Σελίδες

Monday, 12 February 2007

Κακοποίηση ανηλίκων: Τρεις στους τέσσερις που βλέπουν δεν αντιδρούν

Αν και βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα, ένας στους δύο Έλληνες έχει γίνει μάρτυρας κακοποίησης ανηλίκου, αλλά μόλις ένας στους τέσσερις προσπάθησε να μεσολαβήσει και να σπάσει τον κύκλο της βίας. Η έλλειψη εμπιστοσύνης στις αρμόδιες αστυνομικές αρχές και κοινωνικές υπηρεσίες της χώρας είναι ο βασικότερος λόγος για την αδιαφορία απέναντι στην κακοποίηση των παιδιών, όπως τουλάχιστον αποκαλύπτουν τα πρώτα αποτελέσματα υπό εξέλιξη έρευνας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Σύμφωνα με αυτά, μονάχα ένας στους δεκαπέντε είναι ικανοποιημένος από τον χειρισμό της υπόθεσης από τον φορέα στον οποίο απευθύνθηκε.
Επιπλέον, το ισχύον νομικό καθεστώς μοιάζει ανήμπορο να προστατεύσει τους ανηλίκους.

Οι πόρτες κλειδώνουν και τα παράθυρα κλείνουν. Άλλοτε πάλι όλα μένουν ορθάνοιχτα, και τα παράθυρα και οι πόρτες. Κι άλλοτε όλα εκτυλίσσονται σε δημόσιους χώρους. Σε κάθε περίπτωση, η φωνή του παιδιού που βιάζεται εκείνη την ώρα από τον πατέρα, τον συγγενή, τον φίλο ή τον άγνωστο δεν θα ακουστεί… Ο βιασμός θα είναι σιωπηλός, αμείλικτος… Συχνά το παιδί δεν καταλαβαίνει τι ακριβώς συμβαίνει. Κι αν συνειδητοποιήσει τι πραγματικά έγινε, τότε φοβάται, δεν μιλά.
Στοιχεία-σοκ αποκαλύπτει υπό εξέλιξη έρευνα του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου για το φαινόμενο της σωματικής και σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων στην Ελλάδα και για τις αντιδράσεις όλων μας απέναντι σ' αυτό το κοινωνικό πρόβλημα.

Ένας στους δύο μάρτυρας κακοποίησης ανηλίκου
Ένας στους δύο Έλληνες έχει γίνει μάρτυρας κακοποίησης ανηλίκου. Στις 8 από τις 10 περιπτώσεις η κακοποίηση ήταν σωματική, ενώ στις υπόλοιπες σεξουαλική ή και τα δύο. Αυτά είναι τα πρώτα αποτελέσματα από την επεξεργασία των περίπου διακοσίων ερωτηματολογίων –σε σύνολο χιλίων– της έρευνας αυτής, όπου εκπροσωπούνται όλες οι ηλικίες και όλες οι κοινωνικές ομάδες.
Ο επιστημονικός υπεύθυνος της έρευνας, καθηγητής Εγκληματολογίας κ. Αντώνης Μαγγανάς, ο οποίος επεξεργάζεται τα ερωτηματολόγια σε συνεργασία με την υποψήφια διδάκτορα κ. Θεανώ Μανουδάκη, σχολιάζει: «Είναι αρκετά υψηλό το ποσοστό αλλά όχι υπερβολικό, επειδή η κοινή γνώμη έχει εξελιχθεί σήμερα. Πράγματα που παλαιότερα θεωρούσαμε ότι είναι μέσα στα πλαίσια του σωφρονισμού του παιδιού, δεν τα δέχονται σήμερα οι άνθρωποι, οπότε είναι πολύ πιο ευαίσθητοι σ' αυτό το θέμα και θεωρούν κακοποιήσεις πράγματα που παλιά δεν ήταν κακοποιήσεις. Επιπλέον, η κοινή γνώμη θεωρεί ως κακοποίηση συμπεριφορές που ο νόμος δεν προβλέπει (και φυσικά δεν τιμωρεί)».
 


