Σελίδες

Tuesday, 4 June 2013

Το μικρό μου κατσαρολάκι

Μια φορά κι έναν καιρό.... 

Έτσι άρχιζαν τα πιό πολλά από τα βράδυα μου, σαν τα παιδιά μου ήσαν μικρά κι΄εγώ, όπως κάθε πατέρας, είχα την συνήθεια να τους λέω παραμύθια γιά να κοιμηθούν. Σπάνια όμως να τα πάρει ο ύπνος με το πρώτο παραμύθι. Έπρεπε να τους πω δυό, τρία και καμμιά φορά ακόμη πιό πολλά ώσπου να καταφέρω να πετύχω τον πολυπόθητο ύπνο τους και τη δική μου ησυχία, αν και τις πιό πολλές φορές συνέβαινε να παίρνει ο ύπνος πρώτα εμένα

Κάποια φορά τα παραμύθια τέλειωσαν. Τότε χρειάστηκε να μεταχειριστώ τα μεγάλα μέσα γιά την εξεύρεση κάποιας λύσης. Κι΄επιστράτευσα διάφορες παιδικές μου θύμησες και εμπειρίες από την περίοδο της Κατοχής. Και πράμα παράξενο. Διαπίστωσα ότι άρεσαν στα μικρά μου διαβολάκια. Είδα πως οι ιστορίες της πείνας μας και της δυστυχίας μας τα συγκινούσαν αλλά, φυσικά, ο ύπνος δεν ερχόταν πιό γρήγορα.

Ήτανε τότε ένα βράδυ, που η μεγάλη μου κόρη μου είπε.

-Μπαμπά! Να μας πεις ένα παραμύθι από τότε που πεινούσατε.

Ειλικρινά δεν ξέρω πως έννοιωσα κείνη τη στιγμή που άκουσα τα παιδιά μου να φαντάζονται σαν ένα παραμύθι την παιδική μας τραγωδία. Τότε, που παιδάκια, ζούσαμε την σκλαβιά της πατρίδας μας, τη βασανιστική, γιά την ηλικία μας, πείνα, τις εκτελέσεις των δικών μας ανθρώπων. Τότε που παιγνίδι μας μοναδικό ήταν η αναζήτηση μιάς μπουκιάς ψωμί.

Κι΄ήτανε κείνο το βράδυ, που τους είπα την ιστορία με ........

Το μικρό μου κατσαρολάκι.
Κείνη τη χρονιά, του 1942, ο χειμώνας είχε ξεσπάσει πολύ πιό άγριος από κάθε άλλη φορά. Έμοιαζε σαν να ήθελε κι΄αυτός να χτυπήσει όσο μπορούσε πιό πολύ τη μικρή μας πόλη, την πόλη της Κέρκυρας, που ζούσε καθημερινά το τραγικό μαρτύριο της Κατοχής.
Τσουχτερό το κρύο, χτυπούσε τους λιγοστούς ανθρώπους που, σαν παράξενα φαντάσματα, σκελετωμένοι από την πείνα, τριγυρνούσαν στα στενά δρομάκια σε μιά προσπάθεια να βρούνε κάτι να φάνε. Η πείνα και ο θάνατος χτυπούσαν άγρια το νησί που, προσπαθούσε να επιζήσει με όσα μπορούσε να του δώσει η φτωχιά γη του, αφού ελπίδα γιά κάποια βοήθεια δεν ήτανε δυνατό να έρθει από πουθενά.

Μικρά παιδιά εμείς κείνο τον καιρό, γυρίζαμε ολημερίς στους δρόμους ψάχνοντας γιά οτιδήποτε θα μπορούσαμε να βρούμε να φάμε και που θα μετρίαζε γιά λίγο τη πείνα μας. Σχολείο σπάνια πηγαίναμε και τούτο γινότανε όταν μαθαίναμε ότι οι Ιταλοί αποφάσιζαν να μας δώσουν λίγο φαγητό. Το συσσίτιο όπως το λέγαμε τότε. Κι΄ήτανε κείνο το σισσίτιο κάτι νεροζούμια με δυό-τρία φασόλια μέσα κι΄αυτά γεμάτα σκουλήκια. Όμως εμείς το ρουφούσαμε με κάποια ηδονή κείνο το συσσίτιο και νοιώθαμε να τρέχει ζεστό μέσα στο άδειο στομάχι μας και ...
να μας καταλαγιάζει γιά λίγο το μαρτύριο της πείνας. Κι΄αμέσως μετά ψάχναμε τρόπο να το σκάσουμε από το σκολειό. Η πείνα που θέριζε τα στομάχια μας κάθε άλλο παρά μας άφηνε όρεξη γιά να μάθουμε γράμματα.

Μάταια όμως γυρίζαμε ολημερίς στους δρόμους. Άδικα πέφταμε πάνω στους τενεκέδες με τα σκουπίδια με την ελπίδα πως ίσως να βρεθεί κάτι που θα μπορούσε να λιγοστέψει την πείνα μας. Τις πιό πολλές φορές γυρίζαμε σπίτι μας πιό πολύ πεινασμένοι και ξεθεωμένοι από την κούραση και το κρύο.

Στο σπίτι μας μέσα τα πράμματα ήσαν ακόμη χειρότερα. Αν ο πατέρας μας είχε καταφέρει να πετύχει πουθενά λίγο καλαμποκάλευρο η μάνα μας το ανακάτευε με νερό, το έβαζε στο τηγάνι κι΄έφτιαχνε ένα πράμμα που κανείς μας ποτέ δεν κατάλαβε τι ήτανε, ούτε ποτέ του είχαμε δώσει κάποιο όνομα.΄Ομως ήτανε τέτοια η πείνα μας που με λαχτάρα το τρώγαμε και μετά κοιτούσαμε παραπονεμένοι το τηγάνι που είχε αδειάσει.

Κάποιο από κείνα τα βράδυα ήτανε που μου γεννήθηκε η ιδέα ν΄αφήσω στην άκρη την ντροπή και την περηφάνεια και να κάμω κι΄εγώ αυτό που έκαναν τόσα παιδιά της ηλικίας μου εκείνο τον καιρό. Να πηγαίνω κι΄εγώ στους Ιταλούς να ζητιανεύω λίγο φαγητό.
Τα είχα δει πολλές φορές κείνα τα παιδιά με τα κατσαρολάκια τους, να περιμένουν έξω από το κτίριο που ήτανε η ιταλική Φινάντσια, εκεί στα Μουράγια, λίγο πάρα κάτω από το καφενείο του Αντρανίκ του Αρμένη. Περίμεναν εκεί με τις ώρες γιά μιά κουταλιά φαγητό. Στέκονταν ακουμπισμένα στα σιδερένια κάγκελα του δρόμου, με το βλέμμα καρφωμένο στη στενή είσοδο της αυλής, που ήτανε η κουζίνα των Ιταλών. Σφιγγόντουσαν το ένα πλάϊ στο άλλο προσπαθώντας έτσι να φυλαχτούνε από το τσουχτερό κρύο. Άλλες φορές κάθονταν εκεί, κάτω από τη βροχή και μούσκευαν με τις ώρες, καρτερώντας να τους πετάξουν μιά μπουκιά ψωμί. Και κάποιες φορές τα κατάφερναν.

Έτσι λοιπόν πήρα κι΄εγώ την απόφαση να φτιάξω το κατσαρολάκι μου. Ένα άδειο κουτί από κάποια κονσέρβα ήτανε. Σε κάποια σκουπίδια πεταμένο το είχα βρει και το πήρα. Το έπλυνα, το καθάρισα και χτύπησα γύρω-γύρω το άνοιγμά του, γιά να μην έχω κανένα κίνδυνο από τα δόντια που είχε η κομμένη λαμαρίνα. Του άνοιξα δυό αντικρυστές τρύπες στο πάνω μέρος και πέρασα ένα σίρμα γιά να μπορώ να το κρατάω. Το έφτιαξα έτσι, όπως είχα δει να έχουν φτιαγμένα τα κατσαρολάκια τους και τα άλλα παιδιά. Τα έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα κείνα τα παιδιά με τα κατσαρολάκια τους να περιμένουν έξω από το κτίριο που ήτανε η ιταλική Φινάντσια. Συνήθως τα έβλεπα να μαζεύονται εκεί προς το απόγευμα, που οι Ιταλοί στρατιώτες έπερναν το βραδυνό τους συσσίτιο.

Δίπλα από το κτίριο ήτανε μιά μικρή αυλή μ΄ένα μεγάλο δωμάτιο στο βάθος. Εκεί, σ΄αυτό το δωμάτιο, οι Ιταλοί είχανες στήσει τις κουζίνες τους και στην αυλή γινότανε η διανομή του φαγητού. Οι Ιταλοί στρατιώτες με φωνές και με πειράγματα μεταξύ τους, έπαιρναν ένας-ένας το φαγητό τους στις καραβάνες τους, έβγαιναν από την μικρή αυλή, περνούσαν από το δρόμο και από την κυρία είσοδο έμπαιναν στο εσωτερικό του κτιρίου που ήτανε η τραπεζαρία.

Εκεί λοιπόν κάποιο απόγιομα στήθηκα κι΄εγώ με το μικρό μου κατσαρολάκι στο χέρι. Είχα μάθει ότι οι Ιταλοί όλο και κάτι έδιναν στα μικρά παιδιά, που στέκονταν εκεί απ΄έξω.

Κάπως φοβισμένος με την πρωτόγνωρη εκείνη εμπειρία της ζητιανιάς, στάθηκα λίγο πιό πέρα από τα άλλα παιδιά. Κι΄αυτά με κοιτούσαν κάπως παράξενα. Μπορώ να πω πως ίσως ακόμη να με κοιτούσαν και με μίσος. Ένας επί πλέον συνεταίρος στο λιγοστό φαγητό που τους πετούσαν οι Ιταλοί δεν μπορούσε να ήτανε και τόσο ευπρόσδεκτος, κείνα τα σκληρά χρόνια της πέινας.

Χαμένος μέσα στα ανάκατα συναισθήματα, που με έπνιγαν κείνη τη στιγμή, αλλά και με την πείνα να κάνει το στομάχι μου να πονάει, στεκόμουν κάπως παράμερα, λίγο πιό πέρα από τα άλλα παιδιά. Στεκόμουν μόνος εκεί κι΄έννοιωθα πως ντρεπόμουν πολύ. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο γιά μένα να ζητιανεύω λίγο φαγητό. Κοιτούσα γύρω μου φοβισμένος. Σκεφτόμουν πως θα έννοιωθα αν τύχαινε να περάσει από κει κάποιος γνωστός και με έβλεπε. Αν περνούσε ο πατέρας μου, πως θα έννοιωθα;. Τι θα έκανα; Τι θα του έλεγα;

Τα σκεφτόμουν όλα αυτά. Έννοιωθα να με σκοτώνουν μέσα μου. Όμως πιό πολύ από όλα με νικούσε η πείνα. Κι΄έμενα εκεί. Στεκόμουν στην άκρη με το βλέμμα καρφωμένο στη μικρή αυλή όπου ο μάγειρας είχε αρχίσει να μοιράζει το φαγητό στους στρατιώτες.Κι΄αυτοί, οι φαντάροι όλοι, έκαναν μιά παράξενη και αστεία φασαρία. Φώναζαν, έβριζαν, γελούσαν, χτυπούσαν τις καραβάνες τους, έκαναν αστεία μεταξύ τους.

Οι πρώτοι είχανε πάερει κι΄όλας το φαγητό τους και βγαίνοντας έξω προχωρούσαν προς την κεντρική είσοδο του κτιρίου γιά να μπούνε στην τραπεζαρία.

Τ΄άλλα παιδιά εξοικιωμένα με τη ζητιανιά κι΄ίσως γνωστά από καιρό σε τούτη την “τελετή”του συσσιτίου, πλησίαζαν τους Ιταλούς με τα κατσαρολάκια τους απλωμένα προς το μέρος τους. Τους πιό πολλούς τους γνώριζαν και τους φώναζαν με τα ονόματά τους.

-Πιπίνο, ε Πιπίνο. Ντάμε πόκο πάνε. Ντάμε πόκο.

-Σινιόρ Πέντρο Σόνο κουϊ.

-Εεε! Μαρίνο. Πόκο μαντζαρία περ φαβόρ.

Και οι Ιταλοί όλο και κάτι τους έδιναν. Άδειαζαν λίγο από το φαγητό τους μέσα στα κατσαρολάκια τους, έκοβαν καμμιά γωνιά από την πανιότα τους και την έδιναν στα παιδιά. Τα πιό πολλά από αυτά καθόντουσαν κάτω, στην άκρη του δρόμου και βγάζοντας από την τσέπη τους κάτι ξύλινα κουτάλια, άρχιζαν να τρώνε γρήγορα ίσως γιά να προλάβουν να ζητήσουν κι΄άλλο πριν να τελειώσει η διανομή του φαγητού.

Είχα απομείνει να στέκομαι παράμερα κι΄έννοιωθα τα πόδια μου σαν να ήσαν κολλημένα στη γη. Έννοιωθα μέσα μου να με πνίγει η ντροπή. Κι΄όμως. Μ΄όλη την πείνα που έμοιαζε να καίει το άδειο στομάχι μου δεν έλεγα να ξεκολήσω από τη θέση μου και να προχωρήσω κι΄εγώ προς το μέρος των Ιταλών, ν΄απλώσω το κατσαρολάκι μου και να μου πετάξουν κι΄εμένα λίγο φαγητό.

Σε λίγο όλα είχαν τελειώσει. Οι τελευταίοι Ιταλοί φαντάροι κρατώντας στα χέρια τους τις καραβάνες με το βραδυνό τους, έβγαιναν από την αυλή και προχωρούσαν προς το κτίριο. Τ΄άλλα παιδιά πήραν το δρόμο προς τη μεριά του λιμανιού ξεφωνίζοντας από τη χαρά τους, που και τούτη τη βραδυά είχανε καταφέρει να εξοικονομήσουν λίγο φαγητό και να ξεγελάσουν την πείνα τους. Κατηφόριζαν προς το λιμάνι κρατώντας στα χέρια τους τα κατσαρολάκια τους. Σε λίγο είχανε χαθεί στη στροφή του δρόμου, εκεί προς το Καφέ Γυαλί.

Κι΄εγώ είχα απομεί εκεί, στην άκρη, στα Μουράγια, ακουμπισμένος στα σιδερένια κάγκελα του δρόμου με το βλέμμα καρφωμένο στην είσοδο της αυλής. Εκεί που πριν από λίγο είχε τελειώσει το συσσίτιο των Ιταλών φαντάρων.

Ο μάγειρας, ένας κοντόχοντρος Ιταλος, μαζύ με τους δυό βοηθούς του μάζευαν τα καζάνια και τις κουτάλες, σκούπιζαν και ταχτοποιούσαν τα πράμματά τους. Κι΄εγώ είχα απομείνει μόνος μου εκεί στην άκρη να τους κοιτάζω κρατώντας στα χέρια μου το άδειο κατσαρολάκι μου.

Έννοιωθα έναν κόμπο να ανεβαίνει και να σφίγγει το λαιμό μου. Και δεν μπορούσα να πω αν ήτανε γιά την αποτυχία μου, που δεν κατάφερα κι΄εγώ να πάρω λίγο φαγητό, αν ήτανε γιά την κατάντια μου, στα πιό όμορφα παιδικά μου χρόνια να ζητιανεύω γιά λίγο φαγητό, ή αν ήτανε από την πείνα που έννοιωθα να βασανίζει το στομάχι μου.

Σε λίγο είδα τον μάγειρα με κουρασμένα βήματα να βγαίνει προς την είσοδο της αυλής. Ακούμπισε στο περβάζι της εξώπορτας και άναψε ένα τσιγάρο. Φύσιξε τον καπνό να πάει ψηλά και με την ανάστροφη του χεριού του σκούπισε κάποια ίχνη ιδρώτα από το μέτωπό του. Βύθισε το βλέμμα του προς τη μεριά της θάλασσας κι΄έμοιαζε έτσι να χαζεύει το μικρό νησάκι, το Βίδο, που έστεκε εκεί, απέναντι από το λιμάνι της Κέρκυρας. Εκεί κάποια στιγμή φαίνεται πως το βλέμμα του έπεσε πάνω μου. Τον είδα γιά λίγο να με κοιτάζει πιό προσεχτικά κι΄άρχισα να νοιώθω κάποιο φόβο, κάποια ανησυχία.

Ξαφνικά τον άκουσα να με φωνάζει να πάω κοντά του.

-Εεε, πίκολο, Βιένε κουά.

Με δειλά, φοβισμένα βήματα ξεκίνησα και πήγα προς το μέρος του. Κι΄αυτός κοίταξε πρώτα το άδειο μου κατσαρολάκι και μετά κοίταξε εμένα στα μάτια. Κατάλαβε πως δεν είχα καταφέρει να εξοικονομήσω τίποτα γιά φαγητό. Είδα τα χείλη του ν΄ανοίγουν σ΄ένα θλιμένο χαμόγελο. Σήκωσε το χέρι του και μου χάϊδεψε τα μαλλιά.

-Πόβερο πόκολο. Νον αβέτε νιέντε; με ρώτησε.

Τον κοιτούσα στα μάτια χωρίς καθόλου να μπορώ να του μιλήσω. Έννοιωθα πως δεν θα μπορούσα να κρατήσω άλλο έναν κόμπο που έσφιγγε το λαιμό μου. Και ξαφνικά άφησα τα δάκρυα να γεμίσουν τα μάτια μου. Κι΄εκείνος με κοίταζε συνέχεια. Μπορώ να πω πως στα μάτια του διέκρινα κάποια συμπόνεια. Μου χάϊδεψε γιά λίγο ακόμη τα μαλλιά και μετά με πήρε από το χέρι και με οδήγησε στην κουζίνα. Μ΄έβαλε να καθήσω σ΄έναν πάγκο και τον έβλεπα να προσπαθεί να μου χαμογελάσει γιά να μου δίνει κουράγιο.

Σε λίγο έφερε κοντά μου μιά καραβάνα γεμάτη φαγητό. Άνοιξα το στόμα μου, μα ούτε μιά λέξη δεν μπόρεσα να καταφέρω να πω. Κείνη την ώρα είχα καταλάβει πως δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω αλλά ούτε και να σκεφτώ τίποτα. Η θέα της καραβάνας, μ΄ένα φαγητό, που στ΄αλήθεια μύριζε πάρα πολύ όμορφα, έκανε το μυαλό μου να μην έχει τη δύναμη να μπορεί να σκεφτεί κάτι. Είχα χάσει ακόμη κι΄αυτή τη μιλιά μου. Το μόνο που μπορούσα να κάνω ήτανε να αφήνω το βλέμμα μου να πηγαινοέρχεται από την καραβάνα στο πρόσωπο του Ιταλού και να ξαναγυρίζει πίσω στην καραβάνα. Και να νοιώθω μέσα μου την πείνα ν΄αγριεύει ακόμη πιό πολύ σαν έβλεπα μπροστά μου την καραβάνα με το αχνιστό και μυρωδάτο φαγητό.

-Μάντζα πίκολο, μου είπε σε κάποια στιγμή με καλωσύνη ο Ιταλός. Μάντζα πόβερο πίκολο, και μου έδωσε ένα κουτάλι.

Όμως εγώ είχα απομείνει να τον κοιτάζω σαν χαμένος.

-Αϊ πορτάτο α μία κάζα, του είπα με τα λίγα ιταλικά, που η ανάγκη με είχε κάμει τότε να μάθω.

-Νο, νο πίκολο, μου είπε εκείνος. Μάντζα ακουί.

Δεν γινότανε να κάμω διαφορετικά. Έτρεμα στη σκέψη πως ίσως η άρνησή μου μπορούσε να τον κάμει να θυμώσει και να μου πάρει την καραβάνα. Άρχισα λοιπόν να τρώω το φαγητό όσο πιό γρήγορα μπορούσα.

-Κόμε τι κιάμα; με ρώτησε κάποια στιγμή ο Ιταλός.

-Ντιονίσι, του είπα δειλά, με μιά φωνή που μόλις ακουγότανε.

-Μίο νόμε έ Γκιουζέπε, μου είπε χαμογελώντας.

Από κείνη την ημέρα με τον Γκιουζέπε γίναμε καλοί φίλοι. Πριν να φύγω, κείνο το απόβραδο, γέμισε το κατσαρολάκι μου με φαγητό και μου έδωσε και μιά ολόκληρη πανιότα να τα πάρω στο σπίτι μου.

Όταν έφτασα σπίτι μου, η μάνα μου – ελαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει – στάθηκε βλοσυρή μπροστά μου. Κοίταξε εξεταστεικά το κατσαρολάκι και την πανιότα και κατάλαβε.

-Πήγες και ζητιάνεψες στους Ιταλούς; με ρώτησε αυστηρά.

Έμεινα γιά λίγο αμίλητος. Μετά χαμήλωσα το βλέμμα μου μην αντέχοντας το δικό της που είχε καρφωθεί πάνω μου εξεταστικά.

-Απάντησέ μου. Ζητιάνεψες στους Ιταλούς; με ρώτησε πιό αυστηρά τούτη τη φορά.

-Πεινάω μάνα, της φώναξα απότομα και ξέσπασα σε κλάματα.

Δεν θυμάμαι γιά πόση ώρα έμεινε αμίλητη μπροστά μου. Μέσα της έμοιαζε να γίνεται μιά πρωτόγνωρη πάλη. Κείνη η κραυγή μου, “πεινάω” έδειχνε πως την είχε συγκλονίσει. Πάνω στο πρόσωπό της οι σκέψεις σχημάτιζαν τα σχέδιά τους. Κι΄ο χρόνος, κείνες τις στιγμές, έμοιαζε να κυλάει απελπιστικά αργά.

Όταν σήκωσα τα μάτια μου την είδα να στέκει ακόμη εκεί, στην ίδια θέση και να με κοιτάζει αμίλητη. Θυμάμαι πως πάνω στα δικά της μάτια μπόρεσα να διακρίνω να λαμπιρίζει κάτι σαν δάκρυ.

Μου πήρε το κατσαρολάκι με το φαγητό και το ψωμί και τα απίθωσε πάνω στο άδειο τραπέζι της κουζίνας. Τ΄αδέλφια μου είχανε μαζευτεί γύρω μας και κοιτούσαν με λαιμαργία το ψωμί και το κατσαρολάκι που ήταν γεμάτο φαγητό. Το βλέμμα της μάνας μας τα τσάκωσε να πλησιάζουν προς το τραπέζι με άσχημες διαθέσεις.

-Μην αγγίξει κανείς σας τίποτα ώσπου νάρθει ο πατέρας σας, τους φώναξε αγριεμένη.

Καθήσαμε όλοι μας αμίλητοι γύρω από το μικρό μας τραπέζι και είχαμε απομείνει να κοιτάζουμε το κατσαρολάκι με το φαγητό και το ψωμί που ήσαν ακουμπισμένα πάνω του.

Ούτε και που θυμάμαι πόση ώρα πέρασε, έτσι καθώς είμαστε καθισμένοι όλοι γύρω από το τραπέζι και κοιτούσαμε αυτόν τον μικρό θησαυρό που βρισκόταν πάνω σ΄αυτό.

Κάποτε ακούσαμε πάνω στις πέτρες του μικρού δρόμου, τα βήματα του πατέρα μου που γύριζε από τη δουλιά του. Κοιταχτήκαμε όλοι αμίλητοι μεταξύ μας αναλογιζόμενοι την οργή και το ξέσπασμα του πατέρα μας σαν θα έβλεπε τι είχα κάμει χωρίς την άδειά του. Στο βλέμμα όλων μας κρεμόταν ένα φοβισμένο ερωτηματικό. Τι θα γινότανε;

Τον ακούσαμε που άνοιξε την πόρτα και την έκλεισε πίσω του. Σε λίγο είχε μπει στη μικρή μας κουζίνα και στεκόταν μπροστά μας. Μας κοίταξε γιά λίγο παραξενεμένος καθώς μας είδε να καθόμαστε όλοι αμίλητοι γύρω από το μικρό τραπέζι και πάνω του να είναι ακουμπισμένα το μικρό κατσαρολάκι μου με το φαγητό και η πανιότα και κανείς μας να μην τα αγγίζει.Το βλέμμα του εξεταστικό τα κοίταξε γιά λίγο και μετά γύρισε προς το μέρος της μάνας μας και τη ρώτησε.

-Τ΄είναι αυτά;

-Δώρα από τους Ιταλούς. του είπε νευριασμένη.Τα κουβάλησε ο γιός μας ο μικρός.

Ο πατέρας μου γύρισε αργά το βλέμμα του προς το μέρος μου και με κοίταξε. Κι΄εγώ στεκόμουν εκεί, απέναντί του, με το βλέμμα μου χαμηλωμένο μοιάζοντας έτσι σαν ένας ένοχος κάποιου μεγάλου εγκλήματος. Ο πατέρας μου, κουρασμένος καθώς ήταν, κάθησε στην καρέκλα του αφήνοντας έναν αναστεναγμό. Σήκωσε τη ματιά του πάνω μου και με φώναξε κοντά του.

-Γιά έλα δω κοντά μου, μου είπε με μιά φωνή παράξενα ήρεμη.

Με αργά βήματα και με τα μάτια χαμηλωμένα διαρκώς, πήγα και στάθηκα πλάϊ του. Κι΄αυτός, με μιά αργή κίνηση μου έπιασε το σαγώνι μου και ανασήκωσε το πρόσωπό μου, αναγκάζοντάς με έτσι να τον κοιτάξω στα μάτια. Δεν μπόρεσα να κρατήσω τα δάκρυά μου έτσι, καθώς τον είδα να με κοιτάζει.

-Πεινάω πατέρα, του είπα με μιά φωνή τόσο αδύναμη που γιά μιά στιγμή πίστεψα πως μόνο εγώ θα την είχα ακούσει.

Κι΄ο πατέρας μου με κοίταξε γιά λίγο ακόμη αμίλητος. Μετά μ΄έπιασε από τα χέρια και με τράβηξε στην αγκαλιά του. Κι΄άκουσα τη φωνή του, τσακισμένη από τον πόνο, να μου λέει.

-Έχεις δίκιο αγόρι μου. Το ξέρω πως πεινάς. Όπως πεινάνε μιλλιούνια παιδιά σε όλο τον κόσμο. Αθώα πλάσματα, που πληρώνετε κι΄εσείς την αρρωστημένη τρέλλα κάποιων εγκληματιών.

Μ΄έσφιξε πιό πολύ στην αγκαλιά του.

-Δεν πειράζει αγόρι μου, συνέχισε σε λίγο χαϊδεύοντάς μου τα μαλλιά. Δεν κάνεις τίποτα κακό. Να πηγαίνεις να σου δίνουνε λίγο φαγητό. Πρέπει να ζήσεις κι΄εσύ. Πρέπει να ζήσουμε όλοι μας γιά να δώσουμε το παρών σαν τελειώσει τούτο το κακό του πολέμου.

Μ΄έσφιξε ακόμη λίγο στην αγκαλιά του κι΄εγώ δεν μπορούσα να σταματήσω το κλάμμα μου.

Από κείνο τ΄απόγιομα ήμουν πλέον ταχτικός έξω από την ιταλική Φινάντσια. Σιγά-σιγά ξεθάρεψα κι΄άρχισα να κάνω παρέα και να μιλάω με τ΄άλλα παιδιά, που μαζεύονταν εκεί.

Μ΄έμαθαν και μένα οι Ιταλοί και με φώναζαν γιά να μου δώσουν λίγο από το φαγητό τους ή κανένα κομμάτι ψωμί. Τα έτρωγα και μετά περίμενα τον Γκιουζέπε να τελειώσει τη δουλιά του και να με φωνάξει στην κουζίνα, να μου γεμίσει το κατσαρολάκι μου και να μου δώσει και κανένα κομμάτι ψωμί. Έτρεχα τότε γεμάτος χαρά στο σπίτι μου να τους πάω το φαγητό. Η μικρή μου αδελφή στεκότανε στο παράθυρο και σαν μ΄έβλεπε τσακιζότανε να φτάσει στην πόρτα, να πάρει στα χέρια της το κατσαρολάκι, να το κοιτάξει με το λιγωμένο από την πείνα βλέμμα της να το μυρίσει και μετά να τρέξει στην κουζίνα και να φάει την πρώτη κουταλιά.

Πολλές φορές ο Γκιουζέπε με κρατούσε κοντά του γιά παρέα. Τέλειωνε τη δουλιά του και μετά καθότανε και μιλούσε μαζύ μου σαν να είμαστε δυό καλοί παληόφιλοι. Του άρεσε να μου μιλάει γιά την οικογένειά του. Μου έλεγε γιά το χωριό του. Ένα μικρό χωριό λίγο έξω από το Μιλάνο.Έβλεπα στα μάτια του να ζωγραφίζεται μιά παράξενη λάμψη σαν μου έλεγε πόσο όμορφο ήταν το χωριό του. Μου έλεγε ακόμη πόσο καλοί ήσαν οι άνθρωποι σε κείνο το μικρό χωριό και πόσο όμορφα ζούσαν πριν ν΄αρχίσει ο πόλεμος. Ζούσε εκεί με την γυναίκα του και τα δυό παιδιά του.

-Ο μεγάλος μου γιός είναι σαν εσένα, μου έλεγε. Τον λένε Μαρτσέλλο. Πηγαίνει στο σχολείο και είνα πολύ καλός μαθητής. Σαν μεγαλώσει θέλει να γίνει γιατρός. Τον μικρό μου τον λένε Αντόνιο. Σαν μεγαλώσει θέλει να γίνει καπετάνιος.

Σταματούσε καμμιά φορά και με κοιτούσε γιά να δει αν παρακολουθούσα όσα μου έλεγε. Καμμιά φορά άναβε ένα τσιγάρο και συνέχιζε.

-Τη γυναίκα μου τη λένε Μαριλένα. Η καψερή δουλεύει ολημερίς στα χωράφια γιά να τα βγάλουνε πέρα. Έχει και τη γρηά τη μάνα μου μαζύ της. Δεν έχει κανέναν άλλον από μένα η κακομοίρα.Τους στέλνω κι΄εγώ από δω κάτι λίγα χρήματα που μας δίνουν κι΄έτσι τα καταφέρνουν και ζούνε.

Άλλες φορές τον έβλεπα να μένει σκεφτικός και αμίλητος. Ξαφνικά, σαν να συνερχόταν, άρχιζε να μου μιλάει γεμάτος θυμό.Έβριζε όλους αυτούς που έκαμαν τον πόλεμο. Καμμιά φορά χαμήλωνε κοντά μου και με σιγανή φωνή έβριζε τον Μουσσολίνι και τον Χίτλερ. Τους έλεγε τρελλούς και δολοφόνους. Κι΄εγώ τον άκουγα χωρίς να του μιλάω. Σαν τι μπορούσα να του πω; Φοβόμουν να μιλήσω έστω κι΄αν έννοιωθα τον Γκιουζέπε φίλο μου.

Κάποιο απόγιομα που πήγα εκεί, βρήκα τον Γκιουζέπε κάπως παράξενα χαρούμενο.
-Εεεε! Αμίκο Ντιονίσι, μου φώναξε γελώντας. Γιά λίγες μέρες θα είμαι ακόμη εδώ. Ίσως να μην ξαναειδωθούμε αμίκο Ντιονίσι.Γιά μας τους Ιταλούς, ο πόλεμος τέλειωσε. Θα τά ΄μαθες.
Και αλήθεια ήταν ότι πριν από λίγο τα είχα μάθει κι΄εγώ. Όπως τα είχε μάθει και όλη η μικρή μας πόλη. Λίγες ώρες πριν, τα χαρμόσυνα μαντάτα είχαν κάμει το γύρω του νησιού με πρωτοφανή ταχύτητα. Τα στενά δρομάκια της πόλης γιά ώρες αντιβούϊζαν με τα χαρούμενα ξεφωνητά των ανθρώπων, που τρέχοντας φώναζαν.
-Συνθηκολόγησε η Ιταλία. Τελειώνει ο πόλεμος. Έρχονται οι Εγγλέζοι.
Και οι διαδόσεις έδιναν και έπαιρναν. Μιλούσαν γιά καράβια γεμάτα με Άγγλους, που σε λίγο θα έφταναν στην Κέρκυρα. Έλεγαν γιά συμμαχικές δυνάμεις, που είχαν αποβιβαστεί σε κάποιο κρυφό μέρος του νησιού. Κι ακόμη φώναζαν γιά πλοία φορτηγά του Ερυθρού Σταυρού, που όπου νάναι θα έφταναν στο νησί φορτωμένα με πάρα πολλά τρόφιμα.

Κείνο το απόγιομα κάθησα αρκετή ώρα με τον Γκιουζέπε. Μου έδωσε και δυό πανιότες κι΄ένα κουτί με γλυκά που τα είχε φυλαγμένα. Ο Γκιουζέπε ήταν όλο χαρά. Τραγουδούσε, χόρευε και κάθε λίγο φώναζε γελώντας.
-Θα γυρίσω στο χωριό μου! Θα γυρίσω στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου!
Ο Γκιουζέπε δεν γύρισε ποτέ στο χωριό του. Δεν γύρισε ποτέ στη γυναίκα του και στα παιδιά του. Στις 14 του Σεπτέμβρη κείνη τη χρονιά, το ΄43 ήτανε, οι Γερμανοί ζήτησαν από τους Ιταλούς να τους παραδώσουν την Κέρκυρα. Εκείνοι όμως, με εντολή των Άγγλων αρνήθηκαν,.
Λίγο πριν νυχτώσει, κείνη την ημέρα, ο ουρανός πάνω από τη Χώρα, σκεπάστηκε από τα γερμανικά αεροπλάνα, που χτυπούσαν λυσσασμένα τη μικρή και ανοχύρωτη πόλη. Στο τέλος έρριξαν και εμπρηστικές βόμβες και η μικρή μας πόλη κάηκε σχεδόν ολόκληρη.

Μετά από λίγες μέρες ηρωικής αντίστασης των Ιταλών και χωρίς ποτέ να φτάσει η αγγλική βοήθεια, οι Γερμανοί είχαν καταλάβει την Κέρκυρα.

Πρώτη τους τους δουλιά ήτανε να συλλάβουν και να εκτελέσουν με διάφορους βάρβαρους τρόπους όλους τους Ιταλούς. Δεν γλύτωσε ούτε ένας. Έχουνε μείνει ανεξίτηλα χαραγμένες στο νου μου, οι σκηνές φρίκης που έζησα τότε, μικρό παιδί, σαν αντίκρυζα τα πτώματα των Ιταλών σκορπισμένα παντού.

Το πιό φρικιαστικό όμως ήτανε όταν ένα πρωινό το λιμάνι του νησιού και όλη η παραλία είχε γεμίσει από τα πτώματα των Ιταλών, που είχαν φορτώσει σ΄ένα καράβι και βγάζοντάς το έξω από το λιμάνι, το βούλιαξαν. Δεν θάναι ψέμμα να πω ότι γιά μέρες γυρνούσα και κοιτούσα τα πτώματα προσπαθώντας να βρω τον Γκιουζέπε, χωρίς φυσικά να τα καταφέρω. Πως μπορούσα να βρω άκρη με τους σωρούς των πτωμάτων που βρίσκονταν σκορπισμένα σε όλα τα σημεία της πόλης;
Κάποτε μ΄έπιανε το παράπονο. Αποτραβιόμουνα σε κάποια γωνιά κι΄έννοιωθα έναν κόμπο στο λαιμό και κάποια δάκρυα να κυλούν στα μάτια μου.
Στο κτίριο που ήτανε η ιταλική Φινάντσια εγκεταστάθηκε κάποια υπηρεσία των Γερμανών. Δεν μπορώ σήμερα να θυμάμαι πως έγινε, ίσως από συνήθεια, ένα απόγιομα βρέθηκα εκεί απ΄έξω κρατώντας στο χέρι μου το μικρό μου κατσαρολάκι. Πέντ- έξη Γερμανοί στρατιώτες ήσαν καθισμένοι έξω, στα σκαλοπάτια και έτρωγαν. Είχα σταθεί παράμερα στην παλιά μου θέση και τους κοιτούσα. Μέσα μου μ΄έσφιγγε η πείνα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Στο νου μου κάποια στιγμή ζωγραφίστηκε η μορφή του καλού μου φίλου, του Γκιουζέπε. Κι΄έμοιαζε σαν να με φώναζε όπως κάθε απόγιομα, σαν μ΄έβλεπε εκεί απ΄έξω να περιμένω.
-Αμικο Ντιονισι. Βιένε κουά. Μαντζαρία.
Ασυναίσθητα, ίσως και χωρίς ο ίδιος να μπορέσω να το συνειδητοποιήσω, ούτε και να το καταλάβω, έκαμα λίγα βήματα προς το μέρος των Γερμανών και σήκωσα το κατσαρολάκι μου σαν μιά κίνηση ζητιανιάς. Να μου δώσουνε κάτι. Κάτι λίγο απ΄αυτό που έτρωγαν κι΄αυτοί. Κάτι λίγο γιά να σταματήσω την πείνα που την έννοιωθα να μου καίει τα σωθηκά μου.

Από τη θέση τους σηκώθηκε ένας ψηλός, ξανθός και ήρθε κοντά μου. Στάθηκε μπροστά μου κοιτάζοντας με στα μάτια με μίσος. Κι΄εγώ έστεκα εκεί και τον κοιτούσα με το κατσαρολάκι μου απλωμένο προς το μέρος του ζητιανεύοντας λίγο φαγητό.

Ξαφνικά ο Γερμανός με μιά απότομη κίνηση άρπαξε από το χέρι μου το μικρό μου κατσαρολάκι, το πέταξε κατάχαμα και σηκώνοντας το πόδι του το πάτησε με όλη τη δύναμή του, με τη χοντρή μπότα του, κάνοντάς το μιά άμορφη μάζα.

Κείνη τη στιγμή έννοιωσα κάτι παράξενο μέρα μου. Ήτανε σαν να μου είχανε σκοτώσει το πιό όμορφο κομμάτι της ζωής μου.

Έσκυψα και πήρα στα χέρια μου το μικρό μου κατσαρολάκι. Αυτό το τόσο απλό πραματάκι, που δυό χρόνια τώρα είχε γίνει γιά μένα η πιό γλυκιά μου συντροφιά. Το 'σφιξα στα χέρια μου. Σήκωσα τα μάτια μου γεμάτα παράπονο και κοίταξα τον Γερμανό. Και τότε το βαρύ του χέρι έπεσε, με όση δύναμη είχε, πάνω στο σκελετωμένο από την πείνα πρόσωπό μου, ενώ η φωνή του ακούστηκε άγρια.
-Ράους!!
Πήρα το κατσαρολάκι μου και έφυγα τρέχοντας. Έννοιωθα το πρόσωπό μου να με καίει από τον πόνο και τα μάτια μου είχανε γεμίσει με δάκρυα.
Δεν μπόρεσα ποτέ στην κατοπινή μου ζωή να ξεχωρίσω αν κείνα τα δάκρυα τότε ήσαν δάκρυα πόνου, δάκρυα ντροπής ή δάκρυα μίσους γι΄αυτούς τους αγριανθρώπους, που πάνω τους δεν υπήρχε ίχνος συμπόνιας, όχι μόνο γιά τους συνανθρώπους τους αλλά ούτε και για τα μικρά και δυστυχισμένα παιδιά, τα θύματα ενός πολέμου που αυτοί οι ίδιοι τον είχαν ξεκινήσει.

Τις επόμενες μέρες, χωρίς να πω τίποτα στους δικούς μου, προσπάθησα να φτιάξω το κατσαρολάκι μου και να του ξαναδώσω την πρωτινή του μορφή. Τελικά κάποια μέρα τα κατάφερα. Το΄φτιαξα όσο μπορούσα σαν και πριν και το φύλαξα. Κάθε τόσο το κοιτούσα και στο νου μου ζωντάνευαν οι φιγούρες του Γκιουζέπε και του ξανθού Γερμανού. Δεν ήθελα ποτέ να σβύσουν από το νου μου τούτες οