Πολλά μωράκια υποφέρουν συχνά από πόνους στην κοιλίτσα, διάρροια και
φουσκώματα, που οφείλονται στην αδυναμία του οργανισμού τους να ανεχθεί
τη λακτόζη.
Η λακτόζη είναι ένας υδατάνθρακας που περιλαμβάνεται στο μητρικό γάλα,
αλλά συνήθως και στις βρεφικές τροφές, ο οποίος σε μερικές περιπτώσεις
δεν γίνεται ανεκτός από το βρεφικό εντεράκι. Αυτό συμβαίνει όταν στον
οργανισμό του μωρού δεν παράγεται επαρκώς η λακτάση, το ένζυμο που είναι
υπεύθυνο για τη διάσπαση της λακτόζης και τη χρησιμοποίησή της από τον
οργανισμό.
Η έλλειψη των ζωτικής σημασίας αυτών ενζύμων από τον βρεφικό οργανισμό
συνήθως οφείλεται σε άλλους εξωτερικούς παράγοντες, όπως είναι η οξεία
γαστρεντερίτιδα, ενώ κάποιες χρόνιες ή οξείες λοιμώξεις και ορισμένα
φάρμακα μπορεί να προκαλέσουν επίσης παροδικά αυτή την
έλλειψη.
Η λακτόζη είναι ο σημαντικότερος υδατάνθρακας του γάλακτος και
αποτελεί συστατικό όλων των γαλακτοκομικών προϊόντων.
Συμβαίνει μερικές φορές στα μικρά βρέφη, μετά από μία ιογενή
γαστρεντερίτιδα, το τμήμα των κυττάρων του εντέρου που περιέχει το
ένζυμο λακτάση που είναι υπεύθυνο για την αφομοίωση της λακτόζης να
χάσει για λίγο καιρό την ακεραιότητά του και να μην παράγει την
ποσότητα λακτάσης που είναι απαραίτητη για την αφομοίωση της λακτόζης,
με αποτέλεσμα το μωρό να παρουσιάζει πόνο στην κοιλιά μετά το γάλα και
διάρροιες.
Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να απευθυνθείτε στον
παιδογαστρεντερολόγο ο οποίος θα υποβάλλει το μωρό σε μία απλή εξέταση
(Test λακτόζης), και εάν πιστοποιήσει πρόβλημα στην αφομοίωση της
λακτόζης θα συστήσει ειδικό γάλα, που μπορεί να περιέχει κάποιον άλλο
υδατάνθρακα (σύνθετους πολυσακχαρίτες, άμυλο καλαμποκιού, πολυμερή
γλυκόζης) για κάποιο χρονικό διάστημα που κυμαίνεται από 2 εβδομάδες
μέχρι 1 μήνα.
Υπάρχουν, ακόμη, και σοβαρές περιπτώσεις έλλειψης του ενζύμου που
μπορεί να οφείλονται σε κάποια γενετική ανωμαλία.
Σε αυτή την περίπτωση, τα συμπτώματα εκδηλώνονται αμέσως μετά τη
γέννηση, μετά την πρώτη σίτιση του μωρού με γάλα και είναι πολύ σοβαρά.
Ευτυχώς αυτή η περίπτωση είναι σπανιότατη και όταν υπάρξει, η διάγνωση
μπαίνει αμέσως. Τα συμπτώματα από τη δυσανεξία της λακτόζης συνήθως
είναι τα εξής: ναυτία, κοιλιακός πόνος, έντονη κινητικότητα του εντέρου,
φούσκωμα και υδαρείς κενώσεις.
Αντιμετώπιση
Τα μικρά που παρουσιάζουν αυτό το πρόβλημα δεν πρέπει να λαμβάνουν με την τροφή τους λακτόζη. Πρέπει, λοιπόν, να αποφεύγετε να δίνετε στο μωράκι σας όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα παράγωγά τους, όπως και τις βρεφικές τροφές που φτιάχνονται από γάλα αγελάδας. Σήμερα κυκλοφορούν βρεφικές τροφές χωρίς λακτόζη, που περιέχουν ειδικούς υδατάνθρακες από σιρόπι καλαμποκιού σε στερεά μορφή. Αυτοί είναι σύνθετοι πολυσακχαρίτες μορίων γλυκόζης που θα απαλλάξουν το μωρό σας από τις ανεπιθύμητες παρενέργειες της λακτόζης.
Τα μικρά που παρουσιάζουν αυτό το πρόβλημα δεν πρέπει να λαμβάνουν με την τροφή τους λακτόζη. Πρέπει, λοιπόν, να αποφεύγετε να δίνετε στο μωράκι σας όλα τα γαλακτοκομικά προϊόντα και τα παράγωγά τους, όπως και τις βρεφικές τροφές που φτιάχνονται από γάλα αγελάδας. Σήμερα κυκλοφορούν βρεφικές τροφές χωρίς λακτόζη, που περιέχουν ειδικούς υδατάνθρακες από σιρόπι καλαμποκιού σε στερεά μορφή. Αυτοί είναι σύνθετοι πολυσακχαρίτες μορίων γλυκόζης που θα απαλλάξουν το μωρό σας από τις ανεπιθύμητες παρενέργειες της λακτόζης.
Ο παιδογαστρεντερολόγος θα σας συστήσει για πόσο διάστημα θα χρειαστεί να
δώσετε στο μωρό σας την ειδική αυτή δίαιτα.
iatronet
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι μια διατροφική διαταραχή που σχετίζεται με την αδυναμία του οργανισμού να διασπάσει σωστά ένα σάκχαρο που λέγεται λακτόζη, το οποίο υπάρχει στο γάλα και στα γαλακτοκομικά προϊόντα. Η αδυναμία αυτή εκδηλώνεται όταν ο οργανισμός δεν παράγει σε επαρκείς ποσότητες το απαραίτητο για τη διάσπαση της λακτόζης ένζυμο, το οποίο λέγεται λακτάση.
Όπως εξηγεί η Εθνική Υπηρεσία Πληροφόρησης για τις Πεπτικές Νόσους (ΝDDΙC) των ΗΠΑ, μερικοί άνθρωποι έχουν προδιάθεση στην ανάπτυξη της δυσανεξίας αυτής λόγω οικογενειακού ιστορικού, ενώ άλλοι την εκδηλώνουν εξαιτίας κάποιου ιατρικού προβλήματος, όπως η νόσος κοιλιοκάκη και η νόσος του Crohn.
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι συχνή, καθώς προσβάλλει έναν στους εννέα
ανθρώπους έως την ηλικία των 20 ετών.
Πώς μπορεί κανείς να καταλάβει εάν πάσχει από αυτήν;
Πώς μπορεί κανείς να καταλάβει εάν πάσχει από αυτήν;
Σύμφωνα με την ΝDDΙC, έπειτα από την κατανάλωση γάλακτος ή γαλακτοκομικών
προϊόντων οι πάσχοντες μπορεί να παρουσιάσουν μία σειρά από πιθανά
προειδοποιητικά συμπτώματα, όπως τυμπανισμό, κοιλιακές κράμπες, ναυτία ή
διάρροια και πόνο στην κοιλιά.
Γενικότερα μπορεί να εκδηλώσουν προβλήματα όπως υποσιτισμό, αργή
ανάπτυξη και απώλεια βάρους.