Σελίδες

Monday, 18 March 2024

Οι Χαρταετοί στα Αναγνωστικά των Παιδικών μας Χρόνων

Ένα νοσταλγικό κοίταγμα σε χαρταετούς των παιδικών μας χρόνων μέσα από αναγνωστικά παλιών εποχών
Γενιές πολλών παιδιών μεγάλωσαν με το παλαιό αναγνωστικό στο οποίο θριάμβευε το περήφανο πέταγμα του αετού του Μίμη. Ο Μίμης αδιαφιλονίκητος ήρωας του παλαιού αναγνωστικού με το ριγέ μπλουζάκι και το κοντοκουρεμένο κεφάλι στο πλευρό της αδελφής του της Άννας, χαίρεται την Καθαρά Δευτέρα από την Αθηναϊκή ταράτσα του σπιτιού.
Με αυτές τις εικόνες τα μικρά παιδιά μάθαιναν τα πατροπαράδοτα έθιμα της Καθαροδευτέρας

Ο χαρταετός αναπόσπαστη ψηφίδα της ημέρας. ένα έθιμο μια συνήθεια που έφερνε πολύ κοντά τον πατέρα με το γιό, τον παππού με τον εγγονό μέρες πριν, όταν θα έπρεπε να φτιαχτεί ο αετός να μετρηθούν καλά τα ζύγια και να έχει σωστό μήκος η ουρά.
Πέρα από το πέταγμα του αετού μεγάλη είναι κι η αξία της προσπάθειας και της επιμονής όπως φαίνεται από την στιχομυθία στο  αναγνωστικό της Δ’ τάξης (1953)
– Βοήθησε με, Χαρούλα, νά πετάξω τον αετό  μου, είπε ο  Νίκος στην αδελφούλα του, άφού προσπάθησε νά τον πετάξη  μόνος του και δεν τό έκατάφερε.
Ο αετός έσερνόταν επάνω στη γη.
Ή Χαρούλα έτρεξε με πολλή προθυμία, επήρε τον αετό,  υψηλά και τον άφησε νά πετάξη. Άλλα αλλά ο Νίκος δέν έπρόλαβε νά τρέξη και ο αετός έπεσε πάλι καταγής.
-Αδέξια πού είσαι, καημένη ! είπε ό Νίκος.
-Σε αυτό δεν πταίω  εγώ,  αποκρίθηκε ή  Χαρούλα.  Τό  σφάλμα είναι  δικό σου, πού δεν έτρεξες αμέσως, μόλις άφήσα τον αετό .
–Προσπαθήστε πάλι, παιδιά, είπε ό θειός των παιδιών  , πού έκαθόταν μπροστά  στη θύρα και παρακολουθούσε τό παιγνίδι των παιδιών .
Τή φορά όμως αυτή ό Νίκος έβιάσθηκε παρά πολύ. Έτρεξε τόσο έξαφνικά, πού έτράβηξε τον αετό απότομα άπό το χέρι της Χαρούλας. Και ό αετός έπεσε φαρδύς πλατύς κάτω, όπως και πρώτα.
—Και τώρα ποιος πταίει; ερώτησε ή Χαρούλα.
—Προσπαθήστε πάλι, ξανα είπε ο θείος των παιδιών.
Αύτη τή φορά και οι δυο ήσαν προσεκτικώτεροι. Άλλα ένας άνεμος δυνατός, πού έφύσηξε άπό το πλάι, άρπαξε τόν αετό και τον έρριξε επάνω σε κάτι θάμνους. Έκεί έμπλέχθηκε ή ουρά του και ό πτωχός αετός έμεινε κρεμασμένος μέ το κεφάλι προς τά κάτω.
—Τά  βλέπεις;  είπε ό  Νίκος.  Τόν  έρριξες λοξά και γι’ αυτό επήγε προς αύτη τή μεριά.
— Μά, Νίκο, ημπορώ εγώ νά κάμω τόν άνεμο νά φυσήξη κατ’ ευθείαν; αποκρίθηκε ή Χαρούλα.
Ό θείος των παιδιών, όταν είδε τόν αετό κρεμασμένο, έσηκώθηκε, έξέμπλεξε  τήν ουρά και τους είπε:
—Ελάτε, παιδιά. Έδώ ό τόπος είναι γεμάτος άπό θάμνους. Ελάτε νά εύρωμε ένα μέρος πιο ανοικτό και τότε προσπαθήστε πάλι.
Και ώδήγησε  τά παιδιά σ’ ενα ομαλό τόπο, πού ήτο καταπράσινος άπό τή χλόη.
Έκεί, άφού ετοιμάσθηκαν, έκράτησε πάλι ή Χαρούλα τόν αετό και τόν άφήκε ακριβώς τή στιγμή, πού έκαμεν ό Νίκος νά τρέξη. Ό αετός ανέβηκε υψηλά, ωσάν μπαλόνι και έπετούσε μια χαρά. Μά ό Νίκος χαρούμενος, πού ένοιωθε τό σπάγγο νά τραβά, έστάθηκε γιά μιά στιγμή, γιά νά καμάρωση τόν αετό. Ό σπάγγος όμως έχαλαρώθηκε και επειδή ό άνεμος δεν ήτο αρκετά δυνατός, ό αετός έπεσε πάλι επάνω .
-Αχ, καημένε Νίκο,  δέν έπρεπε νά σταματήσης, είπε ό θείος. Ας είναι όμως, προσπάθησε πάλι.
-Όχι, δέν θά προσπαθήσω πιά, είπε ό Νίκος στενοχωρημένος. Δέν είναι αετός αυτός! Τί νά κάθωμαι νά βασανίζωμαι μ’ έναν αετό, πού δέν πετά. Και ο θείος του λέγει:
—Μπα, Νίκο, θα παρατήσης τό παιγνίδι σου, ύστερα άπό τόσους κόπους, πού έκάναμε; Τόσο εύκολα απελπίζεσαι, είπε , επειδή σου παρουσιάσθηκαν δυσκολίες; Ελα, τύλιξε τό σπάγγο σου και προσπάθησε πάλι.
Αυτή τή φορά ό αετός ανέβηκε μέ τόν αέρα,   ωσάν πτερό. Και όταν έτελείωσε όλος ό σπάγγος, ό Νίκος έστάθηκε, κρατώντας σφιγκτά στο χέρι του τό ξυλαράκι.Ολο χαρά έκοίταζε τόν  αετό,  πού  έφαινόταν  τώρα ωσάν  μιά  μικρή κοκκίδα στο γαλάζιο ουρανό.
—Κοίτα, θείε, κοίτα, τί υψηλά πού πετά ! Και  μέ τί δύναμη  τραβά! Θαρρείς και είναι άλογο, πού τραβά τό χαλινάρι. Και άλλο τόσο σπάγγο νά είχα, θά τόν άφηνα όλο. Θα έπήγαινε στά σύννεφα!
Άφού ό Νίκος διεσκέδασε αρκετά μέ τόν αετό, άρχισε νά τυλίγη σιγά σιγά τό σπάγγο’ και όταν έπεσε ό αετός, έτρεξε και τόν έσήκωσε. Ή χαρά του ήτο μεγάλη, όταν είδε, ότι ό αετός του δέν έπαθε τίποτε, άν και έπετούσε  τόσην ώρα.
—Θά έλθωμε, θείε, και αύριο μετά τό μάθημα νά προσπάθήσωμε πάλι.
Αξιοσημείωτο είναι ότι στα αναγνωστικά μεγάλη είναι η μερίδα φωτογραφιών από έργα μεγάλων ζωγράφων

«Χαρταετοί στον ουρανό»

Κάθε Καθαρή Δευτέρα,
ανοιξιάτικη μου αέρα,
στα παιδιά μας λες «εντάξει»
ο αετός σας θα πετάξει

Φύσ’ αγέρα λεβεντιά!
Παίξε αετό με τα παιδιά,
φεύγει ο αετός ο ένας ψηλά,
και στον άνεμο μιλά.

Φρρρ! ακολουθούνε κι άλλοι,
πιο μικροί και πιο μεγάλοι.
Ένας χάρτινος στρατός
ξάφνου κολυμπάει στο φως.

Το τοπίο τρέμει τώρα.
Τρέμει η μέρα, τρέμει η ώρα.
Στη γαλάζια τη γαλήνη
μία επανάσταση έχει γίνει.
Φυσά λεβεντιά μου αέρα!

Κάθε καθαρή Δευτέρα,
των παιδιών ψυχή και νους
χαρταετός στους ουρανούς.
Καλή Σαρακοστή!
thelook.gr

Ας κλείσουμε αυτό το σύντομο ταξίδι με ένα ποίημα της Ρένας Καρθαίου από το αναγνωστικό της Β’ δημοτικού (1982)

Αλάδωτο Σάμαλι: Το γλυκό της Σαρακοστής

ΥΛΙΚΑ:
1 ποτήρι νερού χυμό πορτοκαλιού
1 κουτάλι σούπας Baking powder
1 ποτήρι νερό
1 κουταλάκι γλυκού αμμωνία ή 1 κουταλάκι μαγειρική σόδα
1 ποτήρι νερού ζάχαρη
1 ποτήρι νερού σιμιγδάλι χονδρό
2 βανίλιες
500 γραμμάρια σιμιγδάλι ψιλό
ΕΚΤΕΛΕΣΗ: 
* Σε ένα μεγάλο μπολ βάζουμε το χυμό πορτοκαλιού και μέσα σ' αυτόν διαλύουμε το baking powder, την αμμωνία ή τη σόδα. 
* Προσθέτουμε τη ζάχαρη και ανακατεύουμε καλά. 
* Ρίχνουμε το σιμιγδάλι λίγο λίγο και ανακατεύουμε συγχρόνως μέχρι να γίνει ομοιογενές μείγμα. 
* Το βάζουμε σε αντικολλητικό ταψί (εμείς στρώνουμε λαδόκολλα στο ταψί μας) και ψήνουμε στους 180 βαθμούς για 45-50 λεπτά. 
* Το αφήνουμε να κρυώσει και το κόβουμε σε κομμάτια

ΣΙΡΟΠΙ:
750 γραμμάρια ζάχαρη
2 1/2 ποτήρια νερό

ΕΚΤΕΛΕΣΗ:

Βάζουμε σε κατσαρολάκι τη ζάχαρη και το νερό 
Αφήνουμε να βράσει 3' - 4΄λεπτά 
Αποσύρουμε από την φωτιά και το περιχύνουμε, όπως είναι καυτό στο κρύο γλυκό μας.
Αφήνουμε να τραβήξει το σιρόπι του και είναι έτοιμο για σερβίρισμα.

ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!
ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!!
nistisimo 
πρώτη ανάρτηση στο Χαμομηλάκι

18/03/1996, «έφυγε» από κοντά μας ο Οδυσσέας Ελύτης

Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης
στις 2 Νοεμβρίου 1911.


Άξιον Εστί:
Απαρτίζεται από τρία τμήματα. Τη «Γένεση», τα «Πάθη» και το «Δοξαστικό». Η σύνθεση του ποιήματος είναι διαρθρωμένη πάνω στα μέρη της Θείας Λειτουργίας. Αποδίδεται με θαυ­μαστό τρόπο η ατομική και η συλ­λογική μοίρα.
Ο ποιητής κατορθώνει να συγκεράσει και να εκφρά­σει ατομικά και συλλογικά πάθη, μέσα από έναν ποιητικό λόγο στον ο­ποίο ακούγονται καθαρά οι φωνές της αρχαίας, της μεσαιωνικής και της νεότερης παράδοσης. Διακρίνονται, και στην γλώσσα και στην μορφή, επιρροές από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη, τον Ερωτόκριτο, τους εκκλησιαστικούς ύμνους (και κυρίως αυτούς του Ρωμανού του Μελωδού), τον Σολωμό και τον Κάλβο, το δημοτικό τραγούδι, τον Παπαδιαμάντη και τον Μακρυγιάννη.


Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.

 
Στ’ ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να `χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο.

 
Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο


Άξιον Εστί:
Υπήρξε μία από τις κορυφαίες ποιητικές δημιουργίες του Ελύτη, το έργο με το οποίο   απέκτησε σημαίνουσα  θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο».Εκδόθηκε το 1959 και το 1963 μελοποιήθηκε εμπνευσμένα από το Μίκη Θεοδωράκη.
περισσότερα εδώ
Τα Πάθη (της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν)
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ
Το δέκατο άσμα των Παθών απευθύνεται σ’ ένα θήλυ “εσύ” (σύνθεση Παναγίας, Ελλάδας και Μάνας) με έφηβη διαφάνεια Κόρης. Ο ταυτισμός αυτός του δέκτη δικαιολογείται από τον ταυτισμό του πομπού, όπως σ’ όλα τα άσματα. Το περιεχόμενο όμως του άσματος έχει προσωπικότερη προέκταση. Είναι μια εξομολόγηση.  
Αυτός είναι που έζησε την έξαψη της αγάπης, που έζησε τη χαρά της μυστικής πείρας και που κατελύθη ή ύλη του σ’ αυτό το σκοπό, δηλαδή ν’ αναλωθεί η ζωή του στην υπηρεσία του ανθρώπου. Τον πολέμησαν με ότι όπλα είχαν ισχυρά στη διάθεση τους (ο ναυτικός όρος μπομπάρδες τρικάταρτες , που μας μεταφέρει στην επανάσταση του 1821, προσδίδει το ιθαγενές στίγμα), γιατί είχε μια αγάπη, μια κατάφαση της χαράς της ζωής.

Ένα συγκεκριμένο καλοκαίρι ένιωσε βαθιά μέσα στην ψυχή του την πρόσκληση του έρωτος και μέσα του η μέχρι τότε άγνωρη ζωή φωτίστηκε από ένα καινούργιο φως. Κι από τότε όλες οι κατάρες, οι προαιώνιες, Ερινύες του φθόνου, άρχισαν τον κατατρεγμό του: όποιος ακολουθεί το μήνυμα της αγάπης είναι καταδικασμένος να ζει δίπλα στο αίμα και στη σκληρότητα της ζωής. Κι έτσι ο ποιητής, ταυτίστηκε με τη μοίρα του τόπου του. `Ετσι κι αυτός μεγάλωσε μέσα στα βράχια του και τον προαιώνιο φόνο. Το αίμα, που έχυσε ο Κάιν, το πολεμά με το φως της αγάπης.

ΜΟΡΦΗ
Το δέκατο άσμα αποτελείται από πέντε στροφές και κάθε στροφή από τέσσερις στίχους. Ο τελευταίος στίχος είναι κοινός (επωδικός). Έχουμε κι εδώ δηλαδή ένα είδος μπαλάντας. Κάθε στίχος χωρίζεται σε δυο ημιστίχια με το κόσμημα. ο τρίτος όμως στίχος στο δεύτερο ημιστίχιο συνοδεύεται από ένα δρασκέλισμα που δημιουργεί ένα ψευδόστιχο και μάλιστα με κόσμημα προ αυτού. μετρικά όπως και νοηματικά ανήκει στον τρίτο στίχο.
Οι δύο πρώτοι στίχοι κάθε στροφής, όπως και ο τέταρτος επωδικός, είναι τροχαϊκοί, ο τρίτος, με τον ψευδόστιχο μαζί, είναι αναπαιστικός.
Εκφραστικά μέσα:
Ομοιοτέλευτο (αίματα - νοτιά, Μητέρα, πορφύρωσαν - καρτέρεσαν, σκιάσανε - ρίξανε, ανθρώπων - Αμάραντο, κι εγώ - Αμάραντο, Αμαρτία μου - σπλάχνα μου καταπάνω μου, αίμα - πέτρα, ομοιώθηκα - μεγάλωσα - άνθισα, ξεπληρώνω - Αμάραντο)
Παρήχηση (ανείδωτες - οξειδώθηκα, φονιάδων - φως).
Αντίθεση (αίματα πορφύρωσαν - χαρές σκιάσανε, των φονιάδων το αίμα - με φως ξεπληρώνω)
Ομοιοκαταληξία (ρίξανε - μισανοίξανε, στιγμή - να ζει)
Αναφώνηση (Όπου σ’ είδε κτλ.).
Εσωτερική Ομοιοκαταληξία (ζωή - στιγμή).
Προσωποποίηση (των αιώνων όργητες, ξεφωνίζοντας).

Σχόλια
Μακρινή Μητέρα, Ρόδο μου Αμάραντο
Η Παναγία από τον Ακάθιστο `Υμνο: “Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσασα”.
Μαζί με τη φωνή του Ελύτη συνήχουν κι άλλες φωνές: Του Δ. Σολωμού, του Κ. Παλαμά, του Γ. Σεφέρη.

Λέξεις
ανείδωτες = αόρατες, αθέατες, πρωτοεμφανιζόμενες
οξειδώθηκα = σκούριασα, γέρασα, ανάλωσα τη ζωή μου
σκιάζω = καλύπτω
των αιώνων οι όργητες = οι κατάρες, οι προαιώνιες Ερινύες.

Περίληψη
Ο Ελύτης απευθύνεται στη μακρινή Μητέρα (Παναγία, Ελλάδα, Μάνα) που μοιάζει με αιώνια έφηβη. Την αγάπησε, αλλά ξόδεψε τη ζωή του, γέρασε μέσα στην καταλυτική επίδραση της επικοινωνίας των ανθρώπων. Τον πολέμησαν γι’ αυτή του την αμαρτία με όλα τα μέσα. Όταν την γνώρισε κάποιο Ιούλιο η ζωή του φωτίστηκε. Κι όμως του καταράστηκαν σαν αγαπά να ζει στο αίμα και σκληρά. Κι έτσι ακολούθησε τη μοίρα της πατρίδας του την ίδια πορεία, με την ανθρώπινη της, σκληρή ζωή και αίμα, αλλά το αίμα το πολεμά με την αγάπη.