Μια φορά κι έναν καιρό, πάρα πολύ μακριά από εδώ υπήρχε ένα παπουτσάκι και ένα αυγό.
Το παπουτσάκι αυτό ήταν χρωματιστό και πάρα, πάρα πολύ μικρούτσικο και γλυκούλι.
Το αυγό βρισκόταν μέσα σε αυτό το μικρό παπουτσάκι και περνούσαν οι δυο τους πάρα πολύ όμορφα. Λέγαν τραγούδια και γελούσαν όλη τη μέρα. Οι δυο τους τα περνούσαν ζωή και κότα ή καλύτερα παπούτσι και αυγό, μέχρι που μία παράξενη μέρα το αυγό άρχισε να τρέμει πάρα πολύ. «Ττττττττρρέμμμμμωωωωω» έλεγε. «Τττττττο τττο το ββββλέπω» απαντούσε το παπούτσι που έτρεμε και αυτό μαζί του. Όλη τη μέρα τρέμανε και τρέμανε και τρέμανε και σταματημό δεν είχαν.
Το επόμενο πρωί το παπούτσι παρατήρησε ότι το αυγό από το πολύ τρέμουλο είχε αρχίσει να ραγίζει. «Κοίτα ραγίζεις!!!!» φώναξε το παπούτσι. «Θα κάνεις κοτοπουλάκι!!!!» «Ζήτω είμαι ραγισμένο!!!» φώναξε το αυγό. Όσο περνούσε η ώρα τόσο περισσότερο μεγάλωνε το ράγισμα του αυγού. Και μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε... μέχρι που ΚΡΑΚΚΚΚΚΚ έσπασε και βγήκε από μέσα ένα όμορφο χνουδωτό κοτοπουλάκι.
Το αγαπημένο αυγό του παπουτσιού τώρα είχε σκορπίσει σε αμέτρητα τσόφλια και στη θέση που ήταν κάποτε, τώρα είχε θρονιαστεί ένα κοτόπουλο. Πόσο πολύ λυπήθηκε το καημένο το παπουτσάκι... Λυπήθηκε τόσο που δε μπορούσε να βγάλει μιλιά... στην πραγματικότητα δεν μίλησε ξανά ποτέ του... ή μάλλον σχεδόν ποτέ. Έτσι το κοτοπουλάκι νόμιζε ότι το παπούτσι στο οποίο βρισκόταν ήταν ένα συνηθισμένο παπούτσι (από αυτά που απλά τα βάζουμε στα πόδια μας) και ότι ήταν το δικό του παπούτσι. Το κοτοπουλάκι αυτό δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του άλλο κοτοπουλάκι και έτσι δεν είχε ιδέα από κοτοπουλίσιο περπάτημα. Δεν είχε καν ιδέα για το τί ζώο ήταν, μέχρι που μια μέρα έψαξε βαθιά μέσα του... «Είσαι κοτόπουλο... είσαι ΤΟ κοτόπουλο... » άκουσε μια φωνή να του λέει.
Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο να παραδεχτεί ότι ήταν κότα, αλλά όταν το ξανασκέφτηκε είπε ότι προτιμούσε να είναι κότα, παρά να δηλώνει λευκό. Έτσι τώρα αφού έμαθε την καταγωγή και το γένος αποφάσισε να πάρει και τα κουσούρια. «Ας κοτοπερπατήσω» είπε. Υπήρχε όμως μια μικρή λεπτομέρεια που είχε ξεχάσει... Το παπούτσι.. Ήταν σφηνωμένο μέσα στο παπούτσι. Ήθελε να κάνει κάτι, μια προσπάθεια, αλλά έτσι σφηνωμένο όπως ήταν δεν υπήρχε περίπτωση να κουνηθεί ούτε ένα εκατοστό. Για πολύ καιρό έμεινε εκεί σφηνωμένο και λυπημένο και στεναχωρημένο και ... , αλλά κυρίως σφηνωμένο.
Όλα άλλαξαν, όταν μία μέρα ένα σπουργίτι κατέβηκε από τον ουρανό και άρχισε να κάνει επίδειξη το όμορφο πέταγμά του για να το βλέπουν όλοι και να το θαυμάζουν και να το δείχνουν με το δάχτυλό τους και να λένε να το σπουργίτη, το ιπτάμενο θαύμα ή να το σπουργίτι το στολίδι του ουρανού ή να το σπουργίτι, θέλω αυτόγραφο και άλλα πολλά. Και ενώ τα σκεφτόταν όλα αυτά το σπουργίτι, άρπαξε μια τούμπα στον αέρα και σωριάστηκε φαρδύ, πλατύ στις λάσπες. Καλά δε σας λέω τίποτα. Το κοτοπουλάκι μας είχε σκάσει στα γέλια, χτυπιόταν κοπανιόταν και γελούσε κοτοπουλίστικα. Εκεί όμως που τρανταζόταν ολόκληρο από το γέλιο, παρατήρησε ότι το παπούτσι είχε μετακινηθεί. Άρχισε πάλι να γελά και να χτυπιέται στο γέλιο και να χαχανίζει και να τραντάζεται ολόκληρο από το γέλιο και ... μόλις σταμάτησε είδε ότι είχε μετακινηθεί αρκετά από εκεί που ήταν. «Βρήκα εναλλακτική!!!!».
«Το γέλιο με πάει, με πάει σας λέω. Με πάει και με φέρνει καλέ». Και πράγματι το γέλιο το έκανε να πηγαίνει αρκετά μακριά. Φώναξε απ τη χαρά του και δωσ’ του να γελά και δωσ’ του να ξεκαρδίζεται και δωσ’ του να κυλιέται στα γέλια.
Έτσι ξεκίνησε το πρώτο του ξεκαρδιστογελαστό ταξίδι. Σε αυτό το ταξίδι ναι μεν του έβγαινε η ψυχή για να μετακινηθεί από το γέλιο, αλλά το σημαντικό είναι ότι προχωρούσε. Βέβαια κάθε φορά που τον ρωτούσαν τα ζωάκια που συναντούσε τί κάνει, αυτό απαντούσε έχω πλαντάξει στο γέλιο, αλλά τί να πει; Αυτή ήταν η γελοία αλήθεια.
Το κοτοπουλάκι σφηνωμένο μέσα στο παπούτσι ταξίδευε και γνώριζε καινούργια πράγματα. Έβλεπε παράξενα μέρη και μάθαινε ότι ο κόσμος είναι τόσο μεγάλος όσο εσύ μπορείς να προχωράς και ότι όσο προχωράς περισσότερο τόσο περισσότερο μεγαλώνει και ο κόσμος.
Όμως, δε μεγάλωνε μόνο ο κόσμος όσο προχωρούσε το κοτοπουλάκι, μεγάλωνε και το ίδιο. Μάλιστα φοβόταν ότι κάποια στιγμή θα ήταν τόσο πολύ σφηνωμένο μέσα στο παπούτσι που δε θα μπορούσε πια να γελά και να τρελοχοροπηδά, ώστε με χαρά να προχωρά. Έτσι μέρα με τη μέρα στεναχωριόταν όλο και περισσότερο, μέχρι που κάποια μέρα ήταν τόσο στεναχωρημένο που δε μπορούσε να γελάσει άλλο για να τρελοχοροπηδήσει ώστε με χαρά να προχωρήσει. Κάθισε λυπημένο και έβλεπε γύρω του μελαγχολικό. Αγνάντευε το ηλιοβασίλεμα και άφηνε κάτι αναστεναγμούς... Αχ... σου ράγιζε την καρδιά. «Δε μου κάνει το παπούτσι» έλεγε με παράπονο. «Δε μου κάνει το παπούτσι» ξαναέλεγε και το έπαιρναν τα κλάματα. Αχ... καμιά φορά η ζωή μπορεί να γίνει πολύ σκληρή με τα κοτόπουλα...
Όλα είχαν τελειώσει για το κοτοπουλάκι, όταν ξαφνικά είδε να στέκεται κοντά του ένα παπούτσι. Ένα άλλο παπούτσι ένα μεγαλύτερο και... λίγο ποιο σοβαρό. Το παρατήρησε για λίγο και μετά... τσουπ πετάχτηκε και σφήνωσε μέσα στο καινούργιο παπούτσι. «Αχ στα μέτρα μου» είπε το κοτοπουλάκι. «Ουφ» είπε και άφησε την κοιλίτσα του ελεύθερη. Το έμαθε το κόλπο, λοιπόν το κοτοπουλάκι και από τότε όποτε μεγάλωνε και δε του έκανε ένα παπούτσι έμπαινε σε κάποιο μεγαλύτερο. Πλέον έγινε και πιο ευέλικτο στη διατροφή. Το καλαμπόκι πήγαινε σύννεφο... δε το προλάβαιναν. «Έχει παπούτσια, έχει αρβύλες» έλεγε και μπουκωνόταν. Άλλαξε μερικά παπούτσια, εξελίχθηκε στα μεγέθη, πέρασε σε στις παντόφλες, αλλά μετά βαρέθηκε να αλλάζει συνέχεια και αποφάσισε να βρει ένα μεγάλο και να χωθεί μέσα σ’ αυτό για να μη ψάχνει πάλι για καινούργιο μετά από λίγο. Έτσι έψαξε και βρήκε μια μεγάλη μπότα. «Χαχα that’s it» είπε το κοτοπουλάκι με χαρά όταν την είδε. Μαζεύει τότε όλη του τη δύναμη, μαζεύει και όλα του τα φτερά και δίνει το πιο μεγάλο κοτοπουλένιο σάλτο που έχετε δει και μπαίνει μέσα στη μπότα. «Μπήκαααα» φώναξε... «αλλά τώρα πως βγαίνουν;» ακούστηκε πάλι σιγανά η φωνή του να συμπληρώνει. Όλο το βράδυ έκλαιγε το καημένο το κοτοπουλάκι. Και έκλαιγε και έκλαιγε και έκλαιγε και σιγά, σιγά η μπότα γέμιζε με δάκρυα και μάλιστα με μαύρα δάκρυα. Μέχρι το πρωί είχε γεμίσει όλη η μπότα. Ξύπνησε, λοιπόν το κοτοπουλάκι και είδε να επιπλέει πάνω στα δάκρυά του στο χείλος της μπότας. Τί ευτυχία!!! Κάνει ένα τσουπ και πέφτει και πάλι κάτω. Από εκείνη τη μέρα το κοτοπουλάκι έψαχνε παπούτσια στο νούμερό του και δε βαριόταν να τα αλλάζει. Είχε μάθει πια το μάθημά του.
Αλλά... κάτι του έλλειπε. Κάτι βαθιά μέσα του το έκανε να αναζητά και γυρνά γύρω από ένα και μοναδικό παπούτσι... το παπούτσι που το γέννησε. Αυτή η ζεστασιά... Αυτή η αγκαλιά... «Μήπως άραγε δεν ήταν ένα απλό παπούτσι» σκεφτόταν.
Δεν ήξερε γιατί αλλά ένιωθε ότι η αγκαλιά από αυτό το παπούτσι ήταν μια αγκαλιά γεμάτη αγάπη και φροντίδα και μάλιστα... βαθιά μέσα στο μυαλό του θυμάται όταν ήταν πολύ μικρό ότι κάποιες μέρες είχε δει το παπούτσι να κλαίει. Ποτέ δε κατάφερε να το βγάλει από το μυαλό και από την καρδιά του αυτό το πρώτο παπούτσι της ζωής του. Δεν είχε γνωρίσει μάνα, δεν είχε γνωρίσει πατέρα, αλλά είχε γνωρίσει ή μάλλον είχε νιώσει την αγάπη μέσα σε ένα παπούτσι.
Κάποια μέρα εκεί που έψαχνε μια άλλη αγκαλιά σε ένα άλλο παπούτσι είδε ένα κουρέλι με χρώματα γνωστά, όμως και το πλησίασε για να δει τί του θύμιζε. Τα μάτια του βούρκωσαν σε αυτό που αντίκρισε. Ήταν το παπούτσι που του είχε χαρίσει την αγάπη και την πιο όμορφη ζεστασιά που είχε νιώσει ποτέ. «Είναι δυνατόν να είσαι ένα απλά παπούτσι;» ψιθύρισε το κοτοπουλάκι στο παπούτσι. Και τότε το παπούτσι μίλησε ξανά... «Δεν είμαι απλό παπούτσι, αλλά ήμουν πολύ στεναχωρημένο και δε μπορούσα να σου μιλήσω. Να ξέρεις, όμως ότι αν και δε σου μιλούσα, σε αγαπούσα πάρα πολύ και ακόμα σε αγαπώ». Η κότα πια αγκάλιασε το παπούτσι και το πήρε μαζί της. Από τότε το παπούτσι ζέσταινε όλα τα αυγά της κότας... και δεν έβαζε στόμα μέσα του ή καλύτερα κορδόνι μέσα του...
Έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα...