Σελίδες

Sunday, 11 March 2012

Τα εγκυκλο-παιδικά: ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ, ΑΙΑΚΟΣ και ΜΙΝΩΣ

Ο Ραδάμανθυς, ο Μίνως και ο Αιακός
ως κριτές του Άδη.
 
Παράσταση επί αγγείου της Κανώπης (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΖ΄, σελίδα 242)

ΡΑΔΑΜΑΝΘΥΣ

Κατά τις μυθολογικές παραδόσεις του Ομήρου, είναι υιός του Δία από την αρπαγμένη θυγατέρα Ευρώπη, του βασιλιά της, Φοίνικα (ή Αγήνορα) της Φοινίκης, με την οποία γέννησε τον Μίνωα και τον Σαρπηδόνα.
Κατά τους νεώτερους μύθους λέγεται υιός του Αστερίων ή Αστερία, συζύγου της Ευρώπης στην Γόρτυνα, όπου την εγκατέλειψε αυτή ο θείος εραστής. Άλλος μύθος παραδίδει τον Αστερίωνα άτεκνο να υιοθετεί τους τρεις υιούς του Δία, εις τους οποίους αφήνει την βασιλεία. Κατά τον Έφορο (Στραβ. 476) υπήρξε Ραδάμανθυς προγενέστερος του ομώνυμου αδελφού του Μίνωα «δικαιότατος ἀνήρ, ὃς δοκεῖ τήν νῆσον (Κρήτη) ἐξημερῶσαι νομίμοις καί συνοικισμοῖς πόλεων καί πολιτείαις», αυτό δε, πρώτο συστηματικό νομοθέτη, κατά τον Αριστοτέλη, μιμήθηκε ο Μίνωας. Ο Ραδάμανθυς εξορίστηκε από τον αδελφό του Μίνωα και ίδρυσε αποικία κοντά σε νησιά, όπου βασίλεψε και εγκατέστησε ηγεμόνες. Έτσι έγινε ο αρχηγός των πολλών κατόπιν κρητικών αποικιών στα παράλια των ελληνικών χωρών. Αυτός δε αποκαταστάθηκε στην Βοιωτία, όπου νυμφεύθηκε στην Θήβα την χήρα του Αμφιτρύωνα Αλκμήνη και έγινε διδάσκαλος του υιού της Ηρακλή. Όταν πέθανε μεταφέρθηκε από τον Δία στα Ηλύσια πεδία, φυλάγοντάς τα. Ως εκ τούτου νεώτεροι μύθοι αναφέρουν αυτόν, βασιλιά στα νησιά των Μακάρων, όπου λέγεται πως τελέσθηκε ο γάμος του, και δικαστή στον Άδη με τους αδελφούς του Μίνωα και Αιακό. Οι μύθοι, οι ποιητές και οι συγγραφείς συμφωνούν ότι ο Ραδάμανθυς υπήρξε από όλους τους ανθρώπους ο πιο δίκαιος. Από όσα γενικά παραδίδονται γι’ αυτόν, εξάγεται ότι θεωρούνταν το ιδανικό της απόδοσης της δικαιοσύνης. Ο Παυσανίας (7, 3, 7) αναφέρει τον υιό του Ερυθρό, οικιστή της εν Μικρά Ασίας Ερυθραίας, και Γόρτυνα (8, 53, 4), οικιστή της Κρητικής Γόρτυνας. Ο Επιμενίδης, κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο (Ι, 122) έγραψε έπος 4.000 στίχων «Περί Μίνω καί Ραδάμανθυος» και ο Ευριπίδης Δράμα «Ραδάμανθυν»
Πηγή:  Γενεράλις Εμμανουήλ, Γυμνασιάρχης, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΚΑ, σελίδες 7 -8

ΜΙΝΩΣ

Οι περί σκληρότητας αυτού μύθοι βεβαίως
προήλθαν από ζηλοφθονίες των Αθηναίων
και του σωβινισμού τους, λόγω του οποίου
δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν
την κυριαρχία του Μίνωα.

Όπως ο Μωυσής ανέβηκε στο όρος για να λάβει τις 10 εντολές, έτσι και ο Μίνωας, στην Κρήτη, ανέβαινε κάθε 1 ή 2 χρόνια στο ιερό βουνό και παρέμενε επί 3μηνο η 6μηνο όπου και νομοθετούσε (Πηγή: Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 14, άρθρο «Αρχαία Ελληνικά Μυστήρια, Μύθοι και Χριστιανισμός», Βασίλης Χλέτσος, σελίδα 15)
Απολογητής: 2. Ο Μίνωας εθεωρείτο και μέγιστος νομοθέτης. Λέγονταν πως τους νόμους, τους λάμβανε κάθε 9 έτη (αυτό ερμηνεύεται έτσι: «ἐννεώρος βασίλευε») σε σπήλαιο της Ίδης από τον Δία. Σε αυτόν αποδίδονταν η δωρική νομοθεσία. Έτσι λοιπόν ενώ οι νεοΕθνικοί απορούν και δεν δέχονται πως ο ίδιος Θεός (ο Ων = Γιαχβέ) «32 Ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός τοῦ Ἀβραάμ και ὁ Θεός τοῦ Ἰσαάκ και ὁ Θεός τοῦ Ἰακώβ; Δεν εἶναι ὁ Θεός Θεός νεκρῶν, ἀλλά ζώντων. » κατά Ματθαίον ΚΒ΄32, είναι αδύνατον να έδωσε την «Παλαιά Διαθήκη» και μετά να την άλλαξε με την «Νέα Διαθήκη», ανάλογα με την ηθική πρόοδο των ανθρώπων,  «16 Καί οὐδείς βάλλει ἐπίρραμμα ἀγνάφου πανίου ἐπί ἱμάτιον παλαιόν· διότι ἀφαιρεῖ τό ἀναπλήρωμα αὐτοῦ ἀπό τοῦἱματίου, καί γίνεται σχίσμα χειρότερον. 17 Οὐδέ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκούς παλαιούς· εἰ δέ μή, σχίζονται οἱ ἀσκοί, καί ὁ οἷνος ἐκχέεται καί οἱ ἀσκοί φθείρονται· ἀλλά βάλλουσιν οἷνον νέον είς ἀσκούς νέους, καί ἀμφὀτερα διατηροῦνται.» κατά Μάρκον Β’ 22 , εντούτοις δεχόμενοι την αρχαία θρησκεία οφείλουν να παραδεχτούν πως την νομοθεσία που έδωσε και έδιδε ο Ζευς προς τον Μίνωα μέσα σε ένα σπήλαιο, που ήταν και υιός του, την άλλαξε όχι μόνο μια φορά, αλλά συνεχώς κάθε 9 (κατά τον κ. Χλέτσο κάθε 1 ή 2 ) χρόνια!
 
Βασιλιάς της Κρήτης, υιός του Δία και της Ευρώπης. Την αρχή την έλαβε απ’ ευθείας από τον Δία, κατ’ άλλους όμως από τον Αστερίωνα, στον οποίο ο Ζευς έδωσε ως σύζυγο την Ευρώπη. Ο Αστερίων αυτός ίσως είναι ο Αστέριος ή Αστερίων Ζευς. Ο Μίνως είχε αδελφούς από τον Δία, τον Ραδάμανθυ και τον Σαρπηδόνα. Από αυτούς ο τελευταίος νικήθηκε από τον Μίνωα, ο οποίος δια θαύματος απέδειξε την υπεροχή του, και έφυγε στην Μ. Ασία. Ο Μίνως είχε πολλά τέκνα, των οποίων τα περισσότερα εκ της νομίμου συζύγου του Πασιφάης (τον Κατρέα, Δευκαλίωνα, Γλαύκο, Ανδρόγεων, Αχακαλλίδα, Αριάδνη, Φαίδρα, Ξενοδίκη), αλλά και εξ άλλων, όπως των νυμφών Παρίας, Δεξιθέας και Φρονίας, και ήταν εραστής... 
της Βριτομάρτιας και της Εριβοίας. Οι απιστίες του Μίνωα προς την σύζυγο ανάγκασαν αυτήν να μεταχειρισθεί μαγικό μέσον, με το οποίο πέθαιναν όσες πλησίαζαν στην αγκαλιά του και γεννούσαν μόνο Έχιδνας, σκορπιούς και παρόμοια τέρατα. Εκ του κάκου τούτου τον απήλλαξε η Πρόκρις δια τεχνάσματος. Ο Μίνωας θεωρείτο και ως εισηγητής των παιδικών ερώτων εν Κρήτη, δια του ερωτά του προς τον Μίλητο και τον Θησέα, που του έδωκε την Φαίδρα. Έζησε 3 γενεάς προ των τρωικών, αφού ήταν πάππους του Ιδομενέα, υιού του Δευκαλίωνα. η γέννηση του Μινώταυρου από την γυναίκα του ήταν αποτέλεσμα εκδικήσεως του Ποσειδώνα, διότι δεν θυσίασε τον ωραίο ταύρο, τον οποίο έλαβε από αυτόν με επίκληση, αλλά άλλον αντί αυτού. Ο Ποσειδώνας ενέπνευσε αθέμιτο έρωτα στην Πασιφάη προς τον ταύρο, τον οποίο είχε καταλάβει μανία, και εκ τούτου προήλθε ο Μινώταυρος. Ο Μίνως κυριάρχησε στην Κρήτη ολόκληρη, ήτις ήταν εκατόμπολι, έχοντας ως έδρα την Κνωσό. Κατά τον Ησίοδο «Βασιλεύτατος γένοιτο θνητῶν βασιλήων, ἀνθρώπων Ζηνός ἒχων σκῆπτρον». Ίδρυσε πολλές πόλεις, μεταξύ των Οποίων την Κνωσό, Φαίστο και Κυδωνία, και κυριάρχησε και εκτός της Κρήτης (τα νησιά των Κυκλάδων ήταν υπό την εξουσία των υιών του καλούνταν Μινωΐδες), λέγονταν εφευρέτης ελαφρού πλοιαρίου, της επακτηρίδας, και καθάρισε την θάλασσαν από τους πειρατές. Η Αθήνα (την οποία προσέβαλε, διότι υπήρξε αίτια του φόνου του υιού του Ανδρόγεω, τον όποιον είχε αποστείλει κατά του ταύρου του Μαραθώνα) ήσαν υποτελείς σε αυτόν. Επίσης προσέβαλε τα Μέγαρα, τα όποια κατέλαβε δια προδοσίας της κόρης του βασιλέως Νίσου, Σκύλλα, η οποία έγινε ερωμένη του. Ο Μίνως εθεωρείτο και μέγιστος νομοθέτης. Λέγονταν πως τους νόμου τους λάμβανε κατά 9 έτη (αυτό ερμηνεύεται έτσι: «ἐννεώρος βασίλευε») σε σπήλαιο της Ίδης από τον Δία. Σε αυτόν αποδίδονταν η δωρική νομοθεσία. Η διοίκηση του ολόκληρη ήταν ήπια και εις άκρον δικαία, διό θεωρήθηκε ως ένας από τους 3 κριτές του Άδη με τους του Ραδάμανθυ και του Αιακού.
Οι σχέσεις του προς τον Δαίδαλο, τον καλλιτέχνη, τον οποίο οι Αθηναίοι θεώρησαν Αθηναίο που πήγε στην Κρήτη, συνδέονται με την εκπολιτιστική του επίδραση. Ο Δαίδαλος κατασκεύασε δι' αυτόν τον λαβύρινθο, για να εγκλειστεί εκεί μέσα ο Μινώταυρος. Αλλ' όταν ο Μίνως έμαθε ότι ο καλλιτέχνης βοηθούσε τους αθέμιτους έρωτες της γυναίκας του Πασιφάης προς τον ταύρο, κατασκεύασε ομοίωμα χάλκινο δαμάλι, εντός του οποίου κλείσθηκε η Πασιφάη, και έκλεισε αυτόν στον λαβύρινθο, από όπου αυτός απόδρασε με τον υιό του Ίκαρο δια τεχνιτών πτερύγων. Με τον μύθο αυτό του Δαίδαλου, συνδέεται και το τέλος του Μίνωα. Καταδιώκοντας με τα πλοία του τον Δαίδαλο, που έφυγε στην Σικελία, φιλοξενήθηκε από τον εκεί βασιλιά Κωκάλαο. Αυτός αντί να παραδώσει τον Δαίδαλο, έριξε τον φιλοξενούμενο Μίνωα σε ζεστό λουτρό παρασκευασμένο από τις θυγατέρες του και τον θανάτωσε. Οι οπαδοί του δεν μπόρεσαν να φύγουν από την Σικελία και τα πλοία τους κάηκαν υπό του Κωκάλου, και ίδρυσαν εκεί πόλη με το όνομα Μινώα προς τιμήν του βασιλέα τους, τον όποιον έθαψαν εκεί. Ο τάφος ούτος του Μίνωα λέγονταν ότι καταστράφηκε κατά την ίδρυση του Ακράγαντα και ότι τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Κρήτη, όπου αργότερα ο τάφος του θεωρήθηκε ως τάφος του Δία.
Νωρίς επικράτησε η γνώμη ότι υπήρξαν δύο βασιλείς με το όνομα Μίνως. Ο δεύτερος Μίνως θεωρήθηκε ως υιός του Λυκάστου, υιού του Μίνωα και την Ιτώνης. Η διάκριση έγινε, διότι υπήρχαν γεγονότα μη συμβιβαζόμενα με τον χαρακτήρα του αγαθού Μίνωα, όστις και κριτής των νεκρών δια την δικαιοσύνη έγινε. Γι’ αυτό ως Θαλασσοκράτορας και ως καταφέρνοντας να υποτάξει τους Αθηναίους θεωρήθηκε ο δεύτερος Μίνωας. Άλλος λόγος του διχασμού αυτού ήταν η επιθυμία των Δωριέων της Κρήτης να αναγάγουν την γενεαλογία τους μέχρι του Μίνωα, πράγμα όχι δυνατόν με τον ένα Μίνωα, αφού ούτε οι δύο δεν αρκούν για να καλύψουν όλο τον χρόνο. Εξ άλλου ο Δαίδαλος είναι γνωστόν ότι άκμασε τον Ζ' αιώνα, ενώ ο Μίνως τρεις γενεάς προ τα τρωικά.
Η Ιστορική αλήθεια, που κρύβεται πίσω από τον Μινωικό μύθο, είναι φανερά πολύ δε εναργεστέρα έγινε με την ανακάλυψη το μινωικού πολιτισμού. Ως ιστορικό πρόσωπον θεωρούσε τον Μίνωα και ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης. Οι μυθολόγοι αναζητούν φυσική εξήγηση των μύθων, δεχόμενοι τον Μίνωα ως εκπρόσωπο του Ηλίου ή της Σελήνης, άλλοι θεωρούν τον Μίνωα ως μορφή ταυροκεφάλου θεότητας ταυτίζοντας αυτόν προς τον Μινώταυρο. Μετά τις νεώτερες ανακαλύψεις ουδέν τούτων θεωρείται πιθανόν, ούτε η συσχέτιση του Μίνωα με τον Manu των Ινδιών. Μίνως μπορεί πολύ καλά να είναι τίτλος των βασιλέων - ιερέων της Κνωσού, αποδοθείς κυρίως εις ένα αυτών των μεταγενέστερων (όπως ο τίτλος Φαραώ στην Πάλαια Διαθήκη), στον οποίο απεδόθησαν γεγονότα άλλων φερόντων τον αυτό τίτλο. Η σχέση του Μίνωα με Ιερά πρόσωπα (Πασιφάη, Αριάδνη (=πανίερος) Ζευς στον τάφο του υπήρχε ιερό της Αφροδίτης κατά την παράδοση) είναι σύμφωνη προς τον θρησκευτικό χαρακτήρα των βασιλέων της Κνωσού. Η επέκταση της κυριαρχίας δια του ναυτικού επί Μίνωα θεωρείται τώρα ιστορικό γεγονός, αφού την μινωική επίδραση συναντούμε μέχρι την Ιβηρία. Το ότι είχε δικαστική εξουσία προερχομένη εξ αυτής της Ιερατικής του ιδιότητος ήταν αρκετόν δια να γεννήσει την ιδέα του κριτή του Άδη και η νομοθεσία του δεν φαίνεται απίθανη κατόπιν της ευρέσεως του επί πήλινων πινακίδων λογιστικού (ως φαίνεται) αρχείου της Κνωσού. Οι περί σκληρότητας αυτού μύθοι βεβαίως προήλθαν από ζηλοφθονίες των Αθηναίων και του σωβινισμού τους, λόγω του οποίου δεν ήθελαν να αναγνωρίσουν την κυριαρχία του Μίνωα. Η εκστρατεία του στην Σικελία δεν στερείται ιστορικής βάσεως, δεδομένου ότι πολλά σχετικά με τον μινωικό πολιτισμό ευρέθησαν εκεί. Η εισαγωγή κασσιτέρου και λιπαρίτη στην Κρήτη και οι σχέσεις με την Αίγυπτο δείχνουν την θαλασσοκρατορία του Μίνωα. Ο W. Ridgeway υποστήριξε την περίεργη θεωρία ότι ο Μίνως ως Αχαιός (αφού και ο Ιδομενεύς είναι Αχαιός) είναι όχι ο ιδρυτής άλλ' ο καταστροφέας του λεγομένου μινωικού πολιτισμού, ερχόμενος από την Παλαιστίνη. Οι περί του Μίνωα μύθοι χρησίμευσαν ως αντικείμενο λογοτεχνικών έργων και απεικονίσεων. Ο Επιμενίδης έγραψε ποίημα περί του Μίνωα και Ραδάμανθυ, ο Ιππόστρατος επίσης. Στον Πλάτωνα αποδόθηκε διάλογος «Μίνως». Οι τραγικοί μεταχειρίσθηκαν επίσης τους μύθους περί του Μίνωα. Έτσι ο Αισχύλος έγραψε: «Κρήσσας», ο Σοφοκλής «Μάντεις ἢ Πολύϊδον», «Δαίδαλον», «Καμικίους» ο Ευριπίδης «Κρῆτας». Οι κωμικοί ποιητές επίσης, ο Αριστοφάνης έγραψε «Κώκαλον» και «Δαίδαλον» και οι άλλοι ως ο Αλέξις, ο Αντιφάνης, ο Πλάτων, ο Εύβουλος, ο Νικοχάρης, ο Αναξίλας, ο Απολλοφάνης, έγραψαν δράματα με υπόθεση σχετική με τον Μίνωα. Από τους Λατίνους ο Accius έγραψε «Minos» ή «Minotaurus». Παραστάσεις του Μίνωα υπάρχουν στα νομίσματα της Κνωσού, Γόρτυνας, Ιεραπύτνης, και Φαίστου. Ως κριτής παρίσταται σε αγγείο της Κανώπης, ενώ με τον Θησέα και τον Μινώταυρο παρίσταται σε ανάγλυφα σαρκοφαγων.

Πλάτων. Ν. Ε., Φιλόλογος, Μεγάλη Ελληνική εγκυκλοπαίδεια, τόμος ΙΖ΄, σελίδες 241 -242

ΑΙΑΚΟΣ

 Όπως και τόσοι άλλοι θεοί και ήρωες (Απόλλων, Διόνυσος, Ηρακλής, Διόσκουροι κ.λ.π.) ο Αιακός ήταν καρπός ων ερώτων του Δία με θνητή γυναίκα, είναι υιός του Δία και της Αιγίνης (κατά άλλης παράδοση της Ευρώπης) μιας από τις 20 θυγατέρες του ποταμού Ασώπου, ο οποίος ρέει δίπλα στην Φλία της Αργολίδας. Η Αιγίνη αρπάχθηκε από τον Δία που είχε μεταμορφωθεί σε αετό, και δια μέσω του αιθέρα μεταφέρθηκε στο νησί Οινώνη, όπου από αυτήν μετονομάσθηκε Αίγινα, ο δε πατέρας της, αν και έμαθε στην Κόρινθο από τον Σίσυφο ότι ο άρπαγας είναι ο Ζευς, επέμεινε στην καταδίωξή του και κεραυνώθηκε και αναγκάστηκε να γυρίσει στα ρειθρά του και από τότε έφερε, κατά την παράδοση, σε αυτά άνθρακες (Απολ. 111, 12, 6). Η Αίγινα αργότερα συνεζεύχθη τον Άκτορα εκ του οποίου γέννησε τον Μενοίτιο, πατέρα του Πάτροκλου.
Και στον μύθο αυτό έχουμε μια παραλλαγή του αυτού φυσικού φαινομένου, εκ του οποίου προήλθαν πάντες οι μύθοι των ερώτων του Δία με τις θνητές, ιδίως τις γυναίκες: της ευφορίας του εδάφους δια της γονιμοποιητικής υγρασίας του ουρανού. Η ηρωίδα φέρνει το όνομα της νήσου, η οποία χρησίμευσε ως η πρώτη μητέρα της φυλής, η οποία τράφηκε στο έδαφός της. Ο μύθος ικανοποιεί και την φιλοδοξία του υπερήφανου γένους των Αιακιδών, του οποίου κλάδος είχε απλωθεί στην Ήπειρο, Μακεδονία εκ θηλυγονίας, Αθήνα, Κύπρο και Φωκίδα και ήταν απήχηση του αποικισμού Αργείων (Αχαιών) στην Αίγινα. Η ισχύς του Αιακού και η προς αυτόν αγάπη του πατρός ήταν τόση, ώστε μπόρεσε να γίνει αυτός μέγας προστάτης και της Ελλάδας όλης και της ιδιαίτερής του πατρίδας. Αυτό το νησί, όταν η Ήρα εκ μίσους προς την μητέρα του δηλητηρίασε τα ύδατα με φίδι και πέθαναν όλοι οι κάτοικοι που ήπιαν από αυτά, κατόρθωσε να επανοικίσει με τις παρακλήσεις του προς τον πατέρα του Δία, ο οποίος μεταμόρφωσε σε ανθρώπους τα μυρμήγκια που βρίσκονταν στην κουφάλα ενός Δρυ. Αυτοί οι άνθρωποι κλήθηκαν Μυρμιδόνες και κατοίκησαν αργότερα με τον υιό του Αιακού, Πηλέα, την Φθία και την Ελλάδα και εκεί εκστράτευσαν αυτοί και οι υιοί τους υπό της διαταγές του Πηλείδου Αχιλλέα κατά της Τροίας (Ομ. Ιλ. Α΄ 180). Την Ελλάδα όλη έσωσε ο Αιακός, όταν με τις ικεσίες του προς τον πατέρα απήλλαξε αυτήν από την θεομηνία της ξηρασίας, η οποία κατέστρεφε τα δένδρα και εξαφάνιζε ανθρώπους και ζώα με τον λιμό που προκαλούσε. Οι άρχοντες της Αίγινας και οι προεστώτες των Ελληνίδων πόλεων είχαν προσφέρει τότε, ευγνωμονώντας για την σωτηρία, θείες τιμές προς τον ήρωα, ανέγειραν δε πανελλήνιο ιερό προς τιμή του Διός, στον τόπο όπου έγινε η ευχή και επέτυχε την σωτηρία τους. Η παράδοση αυτή είναι απήχηση της διαδόσεως της λατρείας του Δία του Πανελληνίου, του Δωδωναίου, εις τον οποίο κατ’ άλλη παράδοση είχε ανεγείρει ναό ο Αιακός επί του Πανελληνίου όρους.
Η σοφία του ήρωα και η δικαιοσύνη του είχαν καταστεί πολυθρύλητοι, δια αυτό και όταν κατέβηκε στον Άδη, τιμήθηκε για την δικαιοσύνη πολύ από τον Πλούτωνα και την Περσεφόνη, γενόμενος ως ένας από τους τρεις κριτές των ψυχών των πεθαμένων και κλειδούχος του Άδη. Η Αττική λογοτεχνία κολακεύοντας το γένος των Αιακιδών στην Αθήνα, είχε καταστήσει περίδοξο το όνομα του ήρωα. Ο ίδιος ο Πλάτωνας (Γοργ. 526ε) μακαρίζει δια του Σωκράτη, τους ανθρώπους, οι οποίοι έχουν υγιέστατοι ψυχή απέχοντας από την νόσο της αδικίας και θα εμφανιστούν στον υιό της Αίγινας και αυτός θα τους στείλει στο νησί των Μακάρων (Αριστ. Βατραχ. 465 και εξής).
Ο Αιακός είχε παντρευτεί την νύμφη Ενδηίδα, θυγατέρα του Χείρωνα, από την οποία είχε αποκτήσει δύο υιούς, τον Πηλέα και τον Τελαμώνα (κατά τον Φερεκύδη ο Τελαμώνας δεν ήταν αδελφός αλλά φίλος του Πηλέα), είχε μιγή όμως και την κόρη του Νηρέα Ψαμμάθη σε «φύκην ἠλαγμένῃ» (μεταμορφωμένη σε φύκια) ώστε να «μή βούλεσθαι συνελθεῖν», εκ της οποίας είχε αποκτήσει υιό, τον Φώκο. Ως πατέρας ο Αιακός δοκίμασε μεγάλη πίκρα, διότι οι υιοί του από την Ενδηίδα, Πηλέας και Τελαμών, ζηλεύοντας τον ομοπάτριο αδελφό Φώκο, ο οποίος του υπερέβαλλε στους αγώνες, τον σκότωσαν, ρίχνοντας ο Τελαμώνας στο κεφάλι του τον δίσκο, κατά την διάρκεια αγωνίσματος. Μετά την αποκάλυψη του εγκλήματος, οι δύο αδελφοκτόνοι αδελφοί εκδιώχθηκαν από τον πατέρα τους και ο μεν Πηλέας κατέφυγε, όπως προελέχθηκε, στην Φθία προς τον Ευρυτιώνα, ο οποίος αφού καθάρισε αυτόν του αίματος, τον νύμφευσε με την κόρη του Αντιγόνη, δίδοντας  ως προίκα «τῆς χώρας την τρίτην μοῖραν», ο δε Τελαμώνας στη Σαλαμίνα, όπου νυμφεύθηκε την κόρη του βασιλιά Κιχρέα και έγινε και βασιλεύς μετά τον θάνατο του πεθερού του, άνευ άρρενος απογόνου. Κατά τον Απολλώνιο τον Ρόδιο, ο φόνος του Φώκου ήταν ακούσιος. Ο Πίνδαρος δε, που καθάρισε τους μύθους από κάθε ρύπο, μόλις και κάνει υπαινιγμό για τον φόνο του Φώκου. Γι’ αυτόν η Αίγινα είναι χώρος ιερός της πανελληνίου ομονοίας  (βλ. και Ολυμπ. VII τον οποίο ποίησε προς δόξα παιδιού από την Αίγινα).
Κατά κάποιο μύθο αναφερόμενο από τον Πίνδαρο, ο Αιακός με τον Ποσειδώνα και τον Απόλλωνα έκτισαν τα τείχη της Τροίας, τα οποία μπόρεσαν να υπερβούν, μόνο από το μέρος που έκτισε ο Αιακός, οι τρεις εφορμήσαντες κατ΄ αυτών δράκοντες. Αυτό ήταν προμήνυμα του προφητεύοντος Απόλλωνα, ότι μόνο οι απόγονοι του Αιακού θα κυρίευαν τα τείχη της Τροίας (Πινδ. Ολ. VII στ. 84).
Από τον ναό του Αιακού αποσπάσθηκαν βίαια οι ρήτορες Υπερείδης, Ιμεραίος και οι μετ’ αυτόν από τον υποκριτή Αρχία, τον Θούριο, τον επονομαζόμενο φυγαδοθύρα και οδηγήθηκαν προς τον Αντίπατρο στους Κλεωνάς, όπου και θανατώθησαν.
Επί Αιγηνιτικού νομίσματος ο Αιακός παρίσταται καθισμένος επί θρόνου και κρατώντας στα χέρια του σκήπτρο, προ αυτού δε ίσταται όρθιος ένας νεκρός προ επιτάφιας στήλης. Επί ενός αμφορέα που βρίσκεται στο Μουσείο Μονάχου, εικονίζονται και οι τρεις του Άδη κριτές, Μίνως, Αιακός και Ραδάμανθυς. Άλλη απεικόνιση του Αιακού σώζεται επί έτερου αγγείου, όπου δίπλα στο κεφάλι του ήρωα αναγράφεται και το όνομά του.
Η σχέση της ρίζας της λέξης Αιακός με την λέξη Αία (γη), όπως και της λέξης Ενδηίς, υποδεικνύει πως ο Αιακός ήταν χθόνια θεότητα, δηλαδή ήρωας με την κυριολεκτική σημασία της λέξεως.
[Βλ. Απολ. ΙΙΙ, ΧΙΙΙ, 6 - 7. Στρ. 8, 6, 16, και 9, 5, 9. Οβιδ. Μεταμ. 7, 622. Πλουτ. Θησ. Μυθολ. Descharmes. Αδαμ. 44, 418, 486, 488 και 586]

 Πηγή:  Καψάλης Γερ. Δ. Πρόεδρος Εκπαιδευτικού Συμβουλίου, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Β, σελίδα 365

Ραδάμανθυς, Αιακός, Μίνωας
Στον τάφο της κρίσεως στη Μίεζα (τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.), [Τάφος της Κρίσεως, 1] αριστερά και δεξιά της εισόδου του τάφου στέκονται τέσσερις μεμονωμένες μορφές [Τάφος της Κρίσεως, ], που όμως αποτελούν τμήματα ενιαίας σύν θεσης που διακόπτονται από την παρεμβολή των ημικιόνων και του ανοίγματος του τάφου. Το θέμα της απεικόνισης είναι η κάθοδος του νεκρού στον Άδη με τη συνοδεία του Ερμή [Τάφος της Κρίσεως, 3]. Οι κριτές Ραδάμανθυς [Τάφος της Κρίσεως, 2] και Αιακός θα αποφασίσουν για την τύχη του νεκρού, αν δηλαδή θα σταλεί στο νησί των Μακάρων ή στα Τάρταρα. Ο Αιακός, γιος του Δία και της νύμφης Αίγινας, κρίνει όσους προέρχονται από την Ευρώπη, ο Ραδάμανθυς, καρπός του Δία και της Ευρώπης, όσους έρχονται από την Ασία, ενώ στη διαιτησία του  Μίνωα καταλήγουν οι δύσκολες κρίσεις (Πλ., Γοργίας 523e-524a). Εδώ κύριος κριτής του νεκρού είναι ο Αιακός.
Η επιλογή του θέματος σαφώς σχετίζεται με την προσδοκία για ζωή μετά θάνατο και βέβαια φανερώνει γνώση των μυθολογικών προϋποθέσεων. Όμως, η επιλογή ανακαλεί στη μνήμη και τη σύγκριση που επιχείρησε ο Αρριανός μιλώντας για τον Αλέξανδρο:
Καθόλου κατώτερος βασιλιάς από τον Μίνωα, τον Ραδάμανθυ, τον Αιακό η γέννηση των οποίων αποδόθηκε από τους παλιούς στον Δία, χωρίς να θεωρηθεί στάση αλαζονική. (Αρριανός, Z.29.3-4)
Η φράση αυτή μπορεί να αιτιολογεί και να στηρίζει την πολιτικού περιεχομένου μυθολογική παράδοση –καλλιεργήθηκε από την ίδια την Ολυμπιάδα– ότι ο Αλέξανδρος ήταν Διογενής. Αν η εικαστική επιλογή και η φιλολογική παράδοση σχετίζονται μεταξύ τους είναι θέμα ανοιχτό.
Όμως η επιλογή του θέματος μπορεί να αποτελεί και τον απόηχο μιας άλλης μυθολογικής / ιστορικής παράδοσης για πιθανή παρουσία Κρητών στην περιοχή. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, που διασώζει μαρτυρία του Αριστοτέλη [1], οι νέοι και οι νέες που έστελναν οι Αθηναίοι στην Κρήτη, υποχρεωτική θυσία στον μυθικό Μινώταυρο, δεν σκοτώνονταν αλλά ζούσαν στο βασίλειο του Μίνωα ως σκλάβοι. Κάποιοι από τους απογόνους τους στάλθηκαν από τους Κρήτες ως προσφορά στους Δελφούς μαζί με δικά τους παιδιά. Επειδή όμως δεν ήταν δυνατό να διατρέφονται συνέχεια στους Δελφούς, πέρασαν στην Ιταλία και εγκαταστάθηκαν «γύρω από τη χώρα που ονομαζόταν Ιαπυγία· από εκεί πάλι μετέβησαν στη Θράκη και ονομάσθηκαν Βοττιαίοι» (Πλούταρχος, Θησέας 16). Στην ίδια εύφορη περιοχή έφτασαν στις αρχές του 7ου αι. π.Χ. οι Αργεάδες Μακεδόνες, οπότε οι Βοττιαίοι κατέφυγαν στη Χαλκιδική.
[1] Πηγή του Πλουτάρχου, όπως ο ίδιος αναφέρει, είναι το χαμένο σύγγραμμα του Αριστοτέλη Βοττιαίων πολιτεία. Η παρουσία των Κρητών επιβεβαιώνεται, σύμφωνα με τον Μ. Σακελλαρίου, από κρητικά τοπωνύμια στην περιοχή και «από την επιβίωση της παράστασης του διπλού πελέκεως σε ρόλο εμβλημάτων από ορείχαλκο, σε διάφορους τόπους της Μακεδονίας και γειτονικών χωρών, όπου θα διαδόθηκαν από τη Βοττία, με τη μετακίνηση ημινομάδων ποιμένων» (Μακεδονία, 1994, 48).

Στην επαρχία Νάουσας του Νομού Ημαθίας, στους πρόποδες του Βερμίου και σε ένα εύφορο πεδινό τοπίο αποκαλύπτεται σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες μία σπουδαία μακεδονική πόλη, η αρχαία Μίεζα, πόλη της Βοττιαίας (περιοχή της αρχαίας Μακεδονίας στα βόρεια και βορειοδυτικά του Θερμαϊκού κόλπου. Την κατοικούσε το θρακικό προελληνικό φύλο των Βοττιαίων. Κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους, με την άφιξη των Μακεδόνων, μετανάστευσαν σε τμήμα της δυτικής Χαλκιδικής που ονομάστηκε Βοττία) Παρά τη βεβαιωμένη ύπαρξη πρωϊμότερων οικισμών, ήδη από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, η περιοχή γνωρίζει τη μεγαλύτερη της ακμή στους ελληνιστικούς χρόνους. Τα διάσπαρτα αρχαιολογικά κατάλοιπα από την ευρύτερη περιοχή της Μίεζας φανερώνουν μία δυναμική μακεδονική πόλη, που αναπτύσσεται ιδιαίτερα στους χρόνους των Μακεδόνων βασιλέων, αλλά συνεχίζει να ευημερεί και στους μετέπειτα αιώνες.


Πρώτα εντοπίστηκαν οι μεγάλοι μακεδονικοί τάφοι των Λευκαδίων, και λίγο αργότερα ο χώρος του Νυμφαίου κοντά στη Νάουσα, που ταυτίζεται με τη Σχολή του Αριστοτέλους. Έχουν ακόμη ερευνηθεί οργανωμένα νεκροταφεία, όπως στη θέση Ρουντίνα και στη θέση Καμάρα, όπου αποκαλύφτηκαν τάφοι που χρονολογούνται από τον 6ο ως τον 4ο αι. π.Χ. Αξιόλογα είναι επίσης τα λείψανα δύο πολυτελών κατοικιών στις θέσεις Καμάρα και Μπαλτανέτο αντίστοιχα (υστεροελληνιστικοί-ρωμαϊκοί χρόνοι). Στη θέση Μπελοβίνα Κοπανού αποκαλύφτηκε το 1992 ένα θέατρο της πρώϊμης ρωμαϊκής περιόδου, ενώ στον ίδιο χώρο ανασκάπτονται τα τελευταία χρόνια σημαντικά αρχιτεκτονικά κατάλοιπα στωϊκών και άλλων κτηρίων από το δημόσιο κέντρο της ελληνιστικής πόλης. Στην τοποθεσία "Τσιφλίκι", όπως ονομάζεται ο λόφος που υψώνεται νότια του χωριού Λευκάδια υπάρχουν εκτεταμένες αρχαιότητες των ύστερων ρωμαϊκών, αλλά και των παλαιοχριστιανικών χρόνων, που μαρτυρούν ότι η ζωή στην ευρύτερη περιοχή της Μίεζας συνεχίζεται ακμαία μέχρι και τους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες.


Η ταύτιση της πόλης οφείλεται στον επίτιμο Έφορο Αρχαιοτήτων Φ. Πέτσα, ο οποίος εργάστηκε επί σειρά ετών στο χώρο και προέκυψε από το συνδυασμό γραπτών πηγών, τοπογραφικών παρατηρήσεων και ανασκαφικών δεδομένων. Η πόλη αναφέρεται από αρκετούς αρχαίους συγγραφείς όπως ο Πτολεμαίος, ο Πλίνιος και ο Στ. Βυζάντιος.


Ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα, ο περιηγητής Delacoulonche είχε εντοπίσει τις πρώτες αρχαιότητες, αλλά η συστηματικότερη έρευνα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας άρχισε στη δεκαετία του 1950, καθώς τα δημόσια έργα υποδομής και η εκτεταμένη καλλιέργεια οδηγούσαν συχνά στην αποκάλυψη αρχαίων και στη διενέργεια σωστικών ανασκαφών.
Συντάκτης
Ε. Ψαρρά, Αρχαιολόγος

No comments:

Post a Comment