ροδιά. Ποιός τὴν ἔφερε κεῖ πέρα, κανεὶς δὲν ξέρει μήτε κι ὁ πεῦκος, ποὺ
ἐφύλαγε τὴν πόρτα.
Καθὼς τὴν εἶδε ὁ πεῦκος τὴν ροδιὰ κοντὴ ἔτσι μὲ τὰ πτωχὰ τὰ φυλλαράκια της, τὴν ἐπεριφρόνησε· δὲν ἐκαταδέχθηκε νὰ τὴν προσέξῃ.
Μιὰν αὐγὴ ὅμως ἡ ροδιὰ εὑρέθηκε ἀνθισμένη στὰ κόκκινα, στὰ φλόγινα ντυμένη. Ἡ φορεσιά της ἐθάμπωσε τὸν πεῦκο.
Στὴν ἀρχὴ αὐτὸς ἐπαραξενεύθηκε πολύ, ἄφησε τὴν ὑπερηφάνεια κι ἔσκυψε καὶ ἐπρόσεχε, ὅλο ἐπρόσεχε τῆς ροδιᾶς τὴν τόσο φουντωμένη ἀνθοβολιά. Καὶ δὲν ἔνοιωσε, πὼς ἔτσι ἐπροσκυνοῦσε τὴν ταπεινούλα τὴν ροδιά.
Τῆς ροδιᾶς ὅμως ὅλη ἡ προσοχή της καὶ ἡ λατρεία της ἦταν στὰ ἄνθη, τὰ παιδιά της.
– Τὶ καμάρι! ἔλεγε ὁ πεῦκος. Οὔτε γυρίζει νὰ μὲ ἰδῇ.
Καὶ ἐφυσομανοῦσε, ἐστιόταν καὶ ἐλυγιόταν, γιὰ νὰ τὴν κάμη νὰ προσέξη. Τέλος παρηγορήθηκε μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ ρέψη γρήγορα στὸ χῶμα τῆς ροδιᾶς ἡ ὑπερηφάνεια.
– Τὴν ἔπαθες καλά! εἶπε ὁ πεῦκος. Τὸ ἐπερίμενα.
Ὅμως τί ἔγινε πάλι μιὰν αὐγή; ᾽Εξύπνησε ὁ πεῦκος μας καὶ τί νὰ ἰδῇ; Στὸν τόπο τῶν πεσμένων λουλουδιῶν εἶχαν προβάλει ρόδια μικρά, μεγάλα, φλόγινα, κόκκινα καὶ στρογγυλὰ καὶ παχουλὰ σὰν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ τὰ μάγουλα.
– Ὄμορφη εἶσαι τώρα! εἶπε στὴν ροδιά.
Παρηγορήσου, αὐτὴ ἦταν ἡ μοῖρά σου καὶ δὲν τὴν ἐγλύτωσες! Τί ἐνόμισες;
– Ὑψηλότατέ μου ἄρχοντα! εἶπε ἡ ροδιά.
Θαρρεῖς πὼς ἔχω λύπη γιὰ τὸν θησαυρό, ποὺ μοῦ ἐτρύγησαν;
Αὐτὴ ἦταν ἴσια ἴσια ἡ χαρά μου!
Τῆς ζωῆς μου ὁ μόνος λόγος εἶναι νὰ μοιράζω τὰ καλά μου σ’ ὅσους τὰ χρειάζονται καὶ ὕστερα ἄλλα πιὸ ὄμορφα νὰ τοὺς ἑτοιμάζω.
Γιάννης Βλαχογιάννης
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΣΤ’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ, ΕΥΑΓΓ. Π. ΦΩΤΙΑΔΟΥ – ΗΛΙΑ Π. ΜΗΝΙΑΤΗ Γ. ΜΕΓΑ – Δ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΟΥ Θ.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ, 1955
από Το σπιτάκι της Μέλιας
Καθὼς τὴν εἶδε ὁ πεῦκος τὴν ροδιὰ κοντὴ ἔτσι μὲ τὰ πτωχὰ τὰ φυλλαράκια της, τὴν ἐπεριφρόνησε· δὲν ἐκαταδέχθηκε νὰ τὴν προσέξῃ.
Επύκνωνε αὐτὸς τὰ ἀμέτρητα τὰ φύλλα του, γιατὶ ἦταν ἄνοιξι. Ἀνυπόμονος ἐβιαζόταν νὰ φουντωθῆ πιὸ πολὺ ἀκόμη καὶ νὰ καμαρώσῃ. Τὴν κοντούλα τὴν ροδιὰ δὲν τὴν ἔβλεπε καθόλου.
Έργο του Γαλιώτου Ανδρέα |
Στὴν ἀρχὴ αὐτὸς ἐπαραξενεύθηκε πολύ, ἄφησε τὴν ὑπερηφάνεια κι ἔσκυψε καὶ ἐπρόσεχε, ὅλο ἐπρόσεχε τῆς ροδιᾶς τὴν τόσο φουντωμένη ἀνθοβολιά. Καὶ δὲν ἔνοιωσε, πὼς ἔτσι ἐπροσκυνοῦσε τὴν ταπεινούλα τὴν ροδιά.
Τῆς ροδιᾶς ὅμως ὅλη ἡ προσοχή της καὶ ἡ λατρεία της ἦταν στὰ ἄνθη, τὰ παιδιά της.
– Τὶ καμάρι! ἔλεγε ὁ πεῦκος. Οὔτε γυρίζει νὰ μὲ ἰδῇ.
Καὶ ἐφυσομανοῦσε, ἐστιόταν καὶ ἐλυγιόταν, γιὰ νὰ τὴν κάμη νὰ προσέξη. Τέλος παρηγορήθηκε μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς θὰ ρέψη γρήγορα στὸ χῶμα τῆς ροδιᾶς ἡ ὑπερηφάνεια.
Καὶ ἡ ὥρα αὐτὴ φαίνεται πὼς ἐρχόταν στ’ ἀλήθεια. Τ’ ἄνθη τῆς ροδιᾶς ἕνα – ἕνα ἔσβηναν καὶ ἐχάνονταν.Τοῦ πεύκου ἡ χαρὰ ἦταν τώρα πολυθόρυβη.
– Τὴν ἔπαθες καλά! εἶπε ὁ πεῦκος. Τὸ ἐπερίμενα.
Ὅμως τί ἔγινε πάλι μιὰν αὐγή; ᾽Εξύπνησε ὁ πεῦκος μας καὶ τί νὰ ἰδῇ; Στὸν τόπο τῶν πεσμένων λουλουδιῶν εἶχαν προβάλει ρόδια μικρά, μεγάλα, φλόγινα, κόκκινα καὶ στρογγυλὰ καὶ παχουλὰ σὰν τοῦ μικροῦ παιδιοῦ τὰ μάγουλα.
Τότε πιὰ ἐπῆγε ὁ πεῦκος νὰ χλωμιάση ἀπὸ τὸ κακό του. Ἔβλεπε τὰ δικά του τὰ παιδιά, τὰ κουκουνάρια, καὶ δὲν ἤξερε ποῦ νὰ τὰ κρύψη ἀπὸ τὴν ντροπή του. Μὰ ἔκανε ὑπερηφάνεια τὴν ντροπὴ καὶ ἐσώπαινε. Καὶ ἐπερίμενε νὰ ἰδῇ τί ἄλλο θ’ ἀπογίνῃ μὲ τὴν φαντασμένη τὴν ροδιά.Τέλος ἔφθασε ἡ ἡμέρα, ποὺ ἔπρεπε καὶ ὁ πεῦκος νὰ χαρῇ λιγάκι. Καὶ νὰ παρασταθῇ στῆς ροδιᾶς τὴν συμφορά.
Κορίτσια ἐμπῆκαν καὶ ἔκοψαν ὅλα τῆς ροδιᾶς τὰ ρόδια. Καὶ τὴν ἐξεγύμνωσαν καὶ τὴν ἄφησαν πεντάρφανη. Καὶ ἦταν ἀληθινὰ γιὰ κλάμμα ἡ ὄψι τῆς ροδιᾶς.Ὁ πεῦκος ἐσείσθηκε καὶ ἀναταράχθηκε ἀπὸ τὴν χαρά του.
– Ὄμορφη εἶσαι τώρα! εἶπε στὴν ροδιά.
Παρηγορήσου, αὐτὴ ἦταν ἡ μοῖρά σου καὶ δὲν τὴν ἐγλύτωσες! Τί ἐνόμισες;
– Ὑψηλότατέ μου ἄρχοντα! εἶπε ἡ ροδιά.
Θαρρεῖς πὼς ἔχω λύπη γιὰ τὸν θησαυρό, ποὺ μοῦ ἐτρύγησαν;
Αὐτὴ ἦταν ἴσια ἴσια ἡ χαρά μου!
Τῆς ζωῆς μου ὁ μόνος λόγος εἶναι νὰ μοιράζω τὰ καλά μου σ’ ὅσους τὰ χρειάζονται καὶ ὕστερα ἄλλα πιὸ ὄμορφα νὰ τοὺς ἑτοιμάζω.
Γιάννης Βλαχογιάννης
από Το σπιτάκι της Μέλιας