Σελίδες

Friday, 25 January 2013

Η Εξάλειψη της Σωματικής Τιμωρίας στα Παιδιά

Εναλλακτικές μορφές διαπαιδαγώγησης, εκμάθησης και πειθαρχίας των παιδιών. 
Οι σύγχρονες ψυχοπαιδαγωγικές αντιλήψεις για την εκμάθηση των ορίων χωρίς προσφυγή στη βία. 
«Πρέπει» και «θέλω» στα παιδιά. Σύγκριση των εναλλακτικών προτεινόμενων μεθόδων με τη σωματική τιμωρία.


Εισαγωγή
Στην ενότητα αυτή θα ξεκινήσουμε με την αναφορά στους λόγους που οδηγούν στην εγκατάλειψη της χρήσης της σωματικής τιμωρίας ως συστηματικής μεθόδου διαπαιδαγώγησης των παιδιών, στη συνέχεια θα παρατεθούν οι εναλλακτικές μορφές διαπαιδαγώγησης, εκμάθησης και πειθαρχίας δίχως προσφυγή στη βία, καθώς και οι όροι με τους οποίους μπορεί να επικρατείθετικό κλίμα στην οικογένεια. Επίσης, θα αναφερθούμε στα θετικά και ποια τα αρνητικά στοιχεία κάθε τεχνικής πειθαρχίας που προτείνουμε και στα «πρέπει» και τα «θέλω» των παιδιών ανάλογα με το αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο ανήκουν. Η ενότητα ολοκληρώνεται με τη σύγκριση των εναλλακτικών προτεινόμενων μεθόδων με τη σωματική τιμωρία, και τα συμπεράσματα. 


Σκοπός
Σκοπός της συγκεκριμένης ενότητας είναι η ενημέρωσή σας για τις εναλλακτικές τεχνικές βελτιωμένης επικοινωνίας, διαπαιδαγώγησης, εκμάθησης και πειθαρχίας των παιδιών, χωρίς προσφυγή στη βία από τους γονείς.
Οι πληροφορίες αυτές θα σας βοηθήσουν να τις μεταδώσετε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στις ομάδες στις οποίες απευθύνεστε (γονείς), με στόχο τη βελτίωση του γνωστικού επιπέδου αναφορικά με τις μεταρρυθμίσεις που έχουν επιτελεστεί σε επιστημονικό και κοινωνικό επίπεδο του υπό εξέταση θέματος.



Προσδοκώμενα αποτελέσματα
Μετά την ανάγνωση της συγκεκριμένης ενότητας θα γνωρίζετε:


  • γιατί θεωρούμε ως μη κατάλληλη μέθοδο τη συστηματική προσφυγή στη σωματική τιμωρία,
  • για ποιο λόγο προτείνουμε εναλλακτικές μορφές πειθαρχίας των παιδιών -αντί της σωματικής τιμωρίας- και ποιες είναι αυτές,
  • πώς να προλαμβάνει κανείς την εκδήλωση δυσλειτουργικών συμπεριφορών στην επικοινωνία των γονιών με το παιδί,
  • ποιες τεχνικές πειθαρχίας προτείνονται, μέσα από τη σύγχρονη βιβλιογραφία,
  • ποια είναι τα φυσιολογικά αναπτυξιακά στάδια (ως την ηλικία των 18 ετών), ποιες είναι οι επιθυμίες (λεκτικά εκφραζόμενες και μη) και ποιες οι υποχρεώσεις των παιδιών, ανάλογα με την ηλικία τους, και πώς μπορούν οι γονείς, λαμβάνοντάς τα υπόψη τους, να προσαρμόσουν ανάλογα τις προσδοκίες και τη συμπεριφορά τους.


Οι σύγχρονες ψυχο-παιδαγωγικές αντιλήψεις για την εκμάθηση των ορίων στα παιδιά, δίχως προσφυγή στη βία
«Η ανάπτυξη του αυτοελέγχου, τον οποίο αποκαλούμε συνείδηση, προκύπτει από την κατάλληλη αλληλεπίδραση των παιδιών με τους φροντιστές τους. Η παιδική εμπειρία αγάπης και σεβασμού ευνοεί την ανάπτυξη της συνείδησης, ενώ η εμπειρία φόβου ή πόνου εμποδίζει αυτή την ανάπτυξη. Πρέπει να δοθεί ένα τέλος στη σωματική τιμωρία, αν επιδιώκουμε η κοινωνία μας να κυβερνάται από τη συνείδηση και τον αυτοέλεγχο, παρά από τα αντίθετά τους».
H. Patrick Stern
Αν. Καθηγητής Παιδιατρικής, Ψυχιατρικής και Συμπεριφορικής Παιδιατρικής,
Πανεπιστήμιο του Arkansas.


Εναλλακτικές μορφές διαπαιδαγώγησης, εκμάθησης και πειθαρχίας των παιδιών
Στις μέρες μας, πολλοί γονείς διερωτώνται καλοπροαίρετα: «Γιατί άραγε να εγκαταλειφθεί ως μέσω πειθαρχίας των παιδιών η σωματική τιμωρία;». Δεν είναι άλλωστε λίγοι οι γονείς των ανθρώπων της γενιάς μας που λένε: «Σιγά, κι εμείς που φάγαμε ξύλο με τη βέργα από τους δασκάλους μας, τι πάθαμε; Τίποτα, μια χαρά είμαστε!» ή «Αν σε χτυπούσαμε όμως όταν ήσουν μικρή, δεν θα τα έκανες αυτά.» ή ακόμη-ακόμη «Εμείς έτσι κρίναμε σωστό, να σας δίνουμε και καμία πού και πού. Εσύ κάν' το αλλιώς στα παιδιά σου». Ούτε είναι λίγοι αυτοί που γέλασαν με διάσημα χαστούκια «διαπαιδαγώγησης» ή και επίλυσης των οικογενειακών συγκρούσεων σε κωμωδίες του ελληνικού κινηματογράφου. Στην ελληνική κοινωνία και στην οικογενειακή μικροκοινωνία, η ανοχή στη βία δεν βρισκόταν -και ενδεχομένως ούτε και σήμερα να βρίσκεται- σε χαμηλά επίπεδα.
Ωστόσο, μπορεί κανείς να φανταστεί πως οι αναμνήσεις μαθητών που «έφαγαν ξύλο» από τους δασκάλους τους θα ήταν πολύ πιο θετικές και γλυκές αν θυμούνταν ένα μεγάλο «μπράβο» από το στόμα τους, αντί για ένα δυνατό χαστούκι από το χέρι τους. Ή, μιλώντας λίγο παραπάνω με τους σημερινούς ενήλικες, που ως παιδιά τιμωρήθηκαν σωματικά από τους γονείς τους «για να μάθουν», -παρά το επιχείρημα «δεν πάθαμε και τίποτα»- ενδεχομένως να μην υπάρχουν και λίγα «παράπονα» από τη γενικότερη άσκηση του γονεϊκού ρόλου, παράπονα όχι και τόσο ανάξια προσοχής.
Διαβάζοντας τα παραπάνω, κάποιοι μπορεί να σκεφτούν πως, ναι μεν οι αναμνήσεις δίχως σωματική τιμωρία στο σπίτι και στο σχολείο κατά τα χρόνια της παιδικής ηλικίας να ήταν πιο γλυκές, αλλά τι γίνεται με την πειθαρχία των παιδιών και το σεβασμό προς τους γονείς και τους δασκάλους; Άλλωστε «και ο άγιος, φοβέρα θέλει»! Αυτή ακριβώς είναι και η διαφορά. Η σωματική τιμωρία δεν συνάδει απαραίτητα με την πειθαρχία, αλλά κυρίως με το φόβο. Τα παιδιά μπορούν να σέβονται τους γονείς τους, να τους εμπιστεύονται και να «τους ακούν», δίχως να τους φοβούνται.
Η έννοια της πειθαρχίας δεν θα πρέπει να ταυτίζεται με τη σωματική τιμωρία. Η πειθαρχία είναι ένας τρόπος που βοηθά το παιδί να μάθει αποδεκτούς τρόπους διαχείρισης των συναισθημάτων και των επιθυμιών του. Η τιμωρία, από την άλλη, είναι μία συνήθως επιβλαβής αντίδραση σε μία μη αποδεκτή συμπεριφορά, που μπορεί και να μη σχετίζεται με αυτή καθεαυτή τη συμπεριφορά.
Πάντως, για να εγκαταλείψει κανείς μια δοκιμασμένη τακτική και να ασκήσει άλλες εναλλακτικές, είναι αλήθεια πως πρέπει πρώτα να πεισθεί -τόσο σε λογικό, όσο και σε συναισθηματικό επίπεδο- ότι πλέον η αρχική δεν είναι αποτελεσματική ή βοηθητική για τον ίδιο και έμμεσα για τους οικείους του. Γιατί λοιπόν λέμε «όχι στη σωματική τιμωρία» προτού προτείνουμε κάτι άλλο;
 

Γιατί:

  • Τα χτυπήματα με την παλάμη (spank) - όχι απαραίτητα μόνο αυτά στο πρόσωπο (slap) ή το κεφάλι - είναι δυνατόν να βλάψουν σωματικά το παιδί.
  • Τα χτυπήματα στο κεφάλι που φτάνουν σε σημεία κακοποίησης μπορεί να προκαλέσουν μόνιμη βλάβη στη νευρωνική δομή και λειτουργία του αναπτυσσόμενου παιδικού εγκεφάλου. Στην πρώιμη παιδική ηλικία, ο εγκέφαλος αναπτύσσεται ταχύτερα από οποιοδήποτε άλλο όργανο στο σώμα.
Στην ηλικία των 5 ετών, ο εγκέφαλος πλησιάζει περίπου το 90% του ενήλικου βάρους του και στην ηλικία των 7 έχει ωριμάσει πλήρως. Το γεγονός αυτό καθιστά την παιδική ηλικία μια πολύ ευαίσθητη και κρίσιμη περίοδο για την εγκεφαλική ανάπτυξη. Το στρες του παιδιού -οφειλόμενο στον πόνο και το φόβο που προκαλείται από το δαρμό- μπορεί να επιδράσει αρνητικά στην ανάπτυξη και λειτουργία του παιδικού εγκεφάλου. Δυστυχώς, πολλά παιδιά υπόκεινται σε σωματική τιμωρία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου της μεγάλης πλαστικότητας του εγκεφάλου. Η επίπτωση μπορεί να είναι η αναστολή της φυσιολογικής εγκεφαλικής ωρίμανσης με αποτέλεσμα τις μη αναστρέψιμες ανωμαλίες για την υπόλοιπη ζωή του παιδιού.

  • Όταν οι ενήλικες χρησιμοποιούν σωματική τιμωρία, είναι πιθανότερο τα παιδιά τους να διδαχθούν ότι αυτή η συμπεριφορά είναι η επιθυμητή επιλογή όσον αφορά στην πειθαρχία ή ότι είναι αποδεκτό οι «μεγάλοι» να χτυπούν τους «μικρούς», δίχως απαραίτητα να αναγνωρίζουν τα παιδιά το «παραστράτημα» μιας δικής τους συμπεριφοράς και τις συνέπειές του.
  • Η σωματική τιμωρία (χτυπήματα, τράβηγμα μαλλιών, χαστούκια, κτλ.) καταστρέφει τον αυτοσεβασμό και την αυτοεκτίμηση του παιδιού.
  • Το ξύλο αντί να διδάσκει στα παιδιά πώς να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους, τα γεμίζει με φόβο για τους γονείς τους και τα μαθαίνει πώς να κάνουν κάτι (μια «αταξία») χωρίς να τα πιάσουν!
  • Ειδικά για τα παιδιά που επιζητούν προσοχή, η σωματική τιμωρία μπορεί να δρα ως ανταμοιβή, μιας και η αρνητική ενασχόληση μαζί τους είναι «καλύτερη» από την πλήρη απουσία ενασχόλησης (Pendley-Shroff  2005a).
  • Υπάρχουν πολλές άλλες πιο υγιείς και αποτελεσματικές μορφές πειθαρχίας. Μάλιστα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών στο εξωτερικό, αλλά και στην Ελλάδα, επιβεβαιώνουν πως η σωματική τιμωρία δεν είναι αποτελεσματική μακροπρόθεσμα. Αντίθετα, ενέχει και δημιουργεί παράγοντες επικινδυνότητας, όσον αφορά στην επιθετική και αντικοινωνική συμπεριφορά των παιδιών (Durrant et al. 2004).
Άλλες δε αρνητικές επιπτώσεις που σχετίζονται με τη σωματική τιμωρία, είναι η ροπή των παιδιών που υπέστησαν σωματική τιμωρία προς το έγκλημα, η αδιαφορία για τους ηθικούς νόμους και η αποτυχία τους να διαχωρίσουν το «σωστό» από το «λάθος» (Winterfeld 2002). Επιπλέον, σε έρευνα που έγινε στο Οντάριο (Murray 1999), βρέθηκε πως ενήλικες που ως παιδιά...
θυμούνται να έχουν τιμωρηθεί σωματικά είναι δύο φορές πιο πιθανό να αντιμετωπίζουν προβλήματα έκφρασης των αναγκών και των συναισθημάτων τους, κατάχρησης αλκοόλ και εξάρτηση, από ό,τι οι ενήλικες που δεν θυμούνται κάτι ανάλογο.

  • Η σωματική τιμωρία που εκδηλώνεται από ένα θυμωμένο άτομο, με την πρόθεση να προκαλέσει πόνο σε κάποιον/α άλλη, δεν είναι ποτέ κατάλληλη μέθοδος (Burton et al. 2002). Η σωματική τιμωρία, άλλωστε, συχνά αποτελεί μια παρορμητική ενέργεια που καθοδηγείται περισσότερο από το συναίσθημα (θυμωμένος γονιός) παρά από τη λογική (Durrant et al. 2004). Αμέσως πριν από τη στιγμή του δαρμού ο γονιός δεν αναρωτιέται: «Τι έκανε το παιδί;», «Για ποιο λόγο είναι ανεπιθύμητη η συμπεριφορά του;», «Τι μπορεί να μου ζητά;» κ.ο.κ.
Ειδικά αναποτελεσματική είναι για τα μωρά (0-2 ετών), μιας και δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν τη σύνδεση μεταξύ της συμπεριφοράς τους και της σωματικής τιμωρίας. Θα νιώσουν μόνο τον πόνο από το χτύπημα.
Εννοείται, πως ακόμη και οι γονείς που κατά κανόνα κατανοούν τα κίνητρα της συμπεριφοράς των παιδιών τους και γνωρίζουν κατάλληλες και αποτελεσματικές τεχνικές καθοδήγησης της συμπεριφοράς τους, κάποια στιγμή νιώθουν θυμωμένοι και απογοητευμένοι. Όταν ο γονιός είναι κουρασμένος, κακοδιάθετος ή αγχωμένος είναι πιθανότερο να αντιδράσει συναισθηματικά, παρά λογικά και έτσι, να τιμωρήσει σωματικά το παιδί του. Γι' αυτό το λόγο λέμε πως στη συγκεκριμένη περίπτωση, η πρόθεση δεν είναι η διαπαιδαγώγηση του παιδιού ή η αποδυνάμωση μιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς του, αλλά η εκτόνωση του γονιού.
Αυτοί είναι ορισμένοι μόνο από τους λόγους που η σωματική τιμωρία δεν αποτελεί την καταλληλότερη μέθοδο εκμάθησης ή πειθαρχίας των παιδιών. Περισσότερα στοιχεία για το γιατί δεν ενδείκνυται -τουλάχιστον σε επίπεδο διαπαιδαγώγησης- αναφέρονται παρακάτω, στην ενότητα περί σύγκρισης των εναλλακτικών προτεινόμενων μεθόδων με τη σωματική τιμωρία.
Ένα άλλο σημείο το οποίο καλό είναι να αντιμετωπίζουμε με προσοχή και σκέψη είναι αυτό της «διαπαιδαγώγησης» και της «εκμάθησης». Τι θέλουμε δηλαδή, ως γονείς, ως κηδεμόνες, ως εκπαιδευτικοί, ως φροντιστές, να μάθουμε στα παιδιά, στους μαθητές και στους χρήστες υπηρεσιών μας;


  • Πώς να πειθαρχούν απέναντι στην εξουσία;
  • Πώς να είναι υπάκουοι;
  • Πώς να μάθουν να δίνουν αξία στον εαυτό τους;
  • Πώς να αυτοπειθαρχούν;
  • Τη σημασία της αυτοεκτίμησης και της αυτοπεποίθησης;
  • Πώς να είναι ανταγωνιστικοί, πώς να είναι συνεργάσιμοι ή πώς να υπερτερούν;
Αυτά και άλλα τέτοιου είδους ερωτήματα είναι καλό να απαντηθούν ειλικρινά από τον καθένα για τον εαυτό του, προτού προβεί στην υιοθέτηση και τη χρήση κάποιας μεθόδου πειθαρχίας.



Φανταστείτε το και σε άλλα επίπεδα: π.χ. διάπλασης σώματος. Ή φανταστείτε ότι μπορεί να ερμηνευτεί από το παιδί και ως: «ο εξυπνότερος χτυπά τον λιγότερο έξυπνο», «ο δυνατότερος/-η στο σώμα επιβάλλεται σε αυτόν /-ή που έχει κινητικές δυσκολίες ή που δεν καταφέρνει τόσα πολλά στο μάθημα της γυμναστικής» κτλ.

«Η έννοια της σωματικής τιμωρίας δεν έχει να κάνει με τίποτα άλλο παρά με το γεγονός ότι προκαλώ πόνο στο παιδί για να το τιμωρήσω. Η πρόκληση σωματικού πόνου είναι το μέσο της τιμωρίας και της πειθαρχίας» στη συγκεκριμένη περίπτωση», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Αρτινοπούλου (2005). «Βεβαίως», συνεχίζει, «αυτό είναι αναποτελεσματικό, γιατί το παιδί πολύ συχνά επαναλαμβάνει την ίδια μέρα ή και την επόμενη την πράξη για την οποία έφαγε ξύλο» σύμφωνα και με τα πορίσματα της έρευνας των Φερέτη και Σταυριανάκη (1997) (http://www.idkaramanlis.gr/html2/arxeio/articles/artinopoulou/arti051003-1.html).

Μαθαίνοντας τους γονείς να δημιουργούν θετικό κλίμα στην οικογένεια
Σκεφτείτε πως είναι βέβαια πολύ διαφορετικό το να χρειαστεί να αλλάξει κάποιος μια οποιαδήποτε μέθοδο που ως τώρα χρησιμοποιούσε με κάποια άλλη πολύ διαφορετική, από το να είχε -σε επίπεδο πρόληψης- «προλάβει» κάποιες συγκρουσιακές ή δύσκολες καταστάσεις. Να μη χρειαστεί καν δηλαδή η αλλαγή, η οποία απαιτεί χρόνο αφενός από τους γονείς, ώστε να την «κάνουν δική τους», και αφετέρου από το δέκτη, ώστε να τη συνηθίσει ή να πεισθεί για αυτή. Το σχόλιο αυτό δεν καταγράφεται με την έννοια της κριτικής της μίας ή της άλλης περίπτωσης. Αναφέρεται στη διαφορά του απαιτούμενου χρόνου και της προσπάθειας που θα χρειαστεί να καταβάλουμε ώστε να επιτύχουμε ένα στόχο. Για παράδειγμα, συγκριτικά με τη δεύτερη περίπτωση (πρόληψη), στην πρώτη (αλλαγή) θα χρειαστεί περισσότερη υπομονή και επιμονή από την πλευρά των ενηλίκων, το πρώτο τουλάχιστον διάστημα, ώστε να στηρίξουν τη νέα τους θέση και να γίνει αντιληπτή η καινούργια τους πρόθεση.
Η καθαυτή άλλωστε «αποτελεσματική πειθαρχία» προλαμβάνει προβλήματα πριν τη δημιουργία τους και καλό είναι να εφαρμόζεται από την αρχή και αταλάντευτα. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και για την πρώτη ημέρα των μαθητών στην τάξη, την πρώτη ημέρα των παιδιών στον ξενώνα φιλοξενίας κ.ο.κ.
 

Ας δούμε όμως στο σημείο αυτό, συγκεντρωτικά, ποιες είναι αυτές οι προϋποθέσεις που προλαμβάνουν τις τεταμένες σχέσεις -τουλάχιστον- μεταξύ παιδιών και γονιών:

  • Οι «καλές» σχέσεις των γονιών μεταξύ τους. Βάσει της προαναφερθείσας έρευνας , σε κλειστού τύπου ερώτηση «Τι κατά τη γνώμη σας διευκολύνει περισσότερο ένα γονιό στο μεγάλωμα του παιδιού του;», το μεγαλύτερο Φερέτη και Σταυριανάκη ποσοστό, συγκεκριμένα το 47,6%, ανέφεραν τη σημασία των σχέσεων ανάμεσα στο ζευγάρι.
Η ύπαρξη δηλαδή, συμφωνίας μεταξύ των γονιών σε θέματα διαπαιδαγώγησης, η συμπαράσταση μεταξύ των συζύγων, το μοίρασμα της φροντίδας των παιδιών με το σύντροφο, η μεγαλύτερη συμμετοχή του πατέρα και γενικά, ο καταμερισμός εργασιών στο σπίτι και η αλληλοκατανόηση είναι τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα που δόθηκαν.
Είναι σκόπιμο να τονιστεί πως η συμφωνία των γονιών και η κοινή τους στάση σε θέματα πειθαρχίας είναι καίρια. «Όταν οι κανόνες που θέτει ο ένας γονέας αναιρούνται από τον άλλο ή

και από τον ίδιο σε άλλη στιγμή, το παιδί αισθάνεται σύγχυση ως προς τη συμπεριφορά που πρέπει να ακολουθήσει. Η σύγχυση αυτή καταλήγει συνήθως σε επιθετικότητα (του παιδιού). Η συνεπής στάση προς το παιδί δεν σημαίνει ότι οι γονείς δεν μπορούν να έχουν διαφορετικές θέσεις σε ορισμένα δευτερεύοντα θέματα που αφορούν τη συμπεριφορά του». (Παπαδιώτη -Αθανασίου 2000: 262). Οι διαφορετικές θέσεις, όπως και να έχει, πρέπει να δηλώνονται, ώστε να μπορεί το παιδί να επιλέξει ποια θα ακολουθήσει. Η επιλογή αυτή πάντως δεν μπορεί να γίνει όταν το παιδί είναι μικρό (π.χ. νήπιο). Στις μικρές ηλικίες οι κανόνες πρέπει να είναι σαφείς και από κοινού αποφασισμένοι από τους συζύγους/συντρόφους.

  • Η οικονομική άνεση, οι καλές συνθήκες διαβίωσης, η ύπαρξη σταθερής εργασίας και εισοδήματος υπογραμμίστηκαν -από 44,6% των ερωτηθέντων στην ανωτέρω έρευνα- ως σημαντικοί παράμετροι στην κατηγορία αυτή («Τι κατά τη γνώμη σας διευκολύνει περισσότερο ένα γονιό στο μεγάλωμα του παιδιού του;»).
  • Η ενδοσκόπηση των ίδιων των γονιών (η «εξερεύνηση» του εαυτού τους) και η απεύθυνση σε ειδικούς, αν παραστεί ανάγκη.
  • Η κατανόηση των φυσιολογικών αναπτυξιακών σταδίων (βλ. παράρτημα περί αναπτυξιακών σταδίων).
  • Η μείωση του προσωπικού στρες και του στρες στην οικογένεια.
  • Η αναγνώριση των πηγών θυμού και η διαμόρφωση στρατηγικών διαχείρισής του.
  • Η ενίσχυση της θετικής /επιθυμητής συμπεριφοράς των παιδιών. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται πως καλό είναι οι γονείς: α) να διαχωρίσουν ποιες είναι οι επιθυμητές συμπεριφορές που προσδοκούν από τα παιδιά τους, β) να ενισχύουν τη συμπεριφορά των παιδιών μετά την εμφάνισή της (π.χ. λεκτική επιβράβευση: «Μπράβο, Γιάννη, πολύ ευγενική η απάντησή σου»), γ) να μην επιβραβεύουν συστηματικά τα παιδιά τους για τα αυτονόητα ή ήδη κατακτημένα από πρότερες ηλικίες επιτεύγματά τους, γεγονός που μπορεί να τα παλινδρομεί σε μικρότερες ηλικίες ή να υποτιμά τη νοημοσύνη τους.
  • Η ανάπτυξη δεξιοτήτων διαχείρισης των ζητημάτων που απασχολούν τους γονείς. Θυμηθείτε ότι οι γονείς αποτελούν τους πρώτους και κύριους «δασκάλους επιρροής» των παιδιών. Οπότε, θα πρέπει να γίνουν οι ίδιοι οι γονείς πρότυπα επικοινωνίας και διαλόγου που προάγουν τον αλληλοσεβασμό, και πρότυπα ανθρώπων που λύνουν τις συγκρούσεις με συνεργατικούς τρόπους.
  • Η προετοιμασία ενός κατάλληλου, άνετου, λειτουργικού περιβάλλοντος για το παιδί. Είναι πολύ σημαντικό να μπορεί να κινείται το παιδί σε ένα χώρο δίχως επικίνδυνα αντικείμενα και «πειρασμούς» (π.χ. κοσμήματα, στερεοφωνικά, απορρυπαντικά κ.ά.), καθώς και σε ένα μέρος όπου υπάρχει επαρκής φυσικός και προσωπικός χώρος για δραστηριότητες και πρόσβαση στα παιχνίδια του.
Φανταστείτε πόσο δύσκολο θα είναι για ένα παιδί, έως και 2 ετών, να κινηθεί άνετα και με ασφάλεια, σε ένα χώρο όπου όλες οι πορσελάνες βρίσκονται στα χαμηλά τραπεζάκια του σπιτιού τα οποία φτάνει το παιδί και πόσο δύσκολο θα είναι για τους γονείς να ηρεμούν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι μετά από μια κουραστική ημέρα στη δουλειά, όταν αναγκάζονται συνεχώς να παρακολουθούν το παιδί τους για να μη χτυπήσει ή να μη σπάσει κάτι. Δεν είναι πιο εύκολο να απομακρυνθούν σε κάποιο ψηλότερο μη προσβάσιμο από το παιδί σημείο τα όποια εύθραυστα ή πολύτιμα αντικείμενα και να υποδειχθεί στο παιδί ποιος είναι ο δικός του ασφαλής χώρος (π.χ. ένα δωμάτιο με καλυμμένες τις γωνίες στα έπιπλα), ώστε να μη χρειαστεί να φτάσουν οι γονείς και το παιδί στα όρια του εκνευρισμού; Μια τέτοια τακτική θα ήταν πολύ πιο βοηθητική, από τη στιγμή που, από την ίδια η φύση τους, τα μικρά παιδιά (έως 2 ετών) και τα νήπια είναι περίεργα και θέλουν να εξερευνούν.
Αν πάλι τα παιδιά τείνουν να πιάσουν ένα επικίνδυνο αντικείμενο, θα πρέπει οι γονείς να του πουν «όχι» ήρεμα και παράλληλα να απομακρύνουν το παιδί ή το αντικείμενο από εκεί (10). Με τον τρόπο αυτό του δείχνεται και με λόγια και με πράξεις τι δεν είναι αποδεκτό.


  • Η καθαρότητα στους κανόνες του σπιτιού και της οικογένειας. Οι σταθεροί, σαφείς και δίκαιοι κανόνες  -που τίθενται και τηρούνται και από τους δύο γονείς- βοηθούν το παιδί να μάθει να ελέγχει την ίδια του τη συμπεριφορά, χωρίς απαραίτητα να του το υπενθυμίζουν συνεχώς. Ένας τέτοιος απαράβατος κανόνας για ένα 3χρονο παιδάκι π.χ. θα μπορούσε να είναι: «Να μένεις μακριά από τον αναμμένο φούρνο και, αν θέλεις, μπορείς να κοιτάζεις το φαγητό που μαγειρεύεται, αλλά δίχως να τον ανοίγεις όταν είσαι μόνος/-η σου».
Τα παιδιά 3-5 ετών είναι σε θέση να καταλάβουν τη σχέση /σύνδεση μεταξύ δράσης (συμπεριφοράς) και συνέπειας. Αυτή η περίοδος θεωρείται και η πιο κατάλληλη για να μάθει τους κανόνες της οικογένειάς του. Είναι σημαντικό α) να δοθεί στο παιδί το μήνυμα πως «δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, όποτε θέλει» και β) να αρχίσει να ανέχεται την αναστολή των επιθυμιών του ή ακόμη και τη ματαίωσή τους (Παπαδιώτη - Αθανασίου 2000).
Καλό είναι οι κανόνες που τίθενται να μην είναι πάρα πολλοί, ώστε να μπορέσει να τους αφομοιώσει το παιδί, ανάλογα και με την ηλικία του. Επίσης, να αφορούν κυρίως συνθήκες προστασίας του παιδιού από κινδύνους ή κανόνες αποδεκτής κοινωνικής συμπεριφοράς που να ισχύουν και για άλλα μέλη της οικογένειας (π.χ. «Όταν θέλουμε ένα βιβλίο που δε φτάνουμε στη βιβλιοθήκη, ζητάμε από κάποιον/α να μας βοηθήσει»). Τέλος, οι κανόνες καλό είναι να εκφράζονται τόσο απλά και συγκεκριμένα, όσο χρειάζεται για να τους κατανοήσει το παιδί (βλ. και ασκήσεις).



Στο σημείο αυτό αναφερόμαστε στον τύπο της «πυρηνικής οικογένειας», βάσει του ορισμού του Parsons (Αθανασίου - Παπαδιώτη 2000, σ. 89), ο οποίος αναφέρει πως σε αυτόν τον τύπο περιλαμβάνονται α) ενήλικες των δύο φύλων οι οποίοι έχουν και συγκεκριμένους ρόλους και β) παιδιά. Υπάρχει δηλ. ένας πατέρας που εργάζεται ώστε να εξασφαλίσει τα προς το ζην της οικογένειας, μία μητέρα που μπορεί να εργάζεται, αλλά πάντως έχει καθήκον κατά κύριο λόγο τη φροντίδα του νοικοκυριού και της ανατροφής των παιδιών τους, και τα ίδια τα παιδιά.
Δεν παραβλέπεται ούτε βέβαια υποτιμάται σε καμία περίπτωση το γεγονός πως στη σύγχρονη κοινωνία μας υπάρχουν και άλλοι τύποι οικογένειας πλην της «πυρηνικής», που θεωρείται ο επικρατέστερος τύπος στη Βιομηχανική Εποχή (και για το λόγο αυτό μόνο τον επικαλούμαι στο συγκεκριμένο σημείο). Υπάρχουν π.χ. μονογονεϊκές οικογένειες, ζευγάρια που συζούν και μεγαλώνουν τα παιδιά τους δίχως να έχουν συνάψει γάμο, ζευγάρια που έχουν παντρευτεί αλλά δεν διαμένουν στο ίδιο σπίτι, ζευγάρια ομοφυλοφίλων που κάνουν παιδιά τα οποία και μεγαλώνουν κ.ο.κ. Με βάση τα ανωτέρω, κατανοεί κανείς πως είναι δύσκολο να δοθεί ένας και μόνο ορισμός για την οικογένεια που να καλύπτει όλους τους διαφορετικούς της τύπους.

  • Ο σχεδιασμός δράσεων σκεπτόμενοι τις ανάγκες των παιδιών, επίσης προλαμβάνει τις τεταμένες σχέσεις με τους κηδεμόνες/γονείς τους.
Λόγου χάρη, μπορεί κανείς να προσαρμόσει τις δραστηριότητες της ημέρας στην περιορισμένη ικανότητα των παιδιών για συγκέντρωση (για μεγάλο χρονικό διάστημα). Επίσης, μία άλλη εναλλακτική μπορεί να είναι οι γονείς να σχεδιάσουν μεταξύ τους καθημερινές συνήθειες και να τις προτείνουν στο παιδί τους με συνέπεια. Π.χ. ένας από τους δύο γονείς εναλλάξ ή και οι δύο μαζί συνοδεύουν 3 φορές την εβδομάδα το παιδί στην παιδική χαρά μετά το μεσημεριανό του ύπνο. Αν πάλι χρειαστεί να περιμένουν για ώρα μαζί με τα παιδιά (π.χ. σε μία αίθουσα αναμονής), θα πρέπει να επιχειρήσουν να συνδέσουν το γεγονός αυτό με κάτι ευχάριστο, π.χ. με το διάβασμα ενός παραμυθιού ή μ' ένα παιχνίδι που μπορούν να παίξουν με τα παιδιά στο συγκεκριμένο χώρο κ.τ.λ.
Επιπλέον, οι γονείς θα πρέπει να προετοιμάζουν τα παιδιά τους (εκ των προτέρων) για κάτι που πρόκειται να κάνουν στη συνέχεια και να τους δίνουν το χρόνο, ώστε να ολοκληρώσουν τη δραστηριότητα (π.χ. να πουν από το πρωί στον 7χρονο γιο τους: «Στις 5:00 το απόγευμα θα πάμε στο μάθημα κολύμβησης. Έχεις 6 ώρες να τελειώσεις το διάβασμά σου»). Θα πρέπει, πάντως, σε μια τέτοια περίπτωση να μένουν σταθεροί στις οδηγίες που δίνουν στα παιδιά και να τηρούν τα λεγόμενά τους.


  • Το να βοηθούν οι γονείς τα παιδιά τους στην επίλυση προβλημάτων, να τους δίνουν επιλογές, καθώς και το να τους εξηγούν τις συνέπειες των συμπεριφορών των ανθρώπων, επίσης, προλαμβάνει τις μεταξύ γονιών και παιδιών εντάσεις (13). Οι γονείς, λοιπόν, θα πρέπει να συζητούν με τα παιδιά τους.
Έτσι, οι γονείς θα πρέπει να καθοδηγούν τα παιδιά τους προς τη λύση ενός προβλήματος, ρωτώντας τα (π.χ.: «Τι νομίζεις πως θα συνέβαινε αν δε στεκόσουν στο πεζοδρόμιο;»). Η πρακτική αυτή βοηθά και τα παιδιά να κάνουν καταλληλότερες επιλογές, αλλά και τους γονείς να παρακολουθούν τον τρόπο που εκείνα σκέφτονται και ανάλογα να τα καθοδηγούν. Από την πλευρά των γονιών, σίγουρα απαιτείται υπομονή, μιας και η ικανότητα επίλυσης προβλημάτων δεν κατακτάται (από τα παιδιά) με μία ή δύο θεματικές. Ακόμη, χρειάζεται επανάληψη και επιμονή στην εξάσκηση της μεθόδου αυτής, αλλά και επιβράβευση της προσπάθειας του παιδιού να σκέφτεται «πάνω» στα θέματα που του τίθενται.
Οι λιγότερες ενδο-οικογενειακές εντάσεις, το χαμόγελο του παιδιού και η προσωπική του εξέλιξη θα ανταμείψουν τους γονείς για την προσπάθειά τους αυτή να είναι στοργικοί, δίκαιοι, ξεκάθαροι, σταθεροί και «εκεί» για τα παιδιά τους.

Στην ενότητα αυτή καταγράφηκαν οι παράγοντες πρόληψης των εντάσεων στη σχέση γονιού - παιδιού. Τα πράγματα δεν είναι πολύ διαφορετικά για ό,τι ισχύει στη σχέση δασκάλων-μαθητών ή φροντιστών-ανήλικων χρηστών υπηρεσιών (σε ξενώνες, στέγες φιλοξενίας κ.τ.λ.).
Τι χρειάζεται όμως να συμβεί την ίδια τη στιγμή της έντασης; Ποιες είναι οι σύγχρονες ψυχο-παιδαγωγικές αντιλήψεις για την εκμάθηση των ορίων στα παιδιά, χωρίς προσφυγή στη βία;

Παράδειγμα: Την πρώτη φορά που η τρίχρονη κόρη κάποιου γονιού προσπαθήσει να ζωγραφίσει τον τοίχο του σαλονιού με μαρκαδόρο, θα πρέπει να της εξηγήσει γιατί κάτι τέτοιο είναι μη αποδεκτό (λέγοντας π.χ. πως «Η μπογιά στον τοίχο δεν καθαρίζεται εύκολα και το να μη ζωγραφίζουμε πάνω σ' αυτόν ισχύει για όλους στο σπίτι. Έχουμε άλλωστε όλοι τα χαρτιά μας για να ζωγραφίζουμε»). Θα πρέπει, επίσης, να της εξηγήσει τι θα συμβεί (συνέπεια) αν το ξανακάνει (π.χ. «Θα χρειαστεί να με βοηθήσεις στο καθάρισμα του τοίχου και δυστυχώς θα στερηθείς και τους μαρκαδόρους σου για την υπόλοιπη ημέρα»).
 
Εκμάθηση των ορίων στα παιδιά, δίχως προσφυγή στην βία: Πώς αλλιώς να κερδίσουν οι γονείς την πειθαρχία των παιδιών
Ένας σημαντικός στόχος του γονεϊκού ρόλου είναι να εμφυσήσει στο παιδί ένα «ρεπερτόριο δεξιοτήτων επίλυσης προβλημάτων», καθώς και την ικανότητα και πεποίθηση πως μπορεί να το χρησιμοποιήσει, κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Οι επιλογές που κάνουν οι γονείς όσον αφορά τις μεθόδους πειθαρχίας των παιδιών τους, προωθούν σ' αυτά ισχυρά πρότυπα, άλλοτε επιθετικότητας, άλλοτε αυτοελέγχου, αντεκδίκησης, επίλυσης δύσκολων καταστάσεων, άλλοτε πρότυπα επικοινωνίας, εμπάθειας, παλληκαρισμού (bulling) κ.ο.κ. Οι επιλογές αυτές των γονιών επηρεάζουν ανάλογα την ικανότητα ή ανικανότητα των παιδιών τους να «αγωνίζονται» όταν συναντούν τις καθημερινές προκλήσεις της ζωής, στη γειτονιά στο σχολείο, στα αθλήματα (Durrant et al. 2004) κ.τ.λ.
Ακριβώς επειδή η σωματική τιμωρία είναι, στην καλύτερη περίπτωση αναποτελεσματική στο να διδάξει κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές και επειδή, εν δυνάμει, μπορεί να αποβεί επιβλαβής -τόσο στο συναισθηματικό όσο και στο φυσικό/σωματικό επίπεδο-, οι φροντιστές των παιδιών (δάσκαλοι, γονείς, θεραπευτικό προσωπικό ιδρυμάτων για παιδιά, κηδεμόνες κ.ά.) πρέπει να ενθαρρύνονται προς την ανάπτυξη εναλλακτικών και θετικών προσεγγίσεων πειθαρχίας.
Στην προηγούμενη ενότητα αναφέραμε κάποιες δεξιότητες που είναι καλό να έχουν οι γονείς, ώστε να βελτιώσουν το ενδοοικογενειακό κλίμα και τις σχέσεις με τα παιδιά τους, όπως λόγου χάρη να μάθουν πληροφορίες για τα φυσιολογικά στάδια ανάπτυξής του: να ξέρουν τι να περιμένουν από το παιδί τους στη συγκεκριμένη ηλικία, τι μπορεί να καταλάβει και τι όχι, πώς συμπεριφέρεται κατά βάση. Άλλες δεξιότητες είναι να αποτελέσουν οι ίδιοι πρότυπα θετικών συμπεριφορών και να είναι συνεπής η συμπεριφορά τους με αυτήν που απαιτούν και από τα παιδιά τους. Ένας γονιός π.χ. που πολύ συχνά χρησιμοποιεί λεκτική βία κατά του/της συζύγου του πιθανόν γίνεται αναξιόπιστος όταν μαλώνει τον 5χρονο γιο του/της που βρίζει τους συμμαθητές του. Το παιδί, έτσι, δεν έχει κάποια άλλη συμπεριφορά να μιμηθεί, πλην της λεκτικής βίας.
Στην παρούσα ενότητα θα αναφερθούμε στις σύγχρονες μεθόδους διαπαιδαγώγησης, καθώς και στην εκμάθηση των ορίων στα παιδιά και τους εφήβους δίχως προσφυγή στη βία και επομένως στη σωματική τιμωρία.
Οι ψυχοπαιδαγωγικές αντιλήψεις για την εκμάθηση των ορίων στα παιδιά προσχολικής ηλικίας χωρίς προσφυγή στη βία, όπως προκύπτει από την ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας, περιλαμβάνουν μεθόδους όπως:


  • Διδαχή και  επεξήγηση καταστάσεων και επιλογών που κάνουν τα παιδιά (με άλλα λόγια, οι γονείς να συζητήσουν με το παιδί).
  • Ενίσχυση της συνεργατικότητας.
  • Ενίσχυση της αυτοεκτίμησης του παιδιού.
  • «Μεταφορά» του μηνύματος πως το παιδί είναι σημαντικό πρόσωπο.
  • Εποπτεία του παιδιού (Durrant et al. 2004), υπό την έννοια της «επίβλεψης» (Παπαδιώτη - Αθανασίου 2000).
  • Έκφραση στοργής, τρυφερότητας από την πλευρά των γονιών και αφιέρωση χρόνου για παιχνίδι με το παιδί. Το παιδί μπορεί να κατανοήσει τα όρια και ακόμη και μέσα από τη διαφορετικότητα των δραστηριοτήτων του: χρόνος για παιχνίδι -χρόνος για διάβασμα- χρόνος για φαγητό - χρόνος για ύπνο. Όταν η μία κατάσταση δεν εμπλέκεται στην άλλη και όταν η διάρκειά της έχει προσυμφωνηθεί μεταξύ γονιού και παιδιού και τηρείται, τότε το παιδί οριοθετείται. Μαθαίνει να περιμένει, να εμπιστεύεται το γονιό, δεν ανησυχεί ότι θα αδικηθεί και ότι θα έχει μόνο υποχρεώσεις και όχι δικαιώματα.
  • Ενίσχυση επιθυμητών συμπεριφορών. Θα πρέπει π.χ. να δοθεί προσοχή όταν εμφανίζονται θετικές συμπεριφορές και αντίστοιχα να επιδειχθεί αδιαφορία κατά την εμφάνιση αρνητικών συμπεριφορών, ώστε να αποδυναμωθεί η πιθανότητα επανεμφάνισής τους. Καλό είναι οι γονείς να ανταποκρίνονται με σταθερότητα σε παρόμοιες θετικές συμπεριφορές, ώστε να δίνουν επιπλέον κίνητρα στο παιδί για να εκφράζεται θετικά.
  • Εγκαθίδρυση προσδοκιών, συνεπειών και ορίων ανάλογων με το αναπτυξιακό στάδιο στο οποίο βρίσκεται το παιδί.
  • Προετοιμασία του παιδιού για τις μεταβατικές περιόδους (π.χ. όταν ξεκινά τον παιδικό σταθμό ή το δημοτικό σχολείο, όταν μένει με τη γιαγιά και το ζευγάρι φεύγει για ολιγοήμερες διακοπές).
  • Σχεδιασμός αντιμετώπισης δύσκολων καταστάσεων για θέματα που το αφορούν/πιέζουν, μαζί με το παιδί.
  • Δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε λογικές εναλλακτικές. Π.χ. το παιδί μπορεί να κληθεί να επιλέξει μεταξύ του να παίξει στο σπίτι για 1 ώρα και του να βγει με τους γονείς του για ψώνια για το ίδιο χρονικό διάστημα.
  • Απόσπαση προσοχής του παιδιού από επικίνδυνα αντικείμενα (Durrant et al. 2004).
Οι παραπάνω μέθοδοι όχι μόνο απομακρύνουν τους γονείς/κηδεμόνες/φροντιστές από την άσκηση βίας, αλλά επίσης προωθούν τη θετική συμπεριφορά από τα ίδια τα παιδιά.
Επίσης, οι σύγχρονες ψυχοπαιδαγωγικές αντιλήψεις καθοδήγησης και εκμάθησης των ορίων στα μεγαλύτερα παιδιά και τους εφήβους χωρίς προσφυγή στη βία περιλαμβάνουν μεθόδους όπως:


  • Σαφή και ξεκάθαρη διατύπωση των προσδοκιών από πλευράς των ενηλίκων.
  • Αναγνώριση και ανταμοιβή της θετικής συμπεριφοράς, δίνοντας προσοχή ή μέρος του χρόνου των γονιών αποκλειστικά στο παιδί ή τον/την έφηβο που την εξέφρασε.
  • Βοήθεια από την πλευρά των ενηλίκων προς την ανεύρεση διεξόδων έκφρασης του εαυτού των ανηλίκων.
  • Σεβασμός στην αυξανόμενη ανάγκη του παιδιού/εφήβου για ανεξαρτησία.
  • Επεξήγηση της αναγκαιότητας ύπαρξης κανόνων και ορίων στην οικογένεια, στην τάξη κ.τ.λ.
  • Εμφάνιση των γονιών ως πρότυπα συμπεριφορών: α) διαπραγμάτευσης και β) επίλυσης προβλημάτων.
  • Δυνατότητα του γονιού να ακούει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται/ ερμηνεύει το παιδί και ο έφηβος τα πράγματα.
  • Διδαχή του δίκαιου, της ευγένειας και της εντιμότητας.
  • Κινητοποίηση του παιδιού προς την αλλαγή της συμπεριφοράς του και όχι προς το να κατηγορεί άλλους.
  • Ευελιξία, προσεκτική ακρόαση των λεγομένων του παιδιού ή του εφήβου.
  • Εμπλοκή του στη λήψη αποφάσεων.
Αμέσως παρακάτω θα δούμε πώς αυτές οι μέθοδοι γίνονται πράξη. Με ποιο τρόπο δηλαδή θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσει κανείς αποτελεσματικά τις τεχνικές των μεθόδων αυτών, ώστε να πειθαρχήσουν τα παιδιά και οι έφηβοι.


Τεχνικές πειθαρχίας: Τα κλειδιά που ανοίγουν νέες προοπτικές στη σχέση των γονιών με τα παιδιά και τους εφήβους. Πώς να βελτιώσουν οι γονείς την επικοινωνία με τα παιδιά τους
Όταν εμφανίζεται η ανεπιθύμητη συμπεριφορά, χρειάζεται να τεθούν σε εφαρμογή στρατηγικές μείωσης ή περιορισμού της. Ορισμένες φορές οι παρεμβάσεις αυτές απαιτείται να είναι άμεσες -λόγω του κινδύνου που ενέχει η όποια ανεπιθύμητη συμπεριφορά- και άλλες φορές χρειάζεται να είναι επαναλαμβανόμενες με σταθερό τρόπο - ώστε να αποτραπεί η γενίκευση της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς και σε άλλα πλαίσια, τομείς, συνθήκες κ.τ.λ. Κάποια προβλήματα, επίσης, είναι καλύτερο να επιλύονται μετά την πάροδο της κρίσης και αφού τα άτομα που εμπλέκονται στην προβληματική κατάσταση αποστασιοποιηθούν από αυτή. Με άλλα λόγια, ειδικά όταν ανταλλάσσει κανείς έντονα συναισθήματα με τους οικείους του, καλό είναι να κάνει ένα διάλειμμα! Αυτό θα επιτρέψει στο γονιό να επανέλθει και να συζητήσει ξανά ό,τι συνέβη, αφού τα συναισθήματα καταλαγιάσουν. Με τον τρόπο αυτό αναπτύσσονται εναλλακτικοί τρόποι διαχείρισης της προβληματικής/ανεπιθύμητης κατάστασης, αλλά και μαθαίνει κανείς να τις αποφεύγει (Committee on Psychosocial Aspects of Child and Family Health 1998). Παρακάτω ακολουθούν διάφορες τεχνικές αποδυνάμωσης μιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς.


Με τον όρο ανεπιθύμητη συμπεριφορά -στην ενότητα αυτή- εννοούμε τη συμπεριφορά που θέτει σε κίνδυνο την ακεραιότητα του παιδιού ή των άλλων γύρω του και που δεν συνάδει με τις λογικές προσδοκίες και απαιτήσεις των γονιών ή των άλλων αρμόδιων γι' αυτό ενηλίκων (π.χ. δασκάλων).
 
α. Το «διάλειμμα» ή «διακοπή» ("time-out") αποδυναμώνει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά: αφού εξηγηθεί με ήρεμο, αλλά και σταθερό τόνο στη φωνή των γονιών η μη αποδεκτή συμπεριφορά για την οποία το παιδί χρεώνεται το «διάλειμμα» και του ζητηθεί να αναλογιστεί πάνω σ' αυτή, το παιδί θα πρέπει να οδηγείται σε ένα ήσυχο, αλλά όχι απομονωμένο χώρο (Winterfeld 2002), που να είναι παράλληλα ασφαλής, ουδέτερος, δίχως παιχνίδια ή τηλεόραση (Committee on Psychosocial Aspects of Child and Family Health 1998). Στο χώρο ή τη θέση αυτή (καρέκλα, γωνία, τοίχο) το παιδί δεν πρέπει να νιώθει φόβο, αλλά κυρίως να του είναι βαρετός. Παράλληλα το παιδί θα πρέπει να ενημερωθεί για πόση ώρα θα παραμείνει εκεί και οι γονείς θα πρέπει να μείνουν συνεπείς στη δέσμευσή τους αυτή. Τα παιδιά πρέπει να πιστέψουν ότι ο γονιός εννοεί αυτά που του λέει, διαφορετικά εκείνοι κινδυνεύουν να γίνουν αναξιόπιστοι στα μάτια των παιδιών (αυτό δε σημαίνει πως δεν πρέπει οι γονείς να δίνουν «δεύτερες ευκαιρίες», αλλά πως κατά βάση πρέπει να σοβαρολογούν). Προτείνεται να παραμένει το παιδί στην κατάσταση αυτή για τόσα λεπτά, όσα και η ηλικία του. Π.χ. ένα πεντάχρονο παιδί παραμένει για 5 λεπτά της ώρας. Χρειάζεται, ωστόσο, προσοχή από την πλευρά των γονιών ώστε να είναι ξεκάθαροι προς το παιδί για το ποια συμπεριφορά είναι ανεπιθύμητη και ποιες θα είναι οι συνέπειές της αν την εκφράσει.

 Θετικά στοιχεία της τεχνικής:
  • Αποφεύγονται οι συγκρουσιακές καταστάσεις και η ένταση.
  • Το παιδί καταλαβαίνει την άμεση επίπτωση της συμπεριφοράς του, όταν το «διάλειμμα» ακολουθεί ακριβώς μετά την εμφάνισή της.
  • Η τεχνική συνδέει κάθε φορά/σταθερά το ερέθισμα (ανεπιθύμητη συμπεριφορά) με την αντίδραση ("time-out").
  • Το παιδί κατανοεί πως η συγκεκριμένη συμπεριφορά του είναι αυτή που είναι ανεπιθύμητη και όχι το ίδιο.
  • Η τεχνική είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στο να «διορθώνει» συμπεριφορές επιθετικότητας, εκρήξεων θυμού, τσακωμών και νεύρων.
  • Μακροπρόθεσμα, συνήθως είναι μία ιδιαίτερα αποτελεσματική τεχνική πειθαρχίας.
Τι να προσεχθεί:
  • Δεν ενδείκνυται για παιδιά κάτω των 2 ετών (άλλες πηγές αναφέρουν πως δεν ανταποκρίνεται σε παιδιά κάτω των 18 μηνών) και άνω των 6 ετών.
  • Βραχυπρόθεσμα, σπάνια αποδίδει τα επιθυμητά αποτελέσματα «συμμόρφωσης».
  • Στόχος του "time-out" είναι η απομάκρυνση του παιδιού από την προβληματική κατάσταση.
  • Η αποτελεσματικότητα της τεχνικής έγκειται στο να μην αλληλεπιδρά ο γονιός με το παιδί για τα λεπτά που μένει μόνο του (π.χ. να μη του μιλάει ή απαντάει).
  • Η κατάσταση του "time-out" πρέπει να ολοκληρωθεί αφού το παιδί έχει καταφέρει να μείνει ήρεμο τουλάχιστον για 15 δευτερόλεπτα.
  • Πολύ σημαντικό είναι, στη σχέση του γονέα με το παιδί, να υπάρχει κατά βάση χρόνος που αλληλεπιδρούν θετικά και ο γονιός ασχολείται μαζί του ("time-in"), δίνοντάς του προσοχή, πέρα από τις καταστάσεις κατά τις οποίες εκφράζει κάποια ανεπιθύμητη συμπεριφορά.
β. Η «απομάκρυνση προνομίων» αποτελεί έναν άλλο τρόπο απόσβεσης της ανεπιθύμητης συμπεριφοράς (Burton Banks and James 2002). Αφορά την απομάκρυνση επιθυμητών αντικειμένων ή συνθηκών που έχουν σημασία και αξία για το παιδί. Τέτοια μπορεί να είναι η θέαση ενός αγαπημένου τηλεοπτικού προγράμματος, η επίσκεψη σε φίλους κ.τ.λ. Θα πρέπει πάντα να εξηγείται ποια προνόμια θα στερηθεί το παιδί/ο έφηβος αν προβεί σε ανεπιθύμητη συμπεριφορά και για ποιο λόγο. Ο γονιός θα πρέπει να καθορίσει συγκεκριμένα ποια συμπεριφορά και ποια προνόμια είναι αυτά. Επίσης, να εκφράσει την απογοήτευσή του στο παιδί γι' αυτό που κάνει. Παράλληλα, καλό είναι να το διορθώνει και να του επισημαίνει ποια συμπεριφορά είναι επιθυμητή από εκείνον.

Θετικά στοιχεία της τεχνικής:
  • Αποφεύγονται οι συγκρουσιακές καταστάσεις και η ένταση (καβγάδες, φωνές κ.τ.λ.).
  • Το παιδί καταλαβαίνει την άμεση επίπτωση της συμπεριφοράς του όταν «η απομάκρυνση προνομίων» ακολουθεί ακριβώς μετά την εμφάνισή της. Τι να προσεχθεί:
  • Αν και δεν αποτελεί αρνητικό στοιχείο της ίδιας της τεχνικής ακριβώς, ορισμένες φορές οι γονείς εσφαλμένα συγχέουν την «απομάκρυνση προνομίων» με την τιμωρία και «απειλούν» με αυτή τα παιδιά τους.
Άλλες πηγές αναφέρουν πως η τεχνική είναι κατάλληλη και για παιδιά ως 8 ετών (www.kidshealth.org).

Το να εξηγηθεί στα μεγαλύτερα παιδιά (άνω των 5 ετών) αλλά και στους εφήβους για ποιο λόγο η συγκεκριμένη τους συμπεριφορά έχει τη συγκεκριμένη συνέπεια τους βοηθά να μάθουν την κατάλληλη συμπεριφορά και επίσης βελτιώνει τη συνολική συμμόρφωσή τους προς τα αιτήματα ενηλίκων (Committee on Psychosocial Aspects of Child and Family Health 1998).
Η τιμωρία νοείται ως η εφαρμογή ενός αρνητικού ερεθίσματος σε κάποια/-ον/-ο, με στόχο τη μείωση ή τον περιορισμό μιας συμπεριφοράς. 
Υπάρχουν δύο τύποι τιμωρίας που ασκούνται σε παιδιά: 
α. η λεκτική αποδοκιμασία/επιτίμηση και 
β. η τιμωρία που προκαλεί φυσικό πόνο, όπως η σωματική τιμωρία (Committee on Psychosocial Aspects of Child and Family Health 1998).
  • Η τεχνική αυτή έχει καλύτερα αποτελέσματα όταν δεν χρησιμοποιείται συχνά.
  • Ανταποκρίνεται κυρίως σε μεγαλύτερα παιδιά και εφήβους. 
γ. Η θετική ενίσχυση, επίσης, είναι καίρια στον τομέα της πειθαρχίας. Στο σημείο αυτό θα δούμε πιο συγκεκριμένα, βήμα-βήμα και με παραδείγματα πώς μπορεί να εφαρμοστεί. Μια πολύ ισχυρή μορφή θετικής ενίσχυσης είναι η γονεϊκή προσοχή, η οποία πρέπει να επικεντρώνεται κυρίως στις επιθυμητές («θετικές») συμπεριφορές παρά στις προβληματικές. Είναι καλό οι γονείς να εντοπίζουν συστηματικά την «κατάλληλη» (επιθυμητή) συμπεριφορά εκ μέρους του παιδιού και να του δίνουν συχνά ανατροφοδότηση, ανταμείβοντας τη θετική συμπεριφορά αμέσως μετά την έκφρασή της, ώστε να συνδέσει το παιδί την «αμοιβή» με τη θετική του συμπεριφορά (Committee on Psychosocial Aspects of Child and Family Health 1998). Η αμοιβή δεν είναι απαραίτητο να είναι κάτι υλικό και έτσι να έχει την έννοια της εξαγοράς της καλής συμπεριφοράς. Μπορεί να είναι ένα χαμόγελο του γονιού, μια βόλτα μαζί με το παιδί, μια αγκαλιά, μια φράση που δηλώνει περηφάνια.
Κάτι άλλο, «παιχνιδιάρικο» που μπορείτε ο γονιός να κάνει είναι το σύστημα της «συμβολικής πληρωμής»: στην περίπτωση αυτή, το παιδί κερδίζει ένα (αυτοκόλλητο ή χάρτινο) αστέρι κάθε φορά που εκδηλώνει μια θετική συμπεριφορά που του έχετε ζητηθεί και χάνει ένα για κάθε αρνητική συμπεριφορά που επίσης έχει προκαθορισθεί. Τα αστέρια «εξαργυρώνονται» σε «βραβεία» (σε κάτι δηλαδή που επιθυμεί πολύ το παιδί) μετά από ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. ένα μήνα) ή αφού έχει συμπληρώσει ένα ορισμένο αριθμό αστεριών (π.χ. 10).


 Θετικά στοιχεία της τεχνικής:
  • Το παιδί γνωρίζει και νιώθει πως το φροντίζουν και το ενθαρρύνουν.
  • Η τεχνική αυτή αποτελεί τη βάση για να μπορέσει να δεχτεί το παιδί πιο «ανώδυνα» τις απαγορεύσεις, τους περιορισμούς και τους κανόνες που θα του τεθούν. 
Τι να προσεχθεί:
  • Σε περίπτωση που οι υλικές ενισχύσεις (γλυκά, χρήματα κ.ο.κ.) υπερισχύσουν κατά πολύ των μη υλικών, το παιδί ενδέχεται να περιμένει από τους γονείς του ανταλλάγματα (!) για το καλό που κάνει και έτσι να πάρει εκείνο «τα ηνία στα χέρια του» («Δώσε μου σοκολάτα, για να κλείσω την τηλεόραση!»).
  • Οι γονείς δεν θα πρέπει να το παρακάνουν ενισχύοντας θετικά το παιδί τους για όλες του τις θετικές συμπεριφορές, δίχως παράλληλα να του επιτρέπουν να απογοητεύεται ή και να θυμώνει, αν λ.χ. αναστέλλονται κάποιες επιθυμίες του (π.χ. ίσως να πρέπει να περιμένει ένα 5χρονο κορίτσι μέχρι μεθαύριο για να αγοραστεί το αγαπημένο του παιχνίδι, αντί να το έχει αμέσως).

Τα αστέρια μπορείτε να τα κατασκευάσει ο γονιός μαζί με το παιδί του!
 
δ. Η λεκτική αποδοκιμασία/επιτίμηση. Είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς στο νου του πως και η μέθοδος αυτή θα πρέπει να στοχεύει στη διαπαιδαγώγηση ή την αποδυνάμωση μιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς και όχι στην εκδίκηση (Committee on Psychosocial Aspects of Child and Family Health 1998). Αναφέρεται, επίσης και με τον όρο «τιμωρία» και ως ιδιαίτερο είδος της ("verbal punishment"), αλλά και με τον όρο «επιτίμηση» ("verbal reprimands"). Η λεκτική αποδοκιμασία εκφράζεται όταν π.χ. κάποιος μαλώνει ένα παιδί (μαθητή/τριά κ.ο.κ.). Σε καμιά περίπτωση πάντως δεν κρίνεται κατάλληλο να χρησιμοποιείται για συμπεριφορές των παιδιών που αποτελούν μέρος της φυσιολογικής τους ανάπτυξης (λ.χ. εκπαίδευση των νηπίων στη χρήση τουαλέτας) ή και για ατυχήματα/αποτυχίες κατάκτησης τμημάτων αυτών των σταδίων.
 Θετικά στοιχεία:
  • Όταν χρησιμοποιούνται σπάνια και στοχεύοντας σε συγκεκριμένες συμπεριφορές οι λεκτικές αποδοκιμασίες έχουν παροδικού τύπου αποτελεσματικότητα, ωστόσο άμεση, ανακόπτοντας ή περιορίζοντας ανεπιθύμητες συμπεριφορές.
Τι να προσεχθεί:
  • Όταν χρησιμοποιείται συχνά και για ό,τι αρνητικό κάνει το παιδί, σοβαρό ή λιγότερο σοβαρό, αποδυναμώνεται η ισχύς της μεθόδου και, επιπλέον, το παιδί οδηγείται σε συναισθήματα ανησυχίας και αδιαφορίας για το γονιό και για τα όσα προσάπτει στο παιδί.
  • Επίσης, όταν η αποδοκιμασία χρησιμοποιείται ως μοναδική μέθοδος διαπαιδαγώγησης και πειθαρχίας (και απουσιάζει, λόγου χάρη, παράλληλα και η «θετική ενίσχυση» για τις επιθυμητές συμπεριφορές του παιδιού), τότε υπάρχει ο κίνδυνος της αύξησης της μη-συμμόρφωσης του παιδιού. Ειδικά τα παιδιά προσχολικής ηλικίας μπορεί να τα προκαλεί, να τα ερεθίζει και να τα αναστατώνει όταν χρησιμοποιείται κατ' αποκλειστικότητα.
  • Οι χαρακτηρισμοί για το ίδιο το παιδί (π.χ. «είσαι ανίκανος», «.άγαρμπη», «.άσχετη», «.απαράδεκτος») θα πρέπει να αποφεύγονται. Πληγώνουν περισσότερο! Αντίθετα, οι γονείς θα πρέπει να μιλούν για τη συμπεριφορά που παιδιού που δεν τους ικανοποιεί λέγοντας π.χ. «Αυτό που κάνεις είναι απαράδεκτο», «.ανεπίτρεπτο», «.προσβλητικό», «.άδικο» κ.τ.λ.
  • Εάν το παιδί δεν εισπράττει αρκετό ενδιαφέρον από τους γονείς σε άλλες στιγμές της ζωής του, η λεκτική αποδοκιμασία μπορεί να λειτουργεί ενισχυτικά, προσφέροντας προσοχή στο παιδί!
  • Θα πρέπει να αποφεύγεται η χρήση της λεκτικής αποδοκιμασίας ταυτόχρονα με την τεχνική του "time-out" (βλ. παραπάνω, σημείο α), μιας και η αποτελεσματικότητα της δεύτερης περιορίζεται κατά πολύ.

Ακολουθούν κάποια άλλα παραδείγματα τεχνικών και χειρισμών που μπορεί να βελτιώσουν την επικοινωνία του γονέα με το παιδί, ανάλογα και με την ηλικία του και την ψυχοσωματική του κατάσταση (αφορά σε χειρισμούς γονέων, κηδεμόνων, δασκάλων, φροντιστών).
  • Όταν βλέπει κανείς πως η μαθήτρια/ο μαθητής του ή το παιδί του είναι εκνευρισμένο, θα πρέπει να το ρωτήσει «τι συμβαίνει». Με τον τρόπο αυτό ίσως να προλάβει μια κρίση, εφ' όσον θα υπάρξει λεκτική μετάβαση/διέξοδος της συναισθηματικής έντασης του παιδιού. Επίσης, θα έχει πετύχει να τον αισθανθεί το παιδί νιώσει κοντά του και να πιστέψει πως αντιμετωπίζεται με κατανόηση. Ακόμη κι αν το παιδί δεν έχει ανεπτυγμένο λεξιλόγιο (ακόμη), θα πρέπει να το εξηγηθεί από τον ενήλικα τι εισπράττεται από τη συμπεριφορά του: π.χ. «Μάλλον είσαι εκνευρισμένος γιατί νυστάζεις. Χρειάζεσαι ξεκούραση. Όταν ξυπνήσεις, πιστεύω, θα έχεις καλύτερη διάθεση». Μια τέτοια ανταπόκρισή από την πλευρά των ενηλίκων οδηγεί και το παιδί στην αναγνώριση των συναισθημάτων του.
  • Αν πάλι κάποιος ενήλικας αντιληφθείτε πως το παιδί ή ο μαθητής/μαθήτριά του χτύπησε κάποιον άλλο, θα πρέπει να του ζητήσει να σταματήσει (αν χρειαστεί ακόμα και να απομακρύνει ήρεμα το παιδί) και να προτρέψει το παιδί να μιλήσει, παρά να πράξει για αυτά που νιώθει. Στην περίπτωση που το παιδί αρνείται να μιλήσει, ίσως χρειάζεται λίγη ακόμα από τη βοήθειά του ενήλικα. Σε αυτήν την περίπτωση ο ενήλικας θα πρέπει να «μεταφράσει» το συναίσθημά του παιδιού ρωτώντας το απλά τι τον/την έχει θυμώσει ή στεναχωρήσει.
  • Ειδικά για τα παιδιά ηλικίας 3-5 ετών είναι σημαντικό να τους λέγεται τι να κάνουν, παρά τι να μην κάνουν. Καλό είναι να αποφεύγεται προτάσεις που περιέχουν απαγόρευση, δηλαδή. Λόγου χάρη μπορεί κανείς να πει στο παιδί «Κάθισε στο κάθισμα του αυτοκινήτου σε παρακαλώ», αντί για «Μη σηκώνεσαι όρθιος!». Ή αν πρέπει να αναφερθεί κανείς στο τι δεν επιτρέπεται να κάνουμε στη συνέχεια θα πρέπει να προσθέσει πώς πρέπει να το κάνουμε: «Δεν πετάμε τα παιχνίδια. Τα ακουμπάμε μαλακά στη θέση τους». Στην τελευταία αυτή περίπτωση καλό είναι ο ενήλικας να κάνει αυτό που ζητάει από το παιδί, μαζί με το παιδί. Έτσι, θα πρέπει να κρατήσει το παιδί από το χέρι, να το οδηγήσει στο δωμάτιο, π.χ., και να συγυρίσει μαζί με το παιδί τα παιχνίδια του. Έτσι, τίθενται τα όρια, το παιδί μιμείται τον ενήλικα, το πρότυπό του, και κατανοεί πως είναι μαζί του στην ίδια «ομάδα» και όχι αντιμέτωποι. Στη συνέχεια θα μπορεί να το κάνει και μόνο του, αλλά τις πρώτες φορές χρειάζεται και τον ενήλικα.
  • Οι ενήλικες θα πρέπει να αποφύγουν τις μη ρεαλιστικές απειλές προς τα παιδιά, είτε στο σπίτι, είτε σε κάποιο πλαίσιο ψυχικής υγείας, είτε στο σχολείο, μιας και η μη τήρησή τους αποδυναμώνουν και άλλους τους χειρισμούς: π.χ. «Δεν θα πας 5ήμερη, αν πάρεις κάτω από τη βάση».
  • Αν πάλι κάποιος γονιός πει «Θα γυρίσουμε αμέσως σπίτι, αν δε σταματήσετε να φωνάζετε!» και τα παιδιά όντως συνεχίσουν, θα πρέπει να το κάνει κι ας χάσει και αυτός μαζί με τα παιδιά τη βόλτα του. Θα πρέπει, δηλαδή, οι προειδοποιήσεις να τηρούνται.
  • Όταν τα παιδιά επιτίθενται λεκτικά στους γονείς τους:
  • Αρχικά θα πρέπει οι γονείς να μη φοβηθούν να αντιμετωπίσουν το θυμό των παιδιών τους!
1) Όταν δεν υπάρχει προφανής (στους γονείς) λόγος για την επίθεση αυτή:
α) καλό είναι να μην την ενισχύσουν. Ίσως το παιδί απλώς να θέλει να τους προκαλέσει. Ενίσχυση στην προκειμένη μπορεί να είναι ο διάλογος εκείνη τη στιγμή με το παιδί ή η ακόμη και η ανταπάντησή των γονιών στο ίδιο ύφος [έτσι «παίζει κανείς (με) το παιχνίδι του»]. Πιο συγκεκριμένα:


  • Οι γονείς θα πρέπει να αποφύγουν να μιλούν και αυτοί με προκλητικές εκφράσεις και εριστικό ύφος τύπου : «Άλλες βρισιές δεν ξέρεις;»

  • Καλό είναι επίσης να ζητούν από το παιδί ένα πράγμα τη φορά ή τη στιγμή εκείνη, όχι π.χ. και να μη βρίζει και να πάει στο δωμάτιό του και να φορέσει τα παπούτσια του/της κ.τ.λ.
β) τις περισσότερες φορές καλό είναι να αδιαφορούν για την προκλητική αυτή συμπεριφορά -όχι για το άτομο- αποστρέφοντας ακόμη και το βλέμμα τους (να μην τον/την κοιτούν). Ίσως να χρειαστεί ακόμη και να αποχωρήσουν από το χώρο όπου βρίσκεται το παιδί, όταν αυτό είναι εφικτό και ασφαλές. Έτσι, προστατεύεται αρχικά την ψυχική ηρεμία των γονιών, αλλά και δείχνεται έμπρακτα στο παιδί -και όχι με λεκτική παρατήρηση που μπορεί να κουράζει- πως αυτή η συμπεριφορά ενοχλεί πραγματικά και αυτό του έγινε καθαρό. Οι γονείς μπορούν, ωστόσο, να του πουν, ειδικά αν τους ακολουθεί προκλητικά όπου πάνε(!), πως θα μπορέσουν να συνεννοηθούν και να μιλήσουν μαζί του όταν σταματήσει την επίθεσή του και ηρεμήσει.
 

2) Όταν υπάρχει προφανής λόγος για τη λεκτική επιθετικότητα ή οι γονείς έχουν λόγους να πιστεύουν ότι κάτι έχει ενοχλήσει το παιδί, καλό είναι να διερευνήσουν εκείνη τη στιγμή τους λόγους του εκνευρισμού του, ρωτώντας π.χ. «Τι συμβαίνει;». Η κουβέντα -για άλλη μια φορά- ίσως να αποφορτίσει την ένταση και να δώσει στοιχεία για το τι ενοχλεί το παιδί, και να αναδείξει τις ανάλογα παρεμβάσεις. Για παράδειγμα, αν τα αίτια του θυμού του παιδιού είναι ανάλογα, οι γονείς θα μπορέσουν να χαμηλώσουν την ένταση της τηλεόρασης γιατί δεν μπορεί να συγκεντρωθεί ή να του αλλάξουν κάποια πράγματα στο δωμάτιό του, οι εκπαιδευτικοί να του αλλάξουν θρανίο, κ.τ.λ.
Σχεδόν πάντα -και στις 2 παραπάνω περιπτώσεις- φαίνεται αποτελεσματική η ψυχραιμία τω ενηλίκων. Θα πρέπει, δηλαδή, οι ενήλικες να μιλήσουν στο παιδί με ήπιο και σταθερό τόνο στη φωνή τους, όντας σε τέτοια φυσική απόσταση από το παιδί που να μη νιώθει απειλή ή φόβο και δίχως να του μεταβιβάζουν πανικό ή αγανάκτηση. Όπως κι αν έχει πάντως, είτε κανείς είναι γονιός είτε εκπαιδευτικός είτε φροντιστής ατόμων με αναπηρίες κ.ά., δεν θα πρέπει να παραλείψει να βρει την κατάλληλη στιγμή να υπενθυμίσει στο παιδί, πως δεν του επιτρέπεται να μιλά έτσι (π.χ. να βρίζει ή να χρησιμοποιεί υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς για τον ανήλικα, εφ' όσον κι εκείνος δεν κάνει το ίδιο στο παιδί!).

  • Θα πρέπει να αποφεύγονται οι σκληροί περιορισμοί: Αν ο ενήλικας απαγορεύσει στο παιδί του (ή στο παιδί που φροντίζει) να παίξει για ένα μήνα έξω από το σπίτι (τον ξενώνα, το οικοτροφείο κ.τ.λ.) για κάτι αρνητικό που έκανε, ίσως το παιδί να μην νιώσει κινητοποίηση, ώστε να αλλάξει τη συμπεριφορά του, μιας και πλέον του στερήθηκαν όλα το μήνα του περιορισμού του.
Είναι προτιμότερο για κάθε «όχι» (περιορισμός) που λέει κανείς στο παιδί να του δίνει παράλληλα και δύο επιθυμητές επιλογές: π.χ. «Όχι, Μαίρη. Αυτό το βιβλίο είναι δικό μου! Μπορείς να χρωματίσεις στο μπλοκ ή στο δικό σου βιβλίο». Η τεχνική αυτή θέτει όρια από τη μια, αλλά από την άλλη ενθαρρύνει και το παιδί να ανεξαρτητοποιηθεί και να πάρει αποφάσεις.
- Όταν οι ενήλικες απευθύνονται στα παιδιά και τους δίνουν μια οδηγία είναι προτιμότερο να χρησιμοποιούν ολοκληρωμένες προτάσεις και όχι ελλιπείς, λέγοντας π.χ.: «Μαρία, μπάνιο» ή «Έξω!» κ.τ.λ. Χρησιμοποιώντας ολοκληρωμένες προτάσεις α) προάγεται η εκπαίδευση στον επικοινωνιακό λόγο, ακόμη και για τα παιδιά που δεν έχουν ανεπτυγμένο λόγο, β) διατηρείται το θετικό πρότυπο, γ) αποφεύγονται οι διαταγές προς το παιδί, δ) αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις. Άλλωστε, αν το σκεφτεί κανείς καλύτερα, η πρόταση «Μαρία, μπάνιο» δε σημαίνει κάτι συγκεκριμένο και εύκολα ο κάθε ένας να την εκλάβει διαφορετικά. Ειδικά στους ανθρώπους που έχουν κάποια ψυχική, νοητική ή αναπτυξιακή διαταραχή, ο λόγος είναι καλό να είναι άμεσος, σαφής και συγκεκριμένος. Τέλος, έτσι οι ενήλικες είναι και πιο ευγενικοί!
- Οι γονείς θα πρέπει να αποφεύγουν το να κατηγορούν τους εφήβους και τα παιδιά, προσπαθώντας, αντίθετα, να επικοινωνήσουν μαζί τους με σεβασμό, προστατεύοντας έτσι τον αυτοσεβασμό τους και την τάση τους για συνεργασία: π.χ. αντί για «Μη μου λες εμένα ψέματα!», θα πρέπει να προτιμούν να τους πουν «Διαφωνώ» ή «Πιστεύω πως αυτό δεν έγινε έτσι». Με τον τρόπο αυτό, επίσης, και τα παιδιά δεν ερεθίζονται και αποφεύγεται η κορύφωση της έντασης.
- Χρησιμοποιήστε το παράδοξο: αν π.χ. ο γιος κάποιου γονιού δεν έχει τελειώσει το διάβασμα μέχρι την ώρα που πρέπει να κοιμηθεί, αντί να εμπλακεί ο γονιός σε καβγά μαζί του και να επιμείνει στο να ξενυχτήσει για να τελειώσει -συμπεριφορά δηλαδή που το παιδί θα περίμενε- είναι κάποτε προτιμότερο ο γονιός να κάνει κάτι απρόοπτο: Να αφήσει το παιδί να πάει αδιάβαστο για το αυριανό διαγώνισμα! Με τον τρόπο αυτό το παιδί θα αντιμετωπίσει φυσικά τις συνέπειες (κακή βαθμολογία). Είναι επόμενο να θέλει ο κάθε γονιός να «σώσει» το παιδί του από λάθη, αλλά αν το αφήνει και κάποιες φορές να ματαιώνεται, το διαπαιδαγωγεί επίσης με άλλο τρόπο. Αν ωστόσο το παιδί (κυρίως στις ηλικίες 9-12 ετών) δε φαίνεται να μαθαίνει από τις «φυσικές» συνέπειες των πράξεών του, τότε θα χρειαστεί να θέσει ο γονιός άλλες συνέπειες, ώστε να το κινητοποιήσουν πιο αποτελεσματικά προς τη θετική του συμπεριφορά. Ίσως, για παράδειγμα, να χρειαστεί να αποσύρει κάποια προνόμιά του (βλ. παραπάνω), όπως π.χ. το να πάει στο επερχόμενο πάρτι.
- Σε μεγαλύτερες ηλικίες, 13 ετών και άνω δηλαδή, οι περισσότερες βάσεις στην επικοινωνία του ενήλικα με το παιδί έχουν τεθεί. Η/ο έφηβος ξέρει τι να περιμένει από τους γονείς του και τι αυτοί προσδοκούν από εκείνον. Αυτό δεν σημαίνει πως τα όρια είναι άχρηστα πλέον. Οι έφηβοι χρειάζονται την τάξη στη ζωή τους. Οι γονείς θα πρέπει, λοιπόν, να συνεχίσουν να θέτουν όρια όσον αφορά π.χ. τις υποχρεώσεις του εφήβου, το διάβασμα, τις επισκέψεις σε φίλους, την ώρα επιστροφής του στο σπίτι. Είναι καλύτερα να τα έχει κανείς προσυμφωνήσει μαζί του σε μια στιγμή ψυχραιμίας και όχι έντασης (όχι λ.χ. κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά από έναν καβγά, οπότε συνήθως κανείς δεν «ακούει»). Παράλληλα, οι γονείς θα πρέπει να αφήνουν στο παιδί τους και ορισμένες ελευθερίες - ειδικά στους νεότερους/στις νεότερες εφήβους: π.χ. για τη διακόσμηση στο δωμάτιό τους, για το εάν είναι τακτοποιημένο ή όχι, για το στυλ των μαλλιών και των ρούχων κ.ά.
Καθώς οι έφηβοι μεγαλώνουν (16 ετών και άνω) οι γονείς θα πρέπει να επιτρέψουν στους εφήβους ελευθερίες και σε περισσότερους τομείς ή και να γίνουν πιο ελαστικοί. Τέλος, οι γονείς των εφήβων αντί να τους αφαιρέσουν μισή ώρα από το να πάνε για skateboard, π.χ., όταν εκφράζουν μια αρνητική συμπεριφορά, μπορούν να προσθέσουν μισή ώρα παραπάνω σε περίπτωση που εκφράσουν μια επιθυμητή συμπεριφορά (π.χ. που δηλώνει υπευθυνότητα).
- Ενισχύοντας την εξωλεκτική επικοινωνία - αποφεύγοντας το διπλό μήνυμα! Ένας απλός τρόπος ώστε να λάβει ο συνομιλητής μας το μήνυμα ότι τον προσέχουμε, τον ακούμε και δεν αδιαφορούμε ή δεν τον υποτιμούμε, είναι να διατηρούμε τη βλεμματική επαφή μαζί του, για όσο διαρκεί ο διάλογος. Το ότι δείχνουμε κατανόηση στο συνομιλητή μας φαίνεται επίσης από τον τόνο της φωνής μας, τη στάση του σώματος, τις εκφράσεις του προσώπου μας. Το ίδιο ισχύει όταν ο συνομιλητής μας είναι ανήλικος. Έτσι, ακόμη και όταν το παιδί ρωτά κάτι σύντομα, καλό είναι οι ενήλικες να γυρίζουν προς το μέρος του και να του απαντούν, κοιτάζοντάς το. Ορισμένες φορές μπορεί να απαντάμε σε κάποιον (= μήνυμα πως τον παρακολουθούμε και τον προσέχουμε), αλλά παράλληλα να ασχολούμαστε και με κάτι άλλο (π.χ. να βλέπουμε τηλεόραση, να γράφουμε κ.τ.λ.) και να μην τον κοιτάμε (= μήνυμα πως αδιαφορούμε ή βαριόμαστε να μιλήσουμε μαζί του κ.τ.λ.). Οι γονείς πρέπει να προσέξουν ιδιαίτερα, λοιπόν, στην επικοινωνία με τα παιδιά τους έτσι ώστε τα λεκτικά και τα εξωλεκτικά τους μηνύματα να έχουν τον ίδιο στόχο.
- Γενικά, όταν οι γονείς μιλούν ή απαντούν στο παιδί είναι προτιμότερο:


  • Να είναι ακριβείς και περιγραφικοί σε αυτό που λένε (Χάιντς 2000), χωρίς να γενικεύουν (αποφεύγουν δηλ. φράσεις τύπου «Πάντα απρόσεκτος είσαι». Αντίθετα μπορούν να πουν στο παιδί «Προτείνω να κάνεις προσεκτικές κινήσεις, καθώς βάζεις νερό στα ποτήρια»).
  • Να διατυπώνουν τις σκέψεις τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι εμφανές ότι πρόκειται για τη δική τους άποψη ή εντύπωση (Χάιντς 2000). Δηλαδή, «Πιστεύω πως αυτή η μπλούζα δεν πάει με αυτό το παντελόνι» και όχι: «Δεν έχεις γούστο», «Αυτά τα ρούχα δεν πάνε» ή «Τι έβαλες πάλι;» κ.τ.λ.
  • Να είναι σίγουροι και ξεκάθαροι μέσα τους γι' αυτό που θέλουν να πουν στο παιδί ή γι' αυτό που του ζητάνε (Χάιντς 2000).
  • Να φροντίζουν τα λεγόμενά τους να περιλαμβάνουν το πώς νιώθουν οι ίδιοι, αλλά και να δείχνουν ότι κατανοούν την άποψη ή τη θέση του παιδιού. Παράδειγμα: «Καταλαβαίνω ότι θέλεις να πας βόλτα τώρα αμέσως, αλλά μου είναι δυσάρεστο με το που μπαίνω σπίτι να σε ακούω να φωνάζεις». Ή «Καταλαβαίνω πως θέλεις να παίξουμε με το φορτηγό, αλλά αυτή τη στιγμή μαγειρεύω και δεν μπορώ» ή «.αυτή τη στιγμή παίζει μ' αυτό η Μάγδα». Με τον τρόπο αυτό το παιδί βλέπει πως οι γονείς του είναι ειλικρινείς και δίκαιοι απέναντί του, ότι ηγούνται των καταστάσεων δίχως να επιφυλάσσονται και κατανοεί πως και οι άλλοι άνθρωποι έχουν ανάγκες ή άλλες προτεραιότητες. Στις ανωτέρω περιπτώσεις οι γονείς θα πρέπει να φροντίζουν να δίνουν προοπτική λύσης και ικανοποίησης του αιτήματος του παιδιού λ.χ. «Όταν τελειώσω το μαγείρεμα, θα παίξουμε με το φορτηγό» και να τηρούν τη δέσμευσή τους, ορίζοντας ενδεχομένως και το χρόνο που θα έχουν στη διάθεσή τους για παιχνίδι. Οι γονείς δεν πρέπει να ξεχνούν να είναι σαφείς και συγκεκριμένοι, αποφεύγοντας γενικόλογες φράσεις τύπου: «Με το που θα σταματήσω να μαγειρεύω, θα κάνουμε ό,τι θες».

Τα «πρέπει» και τα «θέλω» στα παιδιά
Είναι σημαντικό τα παιδιά να έχουν δικαιώματα και κάλυψη των επιθυμιών τους, πέρα από υποχρεώσεις και απαγορεύσεις στη ζωή τους. Έτσι άλλωστε ισχυροποιείται και η αποτελεσματικότητα και η αξία των ορίων που τους θέτουν οι ενήλικες.
Φανταστείτε να ζούσε κανείς το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του σε ένα εργασιακό περιβάλλον γεμάτο περιορισμούς (π.χ. να μη φορούσε ρούχα της αρεσκείας του, να μη δεχόταν προσωπικά τηλεφωνήματα στη δουλειά, να μη δικαιούταν το μισάωρο διάλειμμα και να μην μπορούσε να φύγει καθόλου έξω από τον εργασιακό του χώρο, ούτε για να πάει μέχρι το περίπτερο!). Θα είχε πιστεύετε κίνητρο να αναπτύξει κάποια θετική συμπεριφορά, βάσει των κριτηρίων του όποιου αφεντικού του (π.χ. να καθίσει 2 ώρες παραπάνω στη δουλειά);
Το ίδιο συμβαίνει και με τα παιδιά. Για να έχουν όρεξη να δώσουν κάτι καλό (αποδεκτή / θετική / επιθυμητή συμπεριφορά, τήρηση κανόνων κ.ά.) πρέπει να έχουν ήδη πάρει και αρκετά καλά (θετικά παραδείγματα από τους σημαντικούς ανθρώπους γύρω τους, προνόμια, επιβράβευση, ασφάλεια). Παρακάτω θα δούμε τους σημαντικούς κανόνες που καλό είναι να τηρούνται σε διάφορες ηλικίες και τις σημαντικές επιθυμίες των παιδιών που χρειάζεται να καλύπτονται αντίστοιχα:


 
Το παιδί στην ηλικία 0 - 1 έτους:

Πρέπει Θέλει
Να βιώνει καταστάσεις ματαίωσης (π.χ. αναστολή ικανοποίησης βιολογικών αναγκών: άλλαγμα, διατροφή κ.α.) που να εναλλάσσονται με καταστάσεις αποδοχής και ικανοποίησης των αναγκών του. Τροφή.
Προσοχή.
Στενή επικοινωνία.
Ανταπόκριση στα σήματα που στέλνει (κλάμα, ήχοι, μορφασμοί, χαμόγελα).
Φροντίδα της υγείας του.
 
Το παιδί στην ηλικία των 1 - 3 ετών:

Πρέπει Θέλει
Να ακολουθεί τους κανόνες που επιβάλλουν οι γονείς (το παιδί θα πειθαρχήσει, όταν έχει μια καλή σχέση με τους γονείς του, δηλ. μια σχέση αγάπης).
Να περνά ποιοτική ώρα με τους γονείς του (να μοιράζονται δραστηριότητες).
Να μάθει να ανέχεται την αναστολή των επιθυμιών του.
Να επιβλέπεται.
Να προφυλάσσεται από τα ατυχήματα.
Να τρέφεται υγιεινά (για να αποκτήσει τις βάσεις που θα διαφυλάξουν την υγεία του καθώς θα μεγαλώνει).
Να γνωρίσει και να οργανώσει τον κόσμο γύρω του.
Να παίρνει απαντήσεις στις πολυάριθμες ερωτήσεις του.
Να «μετακινείται» σωματικά και πνευματικά (να αλλάζει συχνά θέματα).
Να εξερευνά (λ.χ. να δοκιμάζει, να μυρίζει, να αγγίζει, να «σκαλίζει», να ταξινομεί, να ρίχνει) και να δημιουργεί.
Να επιβεβαιώνεται (π.χ. για τη ορθότητα μίας λέξης που λέει), να του χαμογελούν, να το φιλάνε, να το αγκαλιάζουν.
                     
 
Το παιδί στην ηλικία των 3-5 ετών:

Πρέπει
Θέλει
Να κατανοήσει ότι οι γονείς έχουν περισσότερα προνόμια και περισσότερη δύναμη (οι γονείς και το παιδί ανήκουν στην ίδια ομάδα, αλλά ο γονιός είναι ο αρχηγός).
Να του επιτραπεί η ανάπτυξη μέσω καθοδήγησης και όχι τιμωρίας.
Να υπάρχουν σταθεροί κανόνες που να τηρούνται από όλη την οικογένεια.
Να βοηθηθεί το παιδί, ώστε να απομακρυνθεί σταδιακά από την οικογένεια και να στρέψει το ενδιαφέρον του σε ομάδες συνομηλίκων.
Να μην εκτίθεται το παιδί στη θέα της σεξουαλικής πράξης και των οργάνων των γονιών του.
Να δοκιμάζει συνέχεια νέες δραστηριότητες.
Να δημιουργήσει σχέσεις με πρόσωπα εκτός της οικογένειάς του.
Προσοχή και ενθάρρυνση, κυρίως από το γονέα του ίδιου φύλου (με το παιδί).
Να επανορθώσει αν τυχόν παραβιάσει τους κανόνες που του έχουν τεθεί.
Να νιώσει πως κατέχει κάτι πριν το μοιραστεί.
 
Το παιδί στην ηλικία των 5 -10 ετών:

Πρέπει
Θέλει
Να ασκείται σε δεξιότητες.
«Να σταθεί στα πόδια του» (κοινωνική προσδοκία), και οι γονείς χρειάζεται να το «αφήσουν να μεγαλώσει»
και να του «επιτρέπουν» να φύγει από το σπίτι (Παπαδιώτη-Αθανασίου 2000), π.χ. για να πάει στο σχολείο, για να συμμετέχει σε εξωσχολικές δραστηριότητες κ.τ.λ.

Να ανταποκριθεί στις σχολικές απαιτήσεις («προθάλαμος» περιβάλλοντος εργασίας).
Να μελετά.
Να επιτύχει.
Να μαθαίνει.
Να αναγνωρίζεται.
Να κάνει παρέα κυρίως με  παιδιά του ίδιου φύλου.
 
Στην ηλικία των 11 - 18 ετών:

Πρέπει Η/ο έφηβος θέλει
Να βοηθηθεί η/ο έφηβος από τους γονείς, ώστε να αποκτήσει αυτονομία και να διαμορφώσει την ταυτότητά του.
Να υπάρχουν σταθερά όρια, αξίες και κανόνες από την πλευρά των γονιών.
Να γίνει η «σύγκρουση» με τους «δυνατούς» γονείς, που δεν κινδυνεύουν να καταρρεύσουν από τον ανταγωνισμό με την /τον έφηβο.
Να μην υποχωρούν οι γονείς από την ορθότητα των θέσεών τους, αλλά να «ακούν» παράλληλα αυτές του εφήβου.
Να μην «παίρνουν» οι γονείς την επίθεση του εφήβου ως προσωπική επίθεση, αλλά ως επίθεση στο γονεϊκό ρόλο.
Να δείχνουν οι γονείς αποδοχή, δημοκρατική συμπεριφορά, έλεγχο και εμπιστοσύνη.
Να αποσύρεται (για να ασχοληθεί με τον εαυτό του και να αναρωτηθεί για το ποιος είναι, πού οδεύει, ποιες επιλογές έχει), αλλά και να επικοινωνεί με τις φίλες και τους φίλους του.
Να διαμορφώσει τις δικές του αρχές και αξίες.
Να δοκιμάζει τρόπους ζωής.
Να συζητά τις θέσεις του/ της με τους γονείς του/ της.
Να αντιπαρατίθεται (ως μέσο διαφοροποίησης).

 
Σύγκριση των προτεινόμενων εναλλακτικών μεθόδων με τη σωματική τιμωρία
Αρνητικές μέθοδοι πειθαρχίας θεωρούνται οι μέθοδοι που εμπεριέχουν κριτική, αποθάρρυνση, κατηγορία, «ντρόπιασμα», σαρκαστικό και σκληρό χιούμορ, καθώς και φυσική/σωματική τιμωρία. Κάθε ενήλικας, περιστασιακά, είναι πιθανό να χρησιμοποιήσει κάποιες από αυτές. Καταφεύγοντας όμως σε τέτοιες μεθόδους συχνότερα από «μια φορά στο τόσο», σημαίνει πως η αρνητική προσέγγιση στην πειθαρχία γίνεται συνήθεια και χρειάζεται αντικατάσταση, πριν να προλάβει το παιδί να βιώσει την αίσθηση της χαμηλής αυτοεκτίμησης, ως μόνιμη εμπειρία και ως κομμάτι της προσωπικότητάς του.


  • Η σωματική τιμωρία σε σύγκριση με τις θετικές μεθόδους και τεχνικές πειθαρχίας που προαναφέρθηκαν στο κεφάλαιο αυτό έχει, επιπλέον, ένα σημαντικό μειονέκτημα. Δεν είναι ούτε επεξηγηματική ούτε και καθοδηγητική, στοιχεία δηλαδή καίρια για την πειθαρχία. Παρά το γεγονός ότι μπορεί για το επόμενο άμεσο χρονικό διάστημα να μην επαναληφθεί η συμπεριφορά για την οποία το παιδί τιμωρήθηκε σωματικά (24), ωστόσο δεν του μαθαίνει τι να κάνει αντί γι' αυτό που έκανε. Με άλλα λόγια, η πειθαρχία μέσω σωματικής τιμωρίας δεν είναι αποτελεσματική μακροπρόθεσμα και κυρίως τιμωρεί και αντεκδικείται, δεν μεταβάλλει τη συμπεριφορά του παιδιού προς μία άλλη πιο επιθυμητή (Gray 2002).
  • Η σωματική τιμωρία αποτελεί παράγοντα επικινδυνότητας για την ανάπτυξη κατάθλιψης, αισθήματος ανησυχίας, δυστυχίας και έλλειψης ελπίδας στα παιδιά και τους νέους. Σε επίπεδο συμπεριφοράς, η σωματική τιμωρία έχει βρεθεί να συνεπάγεται αυξημένα επίπεδα επιθετικότητας επίσης σε παιδιά και νέους. Το ίδιο -και μάλιστα σε επίπεδο αντικοινωνικής συμπεριφοράς- φαίνεται να συμβαίνει ακόμη και όταν οι γονείς τιμωρούν σωματικά τα παιδιά τους επειδή χτυπούν άλλα παιδιά ή εκφράζουν συμπεριφορά «παλληκαρισμού» (Durrant et al. 2004).
  • Ακόμη, όταν η σωματική τιμωρία ασκείται ανεξάρτητα από την ηλικία του παιδιού, γίνεται εξαιρετικά αναποτελεσματική ως πειθαρχικό μέσο. Οι ανωτέρω τεχνικές και μέθοδοι είδαμε ότι διαφοροποιούνται και διαχωρίζονται ανάλογα και με την ηλικία του παιδιού. Πέρα από αυτό, «βάζουν στο παιχνίδι» και τις προσδοκίες των γονιών (δασκάλων, φροντιστών κ.τ.λ.), την προοπτική δηλαδή στη ζωή του παιδιού. Η σωματική τιμωρία δεν προσδοκά κάτι πέρα από την άμεση παύση μιας ανεπιθύμητης συμπεριφοράς. Πόσες φορές όμως δεν έχουμε δει παιδιά να τρώνε ξύλο ξανά και ξανά, επειδή επαναλαμβάνουν την ίδια «αταξία»; Μάλλον «έπαθαν, αλλά δεν έμαθαν!». Οι μέθοδοι που προτάθηκαν παραπάνω, αντίθετα, υποστηρίζουν τη συζήτηση, την επεξήγηση, το γιατί δεν επιτρέπεται η τάδε συμπεριφορά και έτσι τα παιδιά μαθαίνουν. Επιπλέον, φέρνουν κοντά τους γονείς με το παιδί. Δεν χτίζουν έναν τοίχο φόβου, όπως μπορεί να συμβαίνει με τα νήπια όταν δέρνονται. Ούτε καταλήγουν να είναι αναποτελεσματικά μέσα διαπαιδαγώγησης, όπως μπορεί να συμβαίνει με τα μεγαλύτερα παιδιά που τιμωρούνται σωματικά, τα οποία μετά από τις πολλές σφαλιάρες που έχουν δεχτεί, ενδεχομένως να αναρωτιούνται «Άλλη μία, τι πειράζει»; Πολλά παιδιά μάλιστα γελούν όταν τα χτυπούν οι γονείς τους, θάβοντας έτσι τα πραγματικά τους συναισθήματα και προκαλώντας τους γονείς τους κι άλλο.
  • Η σωματική τιμωρία σε σύγκριση με τις εναλλακτικές προτάσεις που έγιναν παραπάνω μπορεί να απελευθερώνει το γονιό από τα συναισθήματα θυμού του και τον κάνει να νιώθει καλύτερα βραχυπρόθεσμα, αλλά δεν παύει να οδηγεί το παιδί στο να νιώθει φόβο και εξευτελισμό. Η πλειονότητα δε των γονιών που καταφεύγουν στη σωματική τιμωρία μετανιώνουν για την πράξη τους αργότερα! Έτσι, η σωματική τιμωρία ισοδυναμεί με την απώλεια μιας σχέσης φροντιστή-παιδιού βασισμένης στον μεταξύ τους σεβασμό.
  • Τέλος, τα παιδιά που τιμωρούνται σωματικά νιώθουν εξευτελισμένα, κρύβουν τα λάθη τους, τείνουν να είναι θυμωμένα, κατηγορούν τους άλλους και αποτυγχάνουν στον αυτοέλεγχο. Αντίθετα, τα παιδιά που πειθαρχούν με άλλους τρόπους μαθαίνουν να μοιράζονται και να συνεργάζονται, είναι περισσότερο ικανά να διαχειρίζονται το θυμό τους, αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεών τους και νιώθουν επιτυχημένα και με δυνατότητες αυτοελέγχου.

Συμπεράσματα
Απευθυνόμενος προς τους γονείς, με ένα δεκάλογο «συμβουλών», ο Αμερικανός καθηγητής παιδιατρικής και ψυχολογίας Berry Brazelton (2007) αναφέρεται στη σπουδαιότητα της πειθαρχίας σημειώνοντας: «Η πειθαρχία είναι το δεύτερο σημαντικότερο πράγμα μετά την αγάπη. Τα παιδιά πρέπει να γνωρίζουν τα όρια τους. Σε καμία περίπτωση η πειθαρχία δεν είναι συνώνυμη της τιμωρίας. Αντίθετα, αποτελεί ένα είδος διδασκαλίας και έναν τρόπο εκδήλωσης της αγάπης σας απέναντι τους».
Οι παραπάνω μέθοδοι και τεχνικές ενθαρρύνουν τη θέσπιση ορίων στη σχέση σας με το παιδί και τον έφηβο, προάγουν την αυτοεκτίμηση, την πειθαρχία και την αυτοπειθαρχία του παιδιού, δίχως καταφυγή στη σωματική τιμωρία του. Αρκεί τα όρια να είναι σαφή, ξεκάθαρα και να υποστηρίζονται από τους ενήλικες. Αν αυτό επιτευχθεί δεν θα χρειαστεί η προσφυγή στη σωματική τιμωρία, ως «αναγκαία και αναπόφευκτη μέθοδος διαπαιδαγώγησης των παιδιών». Η σωματική τιμωρία αποτελεί παραβίαση των δικαιωμάτων του παιδιού και έχει δυσμενείς συνέπειες τόσο για τα ίδια όσο και για τις ενδοοικογενειακές σχέσεις, αλλά και για το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο (http://www.synigoros.gr/reports/525_1_ereuna_tou_institoutou.pdf). Να επισημάνουμε, ωστόσο, πως είναι πολύ διαφορετική η συχνή καταφυγή στη σωματική τιμωρία ως επιλεγμένου και αποδεκτού τρόπου διαπαιδαγώγησης των παιδιών και εντελώς διαφορετική η μη συγκράτηση του θυμού των φροντιστών που σπάνια μπορεί να καταλήξει στη σωματική τιμωρία, αλλά που από τους ίδιους δεν θεωρείται η καταλληλότερη των μεθόδων διαπαιδαγώγησης.
Οι επαγγελματίες της υγείας λοιπόν -σωματικής και ψυχικής- είναι αναγκαίο να ενημερωθούν για τις ενδείξεις των σοβαρών μακροχρόνιων συνεπειών που έχει η βίωση της σωματικής τιμωρίας κατά την παιδική ηλικία. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι ενδείξεις είναι ισχυρές, στην πραγματικότητα δεν είναι αδιαμφισβήτητες και το γεγονός αυτό εγείρει για ορισμένους το ερώτημα κατά πόσον είναι ηθικό και υπεύθυνο να συμβουλεύουμε τους γονείς να μη χτυπούν τα παιδιά τους. Απαντώντας, σημειώνουμε ότι ηθικό και υπεύθυνο είναι στην περίπτωση που μιλάμε για το δαρμό (spanking), μιας και υπάρχουν ξεκάθαρες και σαφώς προσδιορισμένες πειραματικές ενδείξεις που καταδεικνύουν ότι οι μη σωματικές στρατηγικές πειθαρχίας είναι αποτελεσματικές στον άμεσο χρόνο και πολύ περισσότερο μακροπρόθεσμα (Durrant et al. 2004).
Όταν οι γονείς σταματούν να τιμωρούν φυσικά/σωματικά το παιδί τους, δεν σημαίνει πως σταματούν να ασκούν πειθαρχία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, υπάρχει ο φόβος πως οι γονείς, μετά την εγκατάλειψη της φυσικής επίθεσης, θα επιδοθούν στη λεκτική επίθεση κατά των παιδιών τους. Κάποιοι ενδεχομένως και να το κάνουν. Σε γενικές γραμμές όμως, υπάρχει η πεποίθηση πως η εγκατάλειψη του δαρμού θα ευαισθητοποιήσει τους γονείς προς την παρατήρηση της συμπεριφοράς των παιδιών τους, θα οδηγήσει σε λιγότερες λεκτικές αποδοκιμασίες και σε αυξημένη προσοχή προς αυτά. Πάντως, πρέπει να σημειωθεί πως δεν υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα για καμιά από αυτές τις δύο πιθανότητες σε περίπτωση που οι γονείς εγκαταλείψουν το δαρμό ως μέσο πειθαρχίας (Durrant et al. 2004).
Όπως και να έχει, θεωρείται πως ο σημαντικότερος παράγοντας για να διαφοροποιήσει κανείς τη συμπεριφορά του έγκειται σε επίπεδο πεποίθησης αλλά και συναισθήματος, παρά σε επίπεδο δράσης (π.χ. μου λένε τι είναι καλό και το κάνω). Δηλαδή, το τι θεωρεί ο κάθε δάσκαλος, φροντιστής, κηδεμόνας γονιός αποτελεσματικό, αναγκαίο και χρήσιμο -όσον αφορά το παιδί που φροντίζει- αλλά και το πώς νιώθει όταν κάνει κάτι, είναι ιδιαίτερα καθοριστικό για το αν και κατά πόσο θα προσφύγει στη σωματική τιμωρία ή θα προτιμήσει κάποια άλλη μέθοδο. Με το δεδομένο αυτό, λοιπόν, η εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας, των δασκάλων, των κηδεμόνων και των γονιών είναι καλό να εστιαστεί στη διαφοροποίηση των στάσεων σε σχέση με την τιμωρία.
Ήδη στην Ελλάδα ο νόμος του 2006 που απαγορεύει την ενδοοικογενειακή βία κάνει αναφορά και σε άλλα πλαίσια πέρα από την οικογένεια, όπου λ.χ. εργάζονται άτομα που φροντίζουν άλλους ανθρώπους («φορείς παροχής κοινωνικής μέριμνας»). Μένει βέβαια, ο καθένας χωριστά, να πιστέψει στη σημασία της ύπαρξης ενός τέτοιου νόμου και στην καταλληλότητα του τρόπου με τον οποίο κανείς τον επικαλείται.


Σύνοψη
Η ανεύρεση των αιτιών σε μια συμπεριφορά -η κατανόησή της δηλαδή- συχνά μας απαλλάσσει από εντάσεις, εκνευρισμούς και προσφυγή σε τιμωρίες. Είναι σημαντικό λοιπόν να ψάχνει κανείς τι θέλει να πει το παιδί με μια αταξία του. Επίσης, είναι σημαντικό να θυμάται κανείς πως δεν είναι όλες οι «αταξίες» άξιες ενδιαφέροντος ή συνεπειών. Οπότε, καλό είναι να διαχωρίζονται τα αδιαπραγμάτευτα θέματα (π.χ. επικίνδυνο παιχνίδι) από τις διαπραγματεύσιμες συνδιαλλαγές με το παιδί (π.χ. πόσο θα φάει και πότε).
Στο πλαίσιο αυτής της ενότητας γίνεται κατανοητό ότι υπάρχουν περιορισμοί και σημεία προσοχής στο πώς χρησιμοποιείται μια τεχνική. Η αποτελεσματική χρήση της σχετίζεται με τη συχνότητα χρησιμοποίησής της, με την ηλικία του παιδιού, με το αν υπάρχουν άλλα άτομα παρόντα στο συμβάν και ποια είναι αυτά, από τον τόνο της φωνής και από τη στάση του σώματος του ανήλικα, από τα συναισθήματα που εκφράζει τη δεδομένη στιγμή.

Τις περισσότερες φορές τα παιδιά θυμούνται τις πράξεις των ενηλίκων στο σύνολό τους, και όχι τα λόγια τους. Οι «σημαντικοί άλλοι» (γονείς, δάσκαλοι, κηδεμόνες, φροντιστές) είναι τα πρότυπα των παιδιών και συνήθως «η δύναμη της επανάληψης» θα τα οδηγήσει στο να τους μιμηθούν.
Μπορεί κανείς να περνάει πολλές ώρες με το παιδί του και να συζητάει μαζί του χωρίς απαραίτητα να του δίνει συνεχώς πλήθος πληροφοριών που μπορεί να το κουράζουν ή ακόμη και να μην τις καταλαβαίνει. Δείχνοντας προσοχή στις ανησυχίες του, παρατηρώντας τη μη λεκτική συμπεριφορά του (Brazelton 2007) και επεμβαίνοντας ανάλογα, το παιδί εξακολουθεί να νιώθει την παρουσία των ενηλίκων και οι τελευταίοι αυτοί είναι «εκεί» για το παιδί.

No comments:

Post a Comment