Σελίδες

Sunday, 7 November 2010

«Είναι μάνα, γιε μου, ξέρεις τι θα πει μάνα;»

Καλό μου χαμομηλάκι γεια σου, η ιστοριούλα είναι αληθινή.
Το άκουσμα, «πως μια μάνα τύλιξε το μωρό της σε κουβέρτα και το πέταξε στα σκουπίδια», δεν ήθελα να το πιστέψω. Αλλά η εικόνα; 
Πως διαψεύδεται η εικόνα; Με λυγίζει, νοιώθω τόσο αδύναμος να κάνω κάτι, τι όμως; Πως; Που; Πότε; Με ποιους; 
Οι άλλοι είναι τόοοοοοοσο μακριά κι ας είναι δίπλα σου.
Είναι μάνα, γιε μου, ξέρεις τι θα πει μάνα;

Ο Κλεισθένης γράφει στην  "Ιδεοπηγή".

Είμαι στην αυλή σε ιεροτελεστία, πρωινός καφές, δύο απολαύσεις , η πρώτη ρουφηξιά με το καϊμάκι και η τελευταία πριν το κατακάθι.
«Γιε μου, σού ’χω πει όχι αποτσίγαρα στις γλάστρες». Την αγκαλιάζω, «Είναι λίπασμα μάνα». Με αποφεύγει, «Ο καρκίνος λίπασμα; Ωχ! Καημένε!»
Η κυρά-Βαγγελιώ, η μάνα μου, θες να γίνεις εχθρός της; Πείραξέ της τους βασιλικούς, αν τολμάς.
«Έλα να μου κάνεις μια δουλειά». «Εδώ σ’ αυτή την τρύπα έχει γεννήσει η κουνέλα, δεν ξέρω πως έφυγε απ’ την κλούβα, να μου βγάλεις τα κουνελάκια»
Εντολή της κυρά-Βαγγελιώς δεν μπορείς να αγνοήσεις.
Παίρνω την αξίνα και γκάπ και γκούπ ξεκινώ το σκάψιμο.
Να! Όμως, που κάποιος έχει αντίρρηση, η κουνέλα επιτίθεται στην αξίνα, τα δόντια της δαγκώνουν τ’ ατσάλι. Πετάω την αξίνα, την παίρνω αγκαλιά, την χαϊδεύω και τη δίνω στη μάνα μου. «Μάνα κράτησέ την, μου φαίνεται η κουνέλα έχει πιο πολύ μυαλό, με την αξίνα μπορεί να χτυπήσω τα κουνελάκια».
Παίρνω το μυστρί, χράπ-χρούπ προσπαθώ ν’ ανοίξω την τρύπα. Μ’ ένα τίναγμα του κορμιού ξεφεύγει και μ’ ένα σάλτο μού ’ρχεται πάλι κοντά, με τη μουσούδα της μου σπρώχνει τα χέρια.
Διαμαρτύρομαι, «κράτα καλά το ζωντανό μάνα, το λυπάμαι, να τελειώσω γρήγορα»
«Κρατιέται το ζωντανό»; «είναι μάνα, γιε μου, ξέρεις τι θα πει μάνα»;
Η τρύπα άνοιξε αρκετά, χώνω το χέρι μου βαθειά, πιάνω μια χνουδωτή ζεστή μπαλίτσα.
Ένα, δύο, ….. εφτά, οχτώ. Τα βάζω στη φωλιά. Δεύτερο σάλτο απ’ τη φωλιά η κουνέλα ξανά πάνω απ’ την τρύπα, γονατίζω. «Μάνα, θα ’χει κι άλλο κουνελάκι μέσα στη τρύπα».
Ξαναχώνω το χέρι, η κουνέλα δεν μ’ ενοχλεί, παρακολουθεί ανήσυχη. «Νάτο!» Φωνάζω ενθουσιασμένος, «εννιά είναι τελικά».
Η κουνέλα πάει στη φωλιά δίπλα στα μικρά της και όλα ηρεμούν. Σε λίγο κρυφοκοιτάζω, με μυρίζεται, ανασηκώνει το κεφάλι και το ένα αυτί, μ’ αναγνωρίζει και ηρεμεί. Ξαπλωμένη, ήρεμη, δείχνει ευχαριστημένη, ευτυχισμένη, θηλάζει τα μικρά της.

No comments:

Post a Comment