Σελίδες

Monday, 29 September 2008

Ο Εφραίμ ο Βατοπε(αι)δινός και ο παπα-Αντώνης

Ο παπά-Αντώνης διηγείται
την επίκαιρη ιστορία της Κιβωτού του Κόσμου

Οι άλλοι πρωταγωνιστές:
«Στην Αθήνα έπρεπε να υπάρχουν 500 Κιβωτοί»

«Ακόμα και το καλύτερο ίδρυμα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη μάνα»
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2008, εφημερίδα Τα Νέα


Η προηγούμενη συνάντησή μας είχε γίνει σε ένα μπαλκόνι στη Λένορμαν.
Μέσα στο διαμέρισμα, άστεγοι, εθελοντές, μωρά και γυμνασιόπαιδα δεν είχαν αφήσει ούτε σπιθαμή ανεκμετάλλευτη. Από κάτω τα μηχανάκια έκαναν κόντρες και στα πεζοδρόμια έβλεπες φερετζέδες και άλλα πολυπολιτισμικά σύμβολα. Ο άντρας απέναντί μου φοράει ράσο, έχει περιποιημένη γενειάδα και από το τσεπάκι του στο στήθος εξέχουν 2-3 καλά στυλό. Την πρώτη φορά που είχα ακούσει γι΄ αυτόν ήταν το 1998. Παιδευόταν να «τραβήξει» τα παιδιά από τους δρόμους και να τα πάει στο σχολείο. Ήταν μόλις 26 ετών. «Ο τρελός της Κιβωτού».

Την προηγούμενη εβδομάδα Η Κιβωτός του Κόσμου μεταφέρθηκε στα νέα της κτίρια. Ένα όνειρο που θα το ζήλευε και το καλύτερο ιδιωτικό σχολείο βορείων προαστίων. «Θέλαμε να φτιάξουμε κάτι όμορφο για τα παιδιά. Μια ζωή όλοι τους λένε πόσο άχρηστοι είναι, ότι δεν έχουν αξία. Ε, τώρα έχουν κάτι για να υπερηφανευτούν», μου λέει ενώ μου δίνει το χέρι του. Είναι πια 36 χρόνων, έχει ζήσει 4 επιθέσεις από «αγνώστους» και είναι η ψυχή της πιο παραγωγικής ίσως Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης που ασχολείται με παιδιά.

Γιατί γίνατε παπάς;
Πίστεψα ότι θα μπορούσα να προσφέρω κάτι στους ανθρώπους. Αυτό σκεφτόμουν τότε.

Πού μεγαλώσατε;
Στη Δραπετσώνα. Στο σπίτι που είχαν δώσει στη γιαγιά μου που ήταν πρόσφυγας. Φτώχεια πολύ, κι εγώ έλεγα στη μάνα μου να κάνουμε κάτι για αυτά τα παιδιά. Γιατί δίπλα μας υπήρχαν οικογένειες που είχαν περισσότερα προβλήματα και από εμάς.

Και πώς μεγαλώσατε; Στο κατηχητικό;
Η μητέρα μου με είχε στείλει στο κατηχητικό, αλλά ήμουν ανήσυχος άνθρωπος. Αν έβλεπα κάτι λάθος, αντιδρούσα. Συγκρουόμουν. Σιγά σιγά τελείωσα δάσκαλος, μετά πήγα στη Θεολογική Σχολή.

Θα μπορούσατε να είχατε γίνει ακτιβιστής, αν υπήρχε στη Δραπετσώνα ένα τέτοιο κίνημα;Ένας οικολόγος ή ένας επαναστάτης;
Ναι, γιατί όχι; «Είδες αδελφό σου, είδες κύριο και Θεό σου», λένε οι Πατέρες.


Και πώς βρεθήκατε από τη Δραπετσώνα στον Κολωνό; Έπεσα σαν αλεξιπτωτιστής το ΄98. Όταν χειροτονήθηκα, μου είπαν: «Θα πας στον Άγιο Γεώργιο στην Ακαδημία Πλάτωνος». Πήγα και είδα ότι υπήρχαν παιδιά που μεγάλωναν στον δρόμο. Λες και ήταν εγκαταλελειμμένα. Άρχισα να μαθαίνω για νεανικές συμμορίες, για ναρκωτικά, για διαλυμένα σπίτια...

Όταν λέτε «άρχισα να μαθαίνω»;
Κοιτάξτε, εγώ έμενα σε μια πολυκατοικία απέναντι από την πλατεία. Έβλεπα λοιπόν ότι δύο - τρεις η ώρα το πρωί, η πλατεία ήταν γεμάτη με παιδιά. Προσπαθούσαμε με τη γυναίκα μου να καταλάβουμε τι γίνεται, πώς είναι δυνατόν να μην ενδιαφέρεται κανείς; Άρχιζα να παίζω μπάσκετ με τα παιδιά. Ιδρώναμε και μετά συζητούσαμε. «Αφού δεν έχουμε παπούτσια, γιατί να μην τα κλέβουμε», μου έλεγαν. Δεν το θεωρούσαν κακό. Έμπαιναν σε ένα πολυκατάστημα και έπαιρναν.

Και βεβαίως δεν πήγαιναν στο σχολείο.
Τι σχολείο μου λέτε; Εδώ δεν είχαν να φάνε. Σκέφτηκα τι μπορούσα να τους προσφέρω. Η Εκκλησία φράγκο δεν έδινε.


Όταν λέτε «η Εκκλησία»; Η Εκκλησία, όλοι αυτοί. Ρώτησα και τους «από πάνω», αλλά δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον. Ούτε σήμερα υπάρχει. Και ό,τι λέγεται είναι για το θεαθήναι. Ούτε φράγκο δεν δίνουν γι΄ αυτά τα παιδιά. Μόνο καραμελίτσες και εικονίτσες στο κατηχητικό. Αστεία πράγματα.

Συνεχίστε μου όμως την ιστορία.Τι κάνετε εσείς;
Σας είπα, παίζω μπάσκετ και συζητάω. Καμιά φορά πάω στη γυναίκα μου και της λέω: «Αντί για δύο, μαγείρεψε για πέντε». Μετά για δέκα. Αλλά αυτό το πράγμα δεν οδηγούσε πουθενά. Κάθε μέρα γνώριζα και άλλα παιδιά που είχαν ανάγκη. Τότε αποφασίζω να κάνω το μεγάλο άνοιγμα και να νοικιάσω ένα παλιό καφενείο. Στην οδό Πύλου. Μιλάω και σε κάτι φίλους και δέχονται να τσοντάρουν. Βάλαμε θρανία και φτιάξαμε και μια κουζίνα. Στη αρχή έτρωγαν 20 παιδιά, μετά 30, μετά 50. Βέβαια παγώναμε τον χειμώνα και λιώναμε το καλοκαίρι, αλλά είχαμε επιτέλους έναν χώρο.


Με φαγητό αλλά και θρανία.
Ναι, γιατί από την αρχή ο στόχος μου ήταν να μάθουν γράμματα. Τους φτιάχναμε τα χαρτιά, τα γράφαμε στο σχολείο και τις άλλες ώρες, αντί να γυρνάνε στους δρόμους, έρχονταν στο καφενείο. Έτρωγαν, έπαιζαν, συζητούσαν, διάβαζαν. Μετά, αφού τα παιδιά έγιναν πάρα πολλά, νοικιάσαμε και δύο ορόφους επάνω στη Λένορμαν. Κάναμε έναν μικρό ξενώνα, το βράδυ δηλαδή βγάζαμε θρανία και βάζαμε κρεβάτια, γιατί είχαμε πάρα πολλούς αστέγους. Στον πόλεμο του Κόλπου, άνοιγε η πόρτα και έμπαιναν μέσα προσφυγάκια, ούτε ήξεραν να μιλήσουν ούτε τίποτα. Σιγά σιγά βρήκαμε τους γονείς τους, τα γράψαμε στο σχολείο, κάναμε τμήματα αναλφάβητων, τα εμβολιάσαμε... Η περιοχή εδώ έχει πολλούς ξένους.

Η πλειονότητα. Στην τραπεζαρία που περάσαμε ήταν μόνο τρία- τέσσερα Ελληνόπουλα και τα άλλα ήταν παιδιά από το Αφγανιστάν, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουκρανία, τη Ρωσία, τη Συρία, το Σουδάν, τη Νιγηρία.


Πόσα παιδιά έρχονται σήμερα στην Κιβωτό;
Από πέρυσι υπήρχαν 187, αλλά κάθε μέρα γράφουμε καινούργια. Σήμερα γράφτηκαν έξι παιδιά, ένα από τη Συρία, τρία από το Αφγανιστάν και δύο Τσιγγανάκια από την Αλβανία.


Τα οποία το βράδυ έρχονται οι γονείς τους και τα παίρνουν. Ναι. Μα δεν θέλω να κάνω ορφανοτροφείο. Και αν δεν έρθουν να τα πάρουν, θα πάμε εμείς στο σπίτι τους να τους μιλήσουμε. Δηλαδή τους στριμώχνουμε και λίγο, για να αναλάβουν κάποιες ευθύνες.

Έχετε σκεφθεί μήπως κάποιοι γονείς από αυτούς δεν προσφέρουν τίποτα στα παιδιά τους;
Μπορεί, αλλά ακόμη και το καλύτερο ίδρυμα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη μάνα. Αυτή είναι η άποψή μου. Έρχεται το παιδί, κλαίει και μου λέει: «Η μάνα μου χθες έκανε αυτό και αυτό, αλλά εγώ πάτερ την αγαπώ».


Πείτε μου ενδεικτικά δύο-τρεις δύσκολες περιπτώσεις που αντιμετωπίσατε.
Στην αρχή σχεδόν, είχαμε δύο παιδιά που ο πατέρας τους ήταν ναρκομανής, η μάνα τους τα είχε εγκαταλείψει και μέσα στο σπίτι γινόταν διακίνηση ναρκωτικών. Αυτή τη στιγμή, το ένα παιδί έχει περάσει στο πανεπιστήμιο και το άλλο έχει βρει μια καλή δουλειά.


Μιλάμε πάντα για οικογένειες με βαρύ ιστορικό;
Ναι, δυστυχώς. Υπήρχε ένα παιδάκι, μας το έφερε ο φίλος της μάνας, που είχε μεγαλώσει μέσα σε ένα δωμάτιο βλέποντας κινούμενα σχέδια. Να φανταστείτε εμένα με έλεγε «μαμά». Βρήκαμε αυτή τη γυναίκα, δούλευε σε κάποιο μπαρ, είχε κάνει τέσσερα παιδιά με τέσσερις διαφορετικούς άντρες. Τη στηρίξαμε και πήρε πίσω το παιδάκι της.


Όταν λέτε τη στηρίξατε; Αυτό που χρειάζονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι μια δουλίτσα και δυο φράγκα στην αρχή για να σταθούν στα πόδια τους. Τους νοικιάσαμε εμείς ένα σπίτι, μετά είναι το νερό, το φως, τα φάρμακα.

Πόσους εθελοντές έχετε; Πάνω από εκατό εθελοντές, όλων των ειδικοτήτων. Μαγείρισσες, ψυχολόγους, καθηγητές για να μπορούν τα παιδιά του λυκείου να διαγωνισθούν επί ίσοις όροις για τις Ανώτατες Σχολές.

Τώρα και με τα νέα κτίρια πρέπει να αισθάνεστε ευτυχισμένος πάντως.Το σχέδιο επετεύχθη.
Δεν είχα κάποιο σχέδιο. Το ένα έφερε το άλλο. Τα περισσότερα παιδιά ήταν άρρωστα, τα δόντια τους ήταν σάπια. Και λέμε πρέπει να κάνουμε ένα μαγειρευτό, βρε παιδί μου. Και στην άλλη γωνία να τους μαθαίνουμε γράμματα. Μετά ήρθαν οι άστεγοι. Βάλαμε κρεβάτια. Μέχρι και έγκυοι γέννησαν εκεί πέρα. Μετά υπήρχε ανάγκη να φτιάξουμε λουτρά. Γιατί τα έδιωχναν από το σχολείο τα παιδιά. Βρωμούσαν. Βάλαμε ντουζιέρες και είπαμε τρεις φορές την εβδομάδα, μπάνιο. Έκανα ό,τι θα έκανε ο καθένας μας.

Οι περισσότεροι άνθρωποι του Θεού πάντως,που πρωταγωνιστούν αυτές τις μέρες στα δελτία,δεν φαίνεται να νοιάζονται καθόλου για όλα αυτά.
Γι΄ αυτό νιώθω αδικία και οργή. Κανονικά στην Αθήνα έπρεπε να υπάρχουν πεντακόσιες Κιβωτοί.

«Η περιουσία της Εκκλησίας ανήκει μόνο στους φτωχούς»

Τον παπα-Αντώνη δεν τον είχα δει ποτέ θυμωμένο. Ακόμη και τότε που η «Κιβωτός του» ήταν στριμωγμένη στο παλιό καφενεδάκι της οδού Πύλου και η μια αναποδιά διαδεχόταν την άλλη, αυτός ήταν πάντα ήρεμος. Για να είμαι ειλικρινής και αυτή η συνάντησή μας με χαμόγελα ξεκίνησε. Πριν αρχίσουμε και επισήμως τη συνέντευξη, περάσαμε από το εστιατόριο. Μακαρόνια με κιμά, χωριάτικη σαλάτα και φρέσκο ψωμί. Και μετά ένα πράσινο μήλο. Ήταν μεσημέρι. Άλλα παιδιά τρώγανε, άλλα ερχόντουσαν. «Πώς τις είδατε λοιπόν τις μπίζνες του Βατοπεδίου;». Στην αρχή με κοίταξε πλάγια. Τα παιδιά τον φώναζαν λες και ήταν ο αγαπημένος τους θείος. «Κοίτα, το έφαγα». Τα μεγαλύτερα του μιλούσαν σαν φιλαράκια. Σίγουρα είχαν παίξει ποδόσφαιρο μαζί του. «Εσύ τι γνώμη έχεις» με ρωτάει ενώ τον φωτογράφιζα. Του είπα κυρίως για τις ευθύνες των πολιτικών που είναι φανερό ότι συναλλάχθηκαν με τον Εφραίμ. «Άλλοι για να σώσουν την ψυχή τους, άλλοι για τις ορθοδόξους ψήφους». «Θα δούμε τι θα δείξουν και οι λογαριασμοί, τα λεφτά είναι πολλά» του είπα ενώ είχαμε βγει από την τραπεζαρία. «Άκου να σου πω», μου φώναξε, αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω στα μάτια. «Τα λεφτά της Εκκλησίας, τα οικόπεδα, τα σπίτια, οι περιουσίες, όλα αυτά που συζητάμε ανήκουν μόνο σε αυτούς που πεινάνε και σε κανέναν άλλο». Ήταν βουρκωμένος και για μια στιγμή στενοχωρήθηκα που τον είχα φέρει σε δύσκολη θέση.

Σκέφτεστε πόσα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν με αυτά τα λεφτά;
Όταν οι μικροί παπάδες- γιατί υπάρχουν και άλλοι που προσπαθούν- μπορούν να κάνουν τόσα πράγματα χωρίς λεφτά, σκεφθείτε τι θα μπορούσαν να κάνουν όλα αυτά τα «μεγάλα μυαλά» με τα εκατομμύρια. Αλλά ποιος νοιάζεται για τον φτωχό κόσμο; Δηλαδή, πού είναι οι ηγεσίες, πού είναι όλοι αυτοί, όταν είναι γνωστό ότι παντού υπάρχουν παιδιά σε κίνδυνο.


Εσάς δεν σας έχουν βοηθήσει; Στα λόγια; Όλοι. Αν δεν ήταν ο απλός κόσμος δεν θα είχα κάνει τίποτα. Εχθές πάλι ήρθε μια μητέρα που έχασε το παιδί της και τέλος πάντων αντί για στεφάνια έφεραν τα χρήματα εδώ. Μας βοηθούν και κάποιοι πλούσιοι που δεν θέλουν να λέμε το όνομά τους.

Συγγνώμη, τόσα χρόνια δεν έχει βρεθεί μια πλούσια Μητρόπολη, ένα πλούσιο μοναστήρι,να σας βοηθήσει;
Δεν θέλω να συζητάω αυτά τα πράγματα, εμείς απομονωθήκαμε εδώ και κάνουμε τον δικό μας αγώνα. «Αντί να καταριόμαστε το σκοτάδι ας ανάψουμε ένα σπίρτο». Υπάρχει πάντως λίγη πίκρα ότι κάναμε τόσες προσπάθειες χωρίς καμία βοήθεια και κάποιοι άλλοι μπαινόβγαιναν στα γραφεία και έπαιρναν εκατομμύρια. Και εμείς δεν θέλαμε τα λεφτά για την πάρτη μας...
 

Θα μου επιτρέψετε να επιμείνω. Λεφτά από την επίσημη Εκκλησία δεν έχετε πάρει ποτέ;
Τον μισθό μου. 700 τότε και τώρα παίρνω 1.000 ευρώ. Δέκα χρόνια που κάνουμε αυτή την προσπάθεια δεν πήραμε άλλα λεφτά, ίσως γιατί τα περισσότερα παιδιά είναι από άλλες χώρες, μουσουλμανάκια κυρίως. Και πάντα κάποιος βρισκόταν και μας έλεγε «με τους ξένους ασχολείσθε;». Δηλαδή αυτόν που θα έρθει και θα μου χτυπήσει την πόρτα θα τον ρωτήσω από πού είσαι;

Από τις υπηρεσίες του κράτους έχετε παράπονα;
Παντού υπάρχουν και καλοί άνθρωποι. Εγώ βέβαια ποτέ δεν χώθηκα στα γραφεία, δεν έγλειψα και δεν ζήτησα κάτι για μένα. Η Κτηματική δεν μας έδινε ένα κουτούκι στον Κολωνό να βάλουμε τα παιδιά και τώρα ακούμε ότι παραχωρούσε ολόκληρες περιοχές. Όργια. Τι άλλο να πω;

Κάποτε ένας πολιτικός υποστήριζε ότι η εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία πρέπει να πάει στον λαό.
Εγώ θα ξαναρωτήσω: Τι εξυπηρετεί η περιουσία αν δεν αποδίδεται στον λαό; Εκεί θα πρέπει να διοχετεύεται η αγάπη μας. Εγώ στην αρχή μπόρεσα να μοιράσω φαΐ, τώρα έχουμε 200 παιδιά και προσφέρουμε καταλύματα σε 22 μονογονεϊκές οικογένειες. Ανάλογα να πράξουν και όλοι οι άλλοι. Όλα τα άλλα είναι προκλητικά.

No comments:

Post a Comment