Τι σημαίνει «κακοποίηση ανηλίκου»;
 Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού για την κακοποίηση ανηλίκου, πρόκειται για ένα φαινόμενο κατά το οποίο ένας ή περισσότεροι ενήλικες προκαλούν ή επιτρέπουν να προκληθούν στο παιδί σωματικές κακώσεις ή συνθήκες στέρησης, ώστε συχνά να επιφέρουν σοβαρές διαταραχές σωματικής, νοητικής, συναισθηματικής ή κοινωνικής μορφής –ακόμα και τον θάνατο.
Ιδιαίτερη μορφή κακοποίησης αποτελεί η σεξουαλική παραβίαση του παιδιού, που περιλαμβάνει από την έκθεση και επίδειξη των γεννητικών οργάνων του δράστη, τις θωπείες και τις ασελγείς πράξεις μέχρι τον βιασμό και την αιμομιξία.
 

Για τον νόμο, όμως, η κακοποίηση περιορίζεται στη σωματική της διάσταση, στη συνεχή σκληρή συμπεριφορά. Η ψυχολογική κακοποίηση του παιδιού δεν περιλαμβάνεται στον ελληνικό ποινικό νόμο. «Εντοπίζεται κενό νόμου, συνεπώς, και είναι απαραίτητη μια προσαρμογή της νομοθεσίας στα νέα δεδομένα», υπογραμμίζει ο κ. Μαγγανάς. 

Ποιοι είναι οι δράστες; 
Δράστες κακοποίησης είναι συνήθως άτομα που βρίσκονται μέσα στο σπίτι, δηλαδή γονείς, συγγενείς, αδέρφια. Οι μάρτυρες παιδικής κακοποίησης γίνονται τις περισσότερες φορές μάρτυρες στο άμεσο οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον κι όχι τόσο στον δρόμο, όπου μπορεί να δουν τυχαία κάποιον να χτυπάει ένα παιδί.
Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, οι δράστες είναι σε ποσοστό 75% άντρες και άτομα γνώριμα στο παιδί, στα οποία δείχνει εμπιστοσύνη. Περιγράφονται ως άτομα με κυριαρχική συμπεριφορά, στερημένα στην παιδική ηλικία ή φέρουν οι ίδιοι εμπειρίες διαφόρων μορφών βίας, σωματικής κακοποίησης, παραμέλησης, σεξουαλικής ή ψυχολογικής κακοποίησης. Τυπικός δράστης είναι ο πατέρας, με θύματα κορίτσια. Ωστόσο, το πρόβλημα προσλαμβάνει σταδιακά νέες διαστάσεις και αυξάνονται οι δράστες θηλυκού γένους με θύματα αγόρια.

Μόνο ένας στους τέσσερις παρεμβαίνει

Ένας στους τέσσερις ερωτηθέντες απάντησε ότι έχει μεσολαβήσει είτε άμεσα την ώρα του περιστατικού είτε έμμεσα καταγγέλλοντας το γεγονός στην αστυνομία, ώστε να τερματιστεί η κακοποίηση παιδιού μπροστά στην οποία βρέθηκε. Όμως, η πλειοψηφία παραμένει αδιάφορη απέναντι στο γεγονός.
Σ' όλες τις περιπτώσεις κακοποιήσεων κάποιοι γνωρίζουν, αλλά ποτέ δεν μιλούν. Η προσπάθεια προστασίας του θύματος ή του θύτη, ακόμα και ο φόβος απώλειας προσωπικού χρόνου και η σπατάλη του σε αστυνομικά τμήματα και δικαστικές αίθουσες για καταθέσεις (συνήθως μέχρι να εκδικασθούν οι υποθέσεις περνά μεγάλο χρονικό διάστημα) αποτελούν λόγους για τους οποίους κάποιοι αδιαφορούν για τον συνάνθρωπο, καταδικάζοντας έτσι το θύμα στη διαιώνιση του κύκλου της βίας.

Η καταγγελία στις Αρχές 
Ταυτόχρονα, οι μάρτυρες κακοποίησης ανηλίκου, σύμφωνα πάντα με την έρευνα, όταν αποφασίσουν να μιλήσουν για το περιστατικό στο οποίο έτυχε να είναι παρόντες, θα το αναφέρουν μονάχα σε φίλους τους, ενώ ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα πάνε στην αστυνομία να το καταγγείλουν. Ένας στους δέκα θα το αναφέρει στις αρχές που θεωρεί αρμόδιες ενώ μόλις ένας στους δεκαπέντε θα το καταγγείλει στην αστυνομία.
Οι υποθέσεις σεξουαλικής βίας κατά ανηλίκων σπάνια φτάνουν στην αστυνομία, πιο σπάνια στα ακροατήρια των δικαστηρίων και ακόμη πιο σπάνια καταλήγουν στην καταδίκη του δράστη. Αυτό είναι και ένα από τα κυριότερα συμπεράσματα παλαιότερης έρευνας, που παρουσιάστηκε τον Μάιο του 1997, με θέμα «Σεξουαλική βία κατά ανηλίκων: Όψεις επίσημου κοινωνικού ελέγχου» του διδάκτορα Εγκληματολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κ. Άγγελου A. Tσιγκρή.
Ο κόσμος ουσιαστικά δεν πιστεύει ότι η αστυνομία και οι κοινωνικές υπηρεσίες θα χειριστούν σωστά το θέμα, αλλά και ότι είναι σε θέση να το κάνουν. «Μπορεί οι αστυνομικοί να θέλουν, αλλά δεν μπορούν. Στο παρελθόν θυμάμαι κάποιους αστυνομικούς που μου είχαν πει ότι τα παιδιά τα κρατάνε δύο ή και τρεις μήνες στο τμήμα και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Ήταν υποχρεωμένοι να βάζουν στους προϋπολογισμούς και τα χρήματα για τα γιαουρτάκια και την τυρόπιτα του παιδιού. Αυτά είναι αδιανόητα σήμερα. Δεν είναι δυνατόν ένα παιδί να μην ξέρουμε πού θα το πάμε», λέει ο κ. Μαγγανάς.

Αποτυχημένες προσπάθειες

Στην Ελλάδα, συνεπώς, οι όποιες προσπάθειες των μεσολαβητών είναι αποτυχημένες. Τα πάντα είναι αποσπασματικά, τα πάντα θα εξαρτηθούν από τον αστυνομικό που θα δεχτεί το παιδί, από το πώς θα κάνει τη δουλειά του ο κοινωνικός λειτουργός…
Οι περισσότεροι μάρτυρες μάλιστα απαντούν ότι μετά την όποια παρέμβασή τους (προσωπική ή καταγγελία στις αρχές) είτε δεν άλλαξε τίποτε είτε η κακοποίηση σταμάτησε για λίγο καιρό, προσωρινά. Μόλις ένας στους δεκαπέντε είναι ικανοποιημένος από τον χειρισμό της υπόθεσης από τον φορέα στον οποίο απευθύνθηκε.
Η ανάγκη δημιουργίας ενός κεντρικού φορέα, με περιφερειακά γραφεία στελεχωμένα με κατάλληλους επιστήμονες, ώστε να επιλαμβάνεται πρώτος αυτός των υποθέσεων προβάλλει επιτακτική. «Η ύπαρξη μιας κεντρικής υπηρεσίας που να ασχολείται με τα παιδιά, μιας διεύθυνσης προστασίας της νεότητας, θα περιορίσει το πρόβλημα, αφού τα παιδιά δεν θα στέλνονται από ’δω κι από ’κει χωρίς να υπάρχει μια αρχή που θα συντονίζει και θα εποπτεύει τα πάντα», εκτιμά ο κ. Μαγγανάς, προσθέτοντας ότι η απουσία πρόβλεψης για τη δημιουργία μιας τέτοιας υπηρεσίας στον νέο νόμο περί ανηλίκων είναι ένα σημαντικό κενό.
 
 
Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2006
 

No comments:

Post a Comment