Σελίδες

Tuesday, 2 December 2008

Ο ΖΑΪΡΙΝΟΣ ΣΩΤΗΡΑΣ ΜΑΣ ΕΙΧΕ AIDS

Είναι οκτώ το πρωί, Ξυπνάω από φωνές, σαματά και θόρυβο που μοιάζει με πυροβολισμούς. Η πόρτα ανοίγει και μπαίνει φουριόζος ο πατέρας μου. «Ντύσου!» μου λέει. «Βάλε δυο ρούχα σε μια τσάντα και να είσαι έτοιμη να φύγουμε. Για όνομα του Θεού, γρήγορα!». Τρόμαξα. Δεν τον είχα δει ποτέ μου έτσι. Πετά­χτηκα από το κρεβάτι μου και έτρεξα στο σαλόνι. Πλησίασα στο παράθυρο για να δω τι συμβαίνει όταν τον άκουσα ξανά: «Μακριά από τα παρά­θυρα!».
Λίγα λεπτά αργότερα είχα καταλάβει. Επανάσταση στην πρωτεύουσα της αφρικανικής χώρας. Ο δρόμος ήταν γεμάτος στρατιώτες που κουβαλού­σαν όπλα και πυροβολούσαν ό,τι εκινείτο. Μείναμε τρέμοντας στο κέντρο του σαλονιού. Η γαλλική πρεσβεία 300 μέτρα πιο κει, αλλά δεν μπορούσαμε να κάνουμε ούτε βήμα. Ο πατέρας μου είχε βγάλει στις εισόδους του κτιρίου χαρτόκου­τα με λεφτά, με την ελπίδα ότι αν τα έπαιρναν θα μας άφηναν ήσυχους. Έτρεμε στην ιδέα ότι θα πάθουμε κάτι η μητέρα μου, εγώ - 18 χρόνων τότε - και η αδελφή μου - μόλις οκτώ. Οι ελπίδες του κατέρρευσαν όταν ακούσαμε να σπάνε την είσο­δο του διώροφου που μέναμε. Όρμησαν επάνω και σαν να μην ήμαστε εκεί άρχισαν να σπανέ τα πάντα μέσα στο σπί­τι. Κανείς δεν μιλούσε. Ο πατέ­ρας μου μας είχε κολλήσει και τις τρεις σε μια γωνία και προ­σπαθούσε να μας κρύψει με το σώμα του.
Ήταν πέντε στρατιώτες, με όπλα στα χέρια, μάτια που γυά­λιζαν από την πολλή μπίρα -γιατί όπως μάθαμε αργότερα εί­χαν σπάσει πρώτα τα εργοστά­σια ζυθοποιίας - και άγριες διαθέσεις. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Βούτηξαν τον πατέρα μου και τον κατέβασαν κατρακυλώντας τις σκάλες. Η μάνα μου ούρλιαζε. Ένας στρατιώτη^ πήρε με τη βία το ηλεκτρονικό παιχνίδι που κρατούσε η μικρή μου αδελφή. «Γιανγκό αζά να γκάι» (=«Αυτό είναι δικό μου») της είπε. Πήραν τη μάνα μου και την έσερναν στην κρεβατο­κάμαρα για να τη βιάσουν, ένας άλλος πλησίασε εμένα. Ο πατέρας μου με είχε μάθει από μι­κρή να κρατάω την ψυχραιμία μου. Ήξερα πως τίποτε δεν θα τους σταματούσε. Τίποτε εκτός από τη δεισιδαιμονία. Τότε τους μίλησα στη γλώσσα τους για τον Θεό. Για τους θεούς της Ελλάδας που δεν αφήνουν κανέ­ναν ατιμώρητο. Τους είπα πολ­λά και υπερβολικά. Για τα δεινά που θα τους έβρισκαν. Κάποιος από όλους τους θεούς με άκου­σε. Τρόμαξαν και μας παράτη­σαν και τις τρεις στην ησυχία μας.
Ο πατέρας μου ήταν ακόμη κάτω. Τον είχαν πετάξει στο πεζοδρόμιο και του τράβηξαν μία με το όπλο. Ευτυχώς που ο επίδοξος δολοφόνος του ήταν μεθυσμένος και δεν τον πέτυ­χε. Χτύπησε ένα κομμάτι από το πεζοδρόμιο και τον τραυμά­τισε στον ώμο. Τότε κατέφτασε ο σωτήρας μας. Ήταν ένας οδηγός που είχε κάποτε ο πα­τέρας μου στη δούλεψη του, αλλά που επειδή αρρώστησε με AIDS η μάνα μου επέμενε να τον απολύσει.
Ο πατέρας μου του βρήκε αλλού δουλειά και του έδινε κάθε μήνα λεφτά για φάρ­μακα και φαγητό. «Δικός μου είναι ο άσπρος» γάβγισε στον στρατιώτη που πάλευε να ξαναπυροβολήσει τον πατέρα μου. «Εγώ θα τον σκοτώσω, μου έχει κάνει πολλά». Ο στρατιώτης παραμέρισε και ο οδηγός βού­τηξε τον πατέρα μου από τον σβέρκο και τον πέταξε μέσα στο φορτηγό. «Εγώ θα σε σώ­σω» του είπε. «Τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου!» τον παρακά­λεσε εκείνος. Ο οδηγός όρμησε στο σπίτι, έβαλε τη μάνα μου μπροστά, πήρε αγκαλιά την αδελφή μου, μου έπιασε το χέρι και κατεβήκαμε. Μας πήγε στη γαλλική πρεσβεία και δεν έφυ­γε προτού περάσουμε όλοι το κατώφλι της. Προτού μπει ο πα­τέρας μου τον αγκάλιασε και τον φίλησε και στα δύο του μά­γουλα χωρίς να μπορεί να αρθρώσει λέξη. «Εσύ με έσωσες πρώτος» ήταν τα λόγια του οδη­γού. Τον έλεγαν Ντιε Ντονέ που σημαίνει «Θεέ, δώσε». ·
Σεπτέμβριος 1991. Κινσάσα, Ζαΐρ.
Εύη Καβάκου
επιμελεια: λενα παπαδημητριου
2 Δεκεμβρίου 2007 ΒΗΜagazino

No comments:

Post a Comment