Σελίδες

Saturday, 5 March 2011

Δεν ξέρω τι να παίξω στα παιδιά

της Πέμης Ζούνη

Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν μια μικρή ηλιόλουστη χώρα… Είχε ψηλά βουνά με δάση, είχε πεδιάδες, ποτάμια, λίμνες, είχε και πολλά νησιά, άλλα πράσινα κι άλλα με λευκά βράχια.
Είχε ανθρώπους ανήσυχους, πολυμήχανους και ανθεκτικούς. Αγαπούσαν τη θάλασσα, αγαπούσαν και τη σκέψη. Τους άρεσαν πολύ τα παραμύθια. Έφτιαχναν τεράστια παραμύθια για τους θεούς τους, για τον πόλεμο και για τον έρωτα. Χιλιάδες στίχους, που τους μάθαιναν απ΄έξω και τους παρέδιδαν στην επόμενη γενιά. Ήταν ένας τρόπος για να σκεφτούν παίζοντας, για να ξορκίσουν τα λάθη, για να διαλέξουν «το σωστό». Κάποια στιγμή σκέφτηκαν πως οι ύμνοι και οι χοροί για τους θεούς τους θα μπορούσαν να συνδυαστούν με τις ιστορίες των βασιλιάδων, και γιατί όχι των απλών ανθρώπων, και να τους δώσουν τη χαρά της συζήτησης. Κι έφτιαξαν το θέατρο. Ήταν οι πρώτοι που πρότειναν αυτό το παιχνίδι στη γη.

Ποτέ δεν ήταν εύκολα τα πράγματα γι΄αυτή τη μικρή χώρα. Ακόμα κι όταν κάποια στιγμή στην ιστορία της είχε απλωθεί από τη δύση ως την ανατολή. Πόσο μάλλον αργότερα, που ξανάγινε μικρή. Είχε όμως μια κρυφή δύναμη που πάντα τη στήριζε: αυτή η χώρα ήταν κατά βάθος μεγάλη. Είχε την πιο όμορφη γλώσσα του κόσμου, τη γλώσσα της σοφίας.  Είχε τους πιο όμορφους ναούς, τους πιο μεγάλους επιστήμονες, τους πιο υπέροχους ποιητές. Με λίγα λόγια, φρόντιζε για την υγεία του νου. Γι΄αυτό, χάρισε στον πλανήτη ένα ακόμα δώρο: τη δημοκρατία.

Ήταν λοιπόν πολύ μεγάλη για να μην τη ζηλεύουν. Έτσι δεν είχε ποτέ αληθινούς φίλους. Παρ΄όλα αυτά, οι άνθρωποί της πάντα τα έβγαζαν πέρα με την κρυφή τους δύναμη.

Τα χρόνια πέρασαν, οι πόλεμοι μεταμφιέστηκαν με πολλές μορφές, η Τέχνη και η σκέψη θάμπωσαν λίγο, δεν υπήρχε πολύς καιρός για συζήτηση, οι έννοιες μπερδεύτηκαν, τα δαιμόνια μιας περίεργης «εξέλιξης» τρύπωσαν στην ανθεκτική και περήφανη ψυχή των ανθρώπων. Ήρθαν δύσκολοι καιροί. Όχι, όχι αυτοί που η χώρα ήταν σκλαβωμένη για αιώνες. Τότε θα πρέπει να ήταν πιο εύκολα. Απόδειξη ότι τίποτα δεν έχασαν τότε. Μόνο λίγο πιο φτωχοί έγιναν. Ποτέ, όμως, στο πνεύμα και την ψυχή.

Οι δύσκολοι καιροί είναι όταν έρχεται η διχόνοια. Παλιά, στέρεη λέξη: διχάζεται ο νους. Διχάζεται η ψυχή. Οι χαρούμενοι και ανθεκτικοί άνθρωποι ψάχνουν τώρα τον εχθρό ανάμεσά τους. Κι αυτό είναι πραγματική δυστυχία. Κάτι δεν πήγε σωστά. Και καταλαβαίνουν ότι ξεμάκρυναν από τη σκέψη. Ξεμάκρυναν απ΄τις ιδέες που αγαπούσαν, απ΄τις ιδέες που τους ένωναν. Ξεμάκρυναν από τον πολιτισμό.  Έμειναν τα δώρα τους στα χέρια των άλλων. Έμεινε σ΄αυτούς ένας θυμός. Όχι για τους άλλους, για τους ίδιους τους εαυτούς τους. Που επέτρεψαν να γίνει αυτό.

Δεν έχει άσχημο τέλος το παραμύθι. Κανένα παραμύθι δεν έχει άσχημο τέλος. Πόσο μάλλον για εκείνους που πορεύτηκαν πάντα χωρίς φίλους, αλλά με πολλή δύναμη. Που ξέρουν στο τέλος να καθαρίζουν τη ματιά τους απ΄τη σκόνη, να ανατρέχουν στους δικούς τους σοφούς, στη κατάδική τους έννοια της δημοκρατίας και του σεβασμού. Θα τη βγάλουν τη μικρή μεγάλη τους χώρα απ΄την τρικυμία. Η ιστορία της δεν τελειώνει εδώ.

aixmi

No comments:

Post a Comment