Σελίδες

Saturday, 19 April 2008

ΑΥΤΗ Η ΠΑΤΡΙΔΑ

Αγαπητό μου χαμομηλάκι,

Αφιερωμένο εξαιρετικά στο Λενέλ', την Λιολιό και τον παππού τον Χρήστο. Καλό σας ταξείδι. Και να μ'αγαπάτε από εκεί που είστε. Τ'αρνέλ'σας

Γεννήθηκα ένα αυγουστιάτικο βράδυ πίσω από την εκκλησιά της φωτογραφίας.

Μετά από τάμα της μάνας μου να φορά για όσο ζεί μαύρα ρούχα τον Δεκαπεντάυγουστο, κάτι που το κάνει όλο το νησί.
Ίσως είμαι προκατειλημμένος. Πατρίδα βλέπετε. Και όχι μόνο. Εκεί γεννήθηκα, μεγάλωσα, έμαθα τα πρώτα γράμματα, είδα πρώτη φορά θέατρο αλλά και μπαλέτο flamenco.
Μου είναι δύσκολο να μιλάω για μένα, αλλά πολύ πιο δύσκολο να γράψω για την Μυτιλήνη. Το θεωρούσα εύκολο. Οι σκέψεις πολλές, οι αναμνήσεις περισσότερες.
Τα λόγια λίγα. Φτωχά. Πως μπροστά σε μία οθόνη να περιγράψεις τα καλύτερα χρόνια, τους καλύτερους ανθρώπους που γνώρισες ποτέ που γίναν ο παππούς σου, η γιαγιά σου, η θεία σου και κολλητή σου. Ας δανειστώ λοιπόν από μία έκδοση του 1983 της Λεσβιακής Παροικίας και από το βιβλίο ¨Παλιά Μυτιλήνη, οι μαχαλάδες μας¨ δύο αποσπάσματα.
Ένα του Ασημάκη Πανσέληνου που προλογίζει το νησί μας, και ένα του Μίλτη Παρασκευαϊδη που μιλά για την γειτονιά που μεγάλωσα, Το Κιόσκι.
.......... Να μιλάει ένας Μυτιληνιός για την Μυτιλήνη μπορεί να σας πεί και ψέματα, χωρίς να το θέλει, -είναι σαν να μιλά για τον εαυτό, γιατί είναι και ο ίδιος ένα κομμάτι του τόπου του, ένα κλαδί ας πούμε, από λιόδεντρο.
Αλλά σκέφτομαι πάλι, πως στη μυστική και ανεξερεύνητη περιπέτεια της ανθρώπινης σκέψης και η φαντασίωση είναι αλήθεια. Η γενιά μου το δοκίμασε. Το ξέρει καλά.
Ότι κι αν πεις ωστόσο, είναι αυτό το νησί μας ένα κομμάτι ευλογημένο από χίλιες μυστηριώδικες δυνάμεις, από τις αρχαίες θεότητες του ουρανού και της γης, από τα χριστιανικά ερημοκλήσια που είναι σκορπισμένα στις λαγκαδιές του, ίσαμε ακόμα και από μας τους ίδιους τους ντόπιους καλαμαράδες του, που φτιάχνουν ή απλώς εκφράζουν τον θρύλο του.
Σε όλες τις ώρες του χρόνου, στις καταιγίδες και στις ηλιοφεγγιές, υπάρχει διαχυμένη στην φύση μιά δύναμη και μιά ομορφιά, που ανασκαλεύει ήρεμα και ανεπαίσθητα τα σπλάχνα του ανθρώπου και στρέφει πίσω την σκέψη του, στις ομιχλώδεις αρχές της ζωής. Κάτι θα αφήνει τούτο στον χαρακτήρα μας. Δεν μπορεί...
Το καλοκαίρι το φώς του ουρανού, η ανταύγεια του πελάγου και η μαρμαρυγή της λεύκας, του πεύκου και της ελιάς, φτιάνουν μια ατμόσφαιρα παγανιστική που σκεπάζει τα πάντα και ιριδίζει στα μάτια της κοπέλας που ΄ναι στο πλάι σου, μιά εβδία λεσβιακή.
Μέσα από αυτή την παράξενη ατμόσφαιρα κι εμείς οι Μυτιληνιοί παίρνουμε κάποιο στοιχείο αρχέγονο και ταυτόχρονα καλλιεργημένο, μιά πίστη στην ύλη της γης που διαφεντέβει τη ζωή και τον θάνατο και μιά το ίδιο χαρακτηριστική άπωση σε ότι είναι πρόσθετο κοινωνικό μεγαλείο, αξιώμα, κούφια λόγια, παράσημα κι ότι άλλο θαμπώνει αυτό το θαύμα που είναι ο άνθρωπος καθαυτός.........
..........Την περίοδο 1920-1940 οι Μυτιληνιοί όχι μόνον της Κουλμπάρας, αλλά και των άλλων μαχαλάδων, προτιμούσαν την ευρύχωρη πλατεία της κορυφής του παραθαλάσσιου υψώματος ¨Κιόσκι¨ για την απόλαυση της λιακάδας, για καταφύγιο αναψυχής τις απογευμαατινές και βραδυνές ώρες των θερμότερων ημερονυχτίων του καλοκαιριού, και για εξασφάλιση πανοραμικής θέας των ωραιότερων ακτών της Λέσβου και της απλόχωρης θάλασσας που εκτείνεται, έως τα μενεξεδένια βουναλάκια της Αιολικής παραλίας, με αμέτρητες ποικιλίες και στιγμιαίες μεταλλαγές χρωματιστών αποχρώσεων και ιριδισμών στην καθρεφτένια λαμπερή επιφάνειά της.
Στην πλατεία του υψώματος του ¨Κιοσκιού¨ εσύχναζαν τότε και όλοι οι Μυτιληνιοί μύστες της θρησκείας της Ομορφιάς για το προσκύνημα της γοητείας των πανσελήνων και όλων των άλλων φάσεων της Σαπφικής ¨σελάννας¨, που απελάμβαναν έως την μία μετά τα μεσάνυχτα κατά την συνήθεια της εποχής, εκείνης.........

No comments:

Post a Comment