Θεραπευτική διαδικασία (Μέρος 1ο) - Βικτωρία Πρεκατέ
Τι είναι η απώθηση μνήμης λόγω τραύματος;
Η κακοποίηση είναι ένα ιδιαίτερο είδος τραύματος που προκαλείται σκόπιμα από ένα άτομο σε ένα άλλο.Η οικογένεια μπορεί να περάσει ώρες σχολιάζοντας τον τραυματισμό του παιδιού σε κάποιο ατύχημα, ή από άλλο παιδί, όμως η ενδο-οικογενειακή παιδική κακοποίηση, ιδιαίτερα η σεξουαλική, δε συζητείται ποτέ.
Η κακοποίηση του παιδιού από την οικογένεια είναι ίσως το μόνο είδος του τραύματος που καλύπτεται από σιωπή.
Το τραύμα της κακοποίησης, σωματικής, συναισθηματικής, ή σεξουαλικής μπορεί να απωθηθεί από την μνήμη, ανάλογα με την ηλικία, τις ανάγκες του παιδιού και τη φύση του τραύματος. Η σεξουαλική κακοποίηση είναι ιδιαίτερα επιρρεπής στην απώθηση, ακόμη κι όταν δεν περιέχει βία – τα ερεθίσματα είναι τόσο περίεργα και τρομακτικά για το παιδί, η ντροπή και η μυστικότητα τόσο έντονες, που το παιδί αργά ή γρήγορα θάβει τα γεγονότα βαθιά στο ασυνείδητό του.Η κακοποίηση είναι ένα ιδιαίτερο είδος τραύματος που προκαλείται σκόπιμα από ένα άτομο σε ένα άλλο.Η οικογένεια μπορεί να περάσει ώρες σχολιάζοντας τον τραυματισμό του παιδιού σε κάποιο ατύχημα, ή από άλλο παιδί, όμως η ενδο-οικογενειακή παιδική κακοποίηση, ιδιαίτερα η σεξουαλική, δε συζητείται ποτέ.
Η κακοποίηση του παιδιού από την οικογένεια είναι ίσως το μόνο είδος του τραύματος που καλύπτεται από σιωπή.
Κατά τη διάρκεια του κακοποιητικού επεισοδίου τα θύματα διασχίζονται, αποστασιοποιούνται από αυτό που συμβαίνει.
Η σύνδεση μεταξύ της επίγνωσης του γεγονότος και των συναισθηματικών αντιδράσεων σε αυτό (ντροπή, φόβος, πόνος, οργή) χάνεται.
Η επίγνωση αποθηκεύεται στο ασυνείδητο, ενώ τα συναισθήματα
επανεμφανίζονται αργότερα ξανά και ξανά, χωρίς προφανή αιτία.
Ακόμη κι αν ένα περιστατικό κακοποίησης δεν έχει εξ ολοκλήρου απωθηθεί, τα πιο τραυματικά μέρη του συνήθως δεν παραμένουν στο συνειδητό, όπως για παράδειγμα μια ιδιαίτερα τρομακτική στιγμή της κακοποίησης, ο οργασμός του δράστη, ή η συμπεριφορά του μετά την κακοποίηση.
επανεμφανίζονται αργότερα ξανά και ξανά, χωρίς προφανή αιτία.
Ακόμη κι αν ένα περιστατικό κακοποίησης δεν έχει εξ ολοκλήρου απωθηθεί, τα πιο τραυματικά μέρη του συνήθως δεν παραμένουν στο συνειδητό, όπως για παράδειγμα μια ιδιαίτερα τρομακτική στιγμή της κακοποίησης, ο οργασμός του δράστη, ή η συμπεριφορά του μετά την κακοποίηση.
Η απώθηση αποτελεί διαφορετικό μηχανισμό από τη λήθη πληροφοριών, οι οποίες, λόγω ασημαντότητας, έλλειψης προσοχής, ή παρέλευσης χρόνου, διαφεύγουν από τη δεξαμενή της μακροπρόθεσμης μνήμης. Οι αναμνήσεις από σεξουαλική κακοποίηση διατηρούνται για χρόνια στην «κατάψυξη» με πολλές και ακριβείς λεπτομέρειες (βλέπε τη μαρτυρία στην αρχή του κεφαλαίου), αλλά η είσοδος προς αυτές φαίνεται να απαγορεύεται
από κάποιον προστατευτικό-για την ευημερία του οργανισμού-φύλακα.
από κάποιον προστατευτικό-για την ευημερία του οργανισμού-φύλακα.
Η πρόσβαση σε αυτές δεν είναι δυνατή με αυτόβουλη προσπάθεια και εστίαση του νου, όπως συμβαίνει π.χ. με τα «ξεχασμένα κλειδιά», αλλά με τη δημιουργία κατάλληλων εσωτερικών και εξωτερικών συνθηκών για την επαναφορά τους.
Γιατί συμβαίνει η απώθηση;
Η απώθηση της μνήμης είναι ένα απαραίτητο εργαλείο επιβίωσης. Το μπλοκάρισμα των τρομακτικών ερεθισμάτων απελευθερώνει την απαραίτητη ενέργεια για να επικεντρωθεί το παιδί στην ανάπτυξή του.
Δεν μπορεί ένα παιδί να πάει στο σχολείο, να παίξει στο διάλειμμα με τους συμμαθητές του, αν έχει επίγνωση της θλίψης, τηςπροδοσίας, του σοκ και του τρόμου, από τις νυχτερινές επισκέψεις του γονιού του στο κρεβάτι του.
Το πόσο εύκολα ένα παιδί θα απωθήσει την επίγνωση ότι έχεικακοποιηθεί σεξουαλικά εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως:
η ηλικία τουπαιδιού κατά την κακοποίηση;πόσο εύκολα υπόκειται σε ύπνωση (πολλοί δράστεςμετά την κακοποίηση λένε στο παιδί «ξέχασέ το τώρα, δεν έγινε τίποτα» ή «κοιμήσου, ήταν ένα κακό όνειρο»); η σοβαρότητα της κακοποίησης (π.χ. πολλαπλοίδράστες, κυκλώματα παιδεραστίας, τελετουργική κακοποίηση); η ύπαρξη διαγενεακής απωθημένης παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης στην οικογένεια; η χορήγηση αλκοόλ ή ψυχοτρόπων ουσιών στο παιδί κατά την κακοποίηση; η απόσταση ανάμεσα στην εικόνα του δράστη τον υπόλοιπο καιρό («ένας αξιοπρεπής, στοργικός οικογενειάρχης, που όλοι στη γειτονιά σέβονται») και την εικόνα του δράστη κατά την κακοποίηση («ένας σκοτεινό κακό τέρας με βαριά ανάσα που χωνόταν κάτω από τα σκεπάσματα το βράδυ και έκανε αυτά τα φοβερά πράγματα»).
Η πλειοψηφία των περιστατικών σεξουαλικής κακοποίησης των παιδιών συμβαίνει μέσα σε δυσλειτουργικά οικογενειακά συστήματα.
Η απώθηση των αναμνήσεων ενισχύεται σθεναρά από την άρνηση του οικογενειακού συστήματος να δεχτεί την αλήθεια και τους μύθους που το σύστημα έχει πλάσει γύρω από τον εαυτό του για ναπροστατέψει την εικόνα του.
Πολλές φορές τα άλλα μέλη της οικογένειας διαισθάνονται ότι κάτι συμβαίνει, αλλά δεν ρωτούν ή περιέργως εξαφανίζονται κατά το συμβάν, ενώ η προσποιητή κανονικότητα μετά τα περιστατικά κακοποίησης (τα μέλη συνευρίσκονται σαν να μη συμβαίνει τίποτα) επιταχύνουν την απώθηση.
Η ντροπή και η μυστικότητα γύρω από την κακοποίηση επιβαρύνουν ιδιαίτερα το παιδί-θύμα και επανειλημμένα στη θεραπευτική πρακτική συναντά κανείς περιπτώσεις,όπου ακόμη κι αν όλα τα αδέρφια σε μια οικογένεια κακοποιούνταν σεξουαλικά, δεν συζήτησαν ποτέ γι΄ αυτό, παρά μόνο στην ενηλικίωση.
Το παιδί έχει ανάγκη να διατηρήσει την ψευδαίσθηση ότι οι γονείς του το αγαπούν και έτσι επιλεκτικά «κλειδώνει» μακριά όλες τις μνήμες του «κακού», του «άλλου» γονιού.Ένα σημαντικό εμπόδιο στην διατήρηση και επαναφορά της μνήμης στο συνειδητό είναι η ανάγκη του επιζώντος, ακόμη και σε μεγάλη ηλικία, να «προστατέψει» τον δράστη, ειδικά αν αυτός είναι γονιός, από την κατηγορία του «βιαστή»: νιώθει ότι έτσι «προδίδει» τον γονιό – μια προδοσία αντεστραμμένη, καθώς στην πραγματικότητα ο
γονιός είναι αυτός που πρόδωσε το παιδί-θύμα.
Η απώθηση είναι η «τέχνη του να μη γνωρίζεις αυτό που γνωρίζεις».
Ακόμη κι όταν οι θεραπευόμενοι έχουν συνεχείς νύξεις για κακοποίηση στην παιδική τους ηλικία, είτε με τη μορφή επαναλαμβανόμενων ονείρων, φευγαλέων σκηνών που περνούναπό μπροστά τους, ακόμη και γεγονότων που μπορούν να ανακληθούν, πολλές φορές τείνουν να τις αμφισβητούν, προβάλλοντας την ερώτηση «κι αν κάνω λάθος;».
Μια αντίστροφη ερώτηση που προτείνεται είναι «κι αν είναι σωστό;».Συνήθως το συναισθηματικό κόστος που απαντάται στη δεύτερη ερώτηση, είναι πολύ μεγαλύτερο από ότι στην πρώτη. Για άτομα που έχουν κακοποιηθεί στην παιδική τους ηλικία, η άρνηση και η λησμονιά φαίνεται πολύ ευκολότερη λύση- η παραδοχήτης αλήθειας είναι πολύ οδυνηρή και δεν γίνεται ελαφρά τη καρδία (Εngel, Β. 1989).
Βικτωρία Πρεκατέ
Σχετικά: