Σελίδες

Wednesday, 8 May 2024

Η μάνα είναι σαν το αλάτι.

«Θα πεθάνω και θα δω τι θα κάνετε» έλεγε η μάνα μου. Γελούσαμε. Γελούσε κι αυτή. Γιατί στα αστεία το έλεγε. «Έβαλες πάλι τη κασέτα μάνα» της πείραζε ο αδερφός μου. «Ναι βρε γυναίκα» σιγοντάριζε ο πατέρας μου. Και να τα γέλια. Και να τα πειράγματα. Και πιο πολύ απ’ όλους γελούσε εκείνη.

Γιατί τέτοια ήταν η μάνα μου. Ένας άνθρωπος πράος, ήρεμος, γελαστός, εκεί για όλους και τίποτα για την ίδια. Αν ζούσε στο σήμερα, θα ήταν σαν ένα είδος καρέτα καρέτα. Σαν εξωτικό πουλί που το βλέπεις μόνο στις φωτογραφίες, για να σιγουρευτείς ότι υπάρχει δηλαδή.

«Θα πεθάνω και θα δω τι θα κάνετε» έλεγε σαν να έφτυνε κατάμουτρα τον θάνατο. Σαν να τον ξόρκιζε. Σαν να του έλεγε «καλά βλακείες λέω, εγώ θα ζήσω 1000 χρόνια».

Και τελικά έφυγε η μάνα μου, όπως μας το ‘χε τάξει στα αστεία, αλλά τώρα σοβαρολογούσε. Με πήρε καιρό να νιώσω στο πετσί μου τη σοβαρότητα του πράγματος. Πέρασα αυτό το κλασικό στάδιο άρνησης, που φέρεσαι σαν να μην συνέβη σε σένα, που φαντάζεσαι ότι η μάνα πήγε ταξίδι στην Ξάνθη να δει την αδερφή της, απλά κάθισε λίγο παραπάνω αυτή τη φορά.

Και ζούσα με το να την περιμένω να έρθει από την Ξάνθη. Αυτό είχα πλάσει στο κεφάλι μου για να επιβιώσω. Αλλά όταν το μυαλό πάει να παίξει τερτίπια στην καρδιά, ή που «σαλεύει» γιατί αρνείται να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, ή μένει στη θέση του και την αντιμετωπίζει τελικά.

Και την αντιμετώπισα. Και κατέρρευσα. Με χρονοκαθυστέρηση.

Μου έλειπε η μάνα μου. Μου έλειπε με έναν τρόπο εγωιστικό. Μου έλειπαν όλα αυτά που εγώ έπαιρνα από αυτήν. Η συμπαράστασή της, η υπομονή της, ότι «ήταν εδώ» όποτε την χρειαζόμουν, το χάδι της. Και τότε, στην συνειδητοποίηση ότι μου έλειπαν όσα «έπαιρνα» από εκείνη μετάνιωσα για κάθε «σ’ αγαπώ» που τσιγκουνεύτηκα, κάθε κλείσιμο πόρτας ή τηλεφώνου, έφτασα να μετανιώνω για όλα όσα της έκανα στην εφηβεία μου. Άδικο κι αυτό, για μένα. Αλλά κάτι τέτοιες ώρες μόνο αυτά σκέφτεσαι. Ζυγίζεις τα καλά, και τα άσχημα. Σκέφτεσαι τότε που τα έβρισκες όλα «άσχημα» και «κουραστικά» και τα συγκρίνεις με το τώρα. Και επειδή η μάνα δεν είναι πια εδώ της τα βρίσκεις «ωραία», ακόμα και όσα δεν ήταν.

Η ζωή χωρίς αυτήν συνεχίστηκε στους γνωστούς ρυθμούς. Με τις χαρές της, τις αγωνίες της, τα ερωτηματικά της, τις εκπλήξεις της. Με όλα της. Όμως τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Η καθημερινότητα δεν είχε την ίδια γεύση χωρίς την μητέρα μου. Ήταν σαν να ήταν η ζωή μου πλέον ένα πιάτο άνοστο, χωρίς αλάτι. Η μάνα μου, ήταν το αλάτι της ζωής μου. Εκείνη η απαραίτητη «πρέζα»που γράφουν και στις συνταγές, που μεταμόρφωνε τα πάντα σε «νόστιμα», σε «πικάντικα» σε διαφορετικά.

Έχω τα παιδιά μου, τον άντρα μου, τους φίλους μου, αλλά η μάνα είναι μάνα. Δεν έχω επιλογή. Θα συνεχίσω να ζω χωρίς αυτήν. Απλά τώρα που ξέρω πόσο σημαντική ήταν η ύπαρξή της στη ζωή μου, βλέπω με διαφορετικό μάτι και μένα στη ζωή του δικού μου παιδιού. Και δεν ξέρω αν μπορώ να είμαι «αλάτι», όπως ήταν η δική μου μάνα. Μπορώ, όμως, να είμαι πάντως εκείνο το συστατικό που δίνει «γεύση» στα πράγματα. Μπορώ να είμαι η ζάχαρή της, τόση, όση, στη μύτη του κουταλιού.

Κι αυτό μου αρκεί.

Γράφει η Αποστολία Καζάζη – themamagers.gr

Όταν διαβάζεις (με) το παιδί σου...

«Βράσε ένα ρόφημα να το πίνετε μαζί, για να νομίζει πως βγήκε μαζί σου ραντεβού.
Κλείσε τηλεόραση και κινητά, για να δει πόσο σημαντικό είναι για 'σένα να του μάθεις κάτι.
Αν διαβάζεις Φυσική γίνε η ενέργεια, 
αν διαβάζεις Αρχαία βάλε σανδάλια και 
αν είσαι στα "Κείμενα" ανέβα σε σκαμνί να απαγγείλεις ποίηση.
Δείξε εικόνες κάθε νέας λέξης, μη δώσεις ξύλινο ορισμό της.
Δείξε τη χαρά σου που θυμάσαι όσα είχες ήδη ξεχάσει από τα δικά σου μαθητικά χρόνια. Αποκλείεται να τα θυμάσαι όλα.
Πες μπράβο κάπου στη μέση, ακόμη και αν σε κοίταζε απλά στα μάτια.
Κάνε απρόσμενες ερωτήσεις για να δεις αν ταξιδεύει αλλού το μυαλό του. 
Αν ταξιδεύει αλλού, πάρε βαλίτσα κι ακολούθησε τον για λίγο. Θα τον φέρεις πίσω πιο εύκολα έτσι.
Ευχαρίστησε το που σου έδωσε την ευκαιρία να μάθεις νέα πράγματα.
Ρώτησέ το για την καθηγήτρια. Αν σου πει ότι δεν είναι καλή, μάθε πώς νιώθει μες στην τάξη, πράξε το αντίθετο όσο είσαι μαζί του.
Γράψε ρεαλιστικούς στόχους μέχρι το διαγώνισμα, δώσε του αστείους τρόπους να θυμάται ανούσια πράγματα.
Διάβασέ τον μέχρι τελικής πτώσης, μέχρι να λάμπουν τα μάτια του από την ικανοποίηση ότι διάβασε μαζί σου ανεξαρτήτως βαθμού και απόδοσης.
Πες του πως πλέον δε σε νοιάζει τι βαθμό θα πάρει, αρκεί να θυμάται πως το παλέψατε μαζί.
Δείξε του πως πέρασες καλά μαζί του. Πες το να το ακούσει.
Θα δεις… Σε λίγο καιρό, δεν θα χρειαστεί την παρουσία σου. Θα σε έχει ήδη βάλει μέσα σε κάθε σελίδα."

(Via: Christina Bogiatzi)
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Ο Ματωμένος Μάης του ’36

Το φθινόπωρο του 1935 ξεκινά ένα κίνημα κινητοποιήσεων ανά την Ελλάδα. Μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου, 1936, ο απολογισμός ήταν 1 νεκρός και 36 τραυματίες ενώ μέχρι τον Απρίλιο άλλοι 4 νεκροί και 52. Κατά το τετράμηνο αυτό σημειώθηκαν από την Κυβέρνηση Ιωάννη Μεταξά 642 συλλήψεις, 79 άνθρωποι εξορίστηκαν, 447 ακίνητα κατασχέθηκαν, 47 συγκεντρώσεις απαγορεύτηκαν και 115 άτομα βασανίστηκαν.

Όλα αυτά συσχετίζονται με τις δυσμενείς συνθήκες εργασίας, της αθέτησης της σύμβασης Παπαναστασίου και της μείωσης των μισθών που ανάγονται στην χρεοκοπία του 1932. Το κέντρο των κινητοποιήσεων ήταν η Θεσσαλονίκη.

Το κλίμα οξύνεται τον Φεβρουάριο του 1936 όταν εργάτες κάνουν κατάληψη στο εργαστάσιό τους. Στις 29 Απριλίου, η ΠΚΟ και η ΕΓΣΕΕ προκηρύσσουν απεργίες διαρκείας με κύριο αίτημα την τήρηση της Σύμβασης Παπαναστασίου. Η κατάσταση παρέμεινε ήρεμη μέχρι την 6 Μαΐου μέλη της ΕΕΕ αρχίζουν και πυροβολούν στο πλήθος στην πλατεία Βάλλη ενώ η χωροφυλακή συγκρούεται με άλλες ομάδες. Μέχρι και πριν την 9η Μαΐου είχαν τραυματιστεί πάνω από 70 άτομα.

Στις 9 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη πέφτουν 12 νεκροί και 280 άλλοι τραυματίζονται. Αμέσως μετά από αυτά τα γεγονότα οι απεργοί επιτίθενται στους χωροφύλακες και η κατάσταση φεύγει εκτός ελέγχου και κόσμος κατευθύνεται προς την Εγνατία και την Αριστοτέλους ενώ άλλοι προς το Διοικητήριο όπου ξεκίνησαν συμπλοκές. Η Γενική Διοίκηση Βορείου Ελλάδος επιστρατεύει το Γ’ Σώμα Στρατού όπου απαγορεύει κάθε διαδήλωση. Την επόμενη μέρα, πάνω από 150.000 διαδηλωτές βγαίνουν στους δρόμους και συμμετέχουν στην κηδεία των νεκρών. 

Αξίζει να αναφερθεί ότι από βραδύς είχαν πλεύσει στην πόλη τρία αντιτορπιλικά και ένα τάγμα πεζικού με τη βοήθεια του πυροβολικού από την Λάρισα. Την επόμενη μέρα κηρύσσονται απεργίες σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας ενώ στις 13, πανελλαδική. Τα αιτήματα των καπνεργατών, η κύρια ομάδα, κατέστησαν δεκτά και η κατάσταση αποκλιμακώθηκε.

Ο Γιάννης Ρίτσος, εμπνευσμένος από τα γεγονότα έγραψε το έργο του Επιτάφιος

el.wikipedia.org

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι