Σελίδες

Saturday, 27 April 2024

Μακρυγιάννης: Ο Ήλιος εβασίλεψε...

Το τραγούδι το έγραψε ο Γιάννης Μακρυγιάννης, όταν έβλεπε τους Τούρκους να σκοτώνουν τους Έλληνες στην Αθήνα.
.Ο Ήλιος εβασίλεψε,
-Έλληνα μου, βασίλεψε-
και το Φεγγάρι εχάθη
κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια,
τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν.
Γυρίζει ο Ήλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει:
«Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα,
άκ' σα γυναικεία κλάματα κι αντρών τα μοιργιολόγια
γι' αυτά τα 'ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα,
και μες στο αίμα το πολύ είν' όλα βουτημένα.
Για την πατρίδα πήγανε στον Αδη, τα καημένα».

Έχεις; Δώσε! Νιώθεις; Μοιράσου! Μπορείς; Βοήθησε! Διαφωνείς; Φώναξε!

Πόσους ανθρώπους που σε είχαν ανάγκη προσπέρασες;
Πόσες φορές έκλεισες τα μάτια σου και σιώπησες σε όσα συνέβαιναν γύρω σου; 
Πόσες φορές έκανες πράξη τον εθελοντισμό που κηρύττεις στους άλλους; 
Συνήθισες να προσπερνάς, να σιωπάς, να αδρανείς, να τα θεωρείς όλους και όλα δεδομένα αλλά και να αναβάλλεις. Αναβάλλεις πολλά και ανάμεσα σε αυτά και το πιο σημαντικό, να νιώσεις άνθρωπος. Μπορεί στα λόγια και στις ιδέες να είναι όλα σωστά. Στις πράξεις όμως, σε αυτές που εκπνέουν πριν καν γίνουν πραγματικότητα, εκεί κρύβεται η ανθρωπιά σου. 
Συνήθεια είναι όλα γύρω μας και δυστυχώς σε κατάπιε και δεν έμεινε ούτε ίχνος από τις ιδέες, τα ιδανικά, την ανθρωπιά σου, το εγώ σου. Σκιές, αυτό είναι οι άνθρωποι για σένα, ή τουλάχιστον αυτό έγιναν. Βουβές σκιές που έχουν τόσα πολλά να σου πουν και εσύ απλά προσπερνάς χωρίς να ακούσεις τίποτα. Σκιές που πνίγονται στην άβυσσο της απανθρωπιάς και εσύ δεν απλώνεις το χέρι σου να τις γλιτώσεις. Πολλές φορές ούτε καν γυρνάς να κοιτάξεις, απλά γυρνάς το κεφάλι σου και συνεχίζεις τη νωθρή πορεία που άλλοι χάραξαν για σένα. Αδιαφορία, φόβος ή απλά συνήθεια; Κάτι σε κρατάει πάντως σε απόσταση από τους συνανθρώπους σου. Είσαι κοντά τους αλλά ποτέ δίπλα τους.
Και κάπως έτσι περνούν τα χρόνια. Δε σου αρέσει ο χρόνος που πέρασε, μισείς τον κόσμο που ζεις και πιστεύεις ότι στην εκπνοή του χρόνου όλα θα αλλάξουν. Ο χρόνος αλλάζει και εσύ περιμένεις μετά τα βεγγαλικά και τα πυροτεχνήματα όλα να ξαναρχίσουν από το μηδέν. Πάντα όμως στο τέλος συνειδητοποιείς ότι απλά όλα συνεχίζουν από εκεί ακριβώς που πάγωσαν στην εκπνοή του χρόνου. Ίδια πορεία, ίδια προβλήματα και ένα καλά κρυμμένο κενό να σου θυμίζει αυτό που θα ήθελες να ήσουν εσύ, ο διπλανός σου, ο κόσμος σου γενικότερα.
Ξέρεις γιατί τίποτα δεν αλλάζει; 
Γιατί δεν αλλάζεις εσύ πρώτα. Μηχανικά ζούσες και πριν, μηχανικά θα ζεις και αυτόν το χρόνο. Συνήθισες στην τεχνητή αναπνοή, αλλά η ζωή είναι καρδιοχτύπια. Πώς λοιπόν θα μιλήσεις για ανθρωπιά, αφού και εσύ ο ίδιος λησμόνησες να είσαι άνθρωπος;

Κάτω από τη νεκρωμένη σου επιφάνεια χτυπάει ακόμα μια καρδιά που πονάει κάθε φορά που βλέπει το άδικο και την απανθρωπιά. Το στόμα σου μπορεί να σιωπά, οι λέξεις μπορεί να νεκρώνουν και το σώμα σου να παγώνει. Εκεί όμως, στο βάθος υπάρχει ακόμα κάτι που σου θυμίζει να αισθάνεσαι, να βοηθάς, να μοιράζεσαι και να νοιάζεσαι. Εκεί κρύβεται το έναυσμα που έψαχνες για να κάνεις μια φορά πράξη αυτό που περιοριζόταν στους κόλπους της πεζής κοσμοθεωρίας σου. Η ανθρώπινη λαιμαργία και ο εγωισμός προσπαθούν να σκεπάσουν αυτόν τον ήχο, όμως αυτή αντιστέκεται και συνεχίζει να χτυπά. Αυτή εμποδίζει το τέρας που κρύβεται μέσα σου να φανερωθεί. Άκουσε τη λοιπόν για μια φορά και κάνε πραγματικότητα όσα αυτή προστάζει αλλά αδυνατεί να κάνει πράξη.

Έχεις; Δώσε! 

Νιώθεις; Μοιράσου! 
Μπορείς; Βοήθησε! 
Διαφωνείς; Φώναξε!

Κάνε ό,τι περνάει από τα χέρια σου, απλά μη λησμονήσεις να νιώσεις. Πάντα να εύχεσαι για μια αλλαγή, ένα ζευγάρι φτερά και αγάπη. Μια αλλαγή δική σου, ένα ζευγάρι φτερά για να πετάξεις μακριά από την απανθρωπιά του σήμερα και μια υπερβολική δόση αγάπης για να δώσεις, για να μοιραστείς, για να νιώσεις άνθρωπος.


Σοφία Καλπαζίδου

Eπιμέλεια Κειμένου: Μυρτώ Τσιτσιδάκη

Τα Βυζαντινά Kάλαντα του Λαζάρου, του «αγέλαστου»...

Λάζαρος, ο «αγέλαστος»
Η ελληνική Παράδοση θέλει τον φίλο του Χριστού να είναι σοκαρισμένος από αυτά που αντίκρισε στον Άδη με αποτέλεσμα να χαμογελάσει μόνο μια φορά μετά την ανάστασή του.

Κάποτε, λέγεται, πως ο «αγέλαστος» Λάζαρος είδε κάποιον χωρικό στο παζάρι να κλέβει μια στάμνα και να φεύγει. Τότε χαμογέλασε λέγοντας 
«Βρε τον ταλαίπωρο. Για ιδές τον πώς φεύγει με το κλεμμένο σταμνί. Ξεχνάει ότι κι αυτός είναι ένα κομμάτι χώμα, όπως και το σταμνί. Το 'να χώμα κλέβει τ' άλλο. Μα δεν είναι να γελούν οι πικραμένοι;»
iefimerida
Που 'σουν Λάζαρε, που 'ναι η φωνή σου
όπου σ' έκλαιγαν οι αδερφοί σου.
Ήμουνα στη γη παραχωμένος
Και με τους νεκρούς ανταμωμένος.
 
Τα χεράκια μου σταυρό δεν είχαν,
Τα ποδάρια μου αγναντισμένα.
Τα ματάκια μου γιομάτα δάκρυ
Και το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
 
Ήρθεν ο Χριστός και ξύπνησέ με
Κι απ΄το μνήμα μου εσήκωσέ με.

Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια
Ήρθε η Κυριακή που τρων τα ψάρια.

- Πού ’σαι Λάζαρε, που είναι η φωνή σου
που σε γύρευε η μάνα κι η αδερφή σου.
 

- Ήμουνα στη γη, στη γη βαθιά χωμένος
κι από τους εχθρούς, εχθρούς βαλαντωμένος.

Bάγια, βάγια των Bαγιών
τρώνε ψάρια, τον κολιόν
και την άλλη Kυριακή

ψήνουν το παχύ τ’ αρνί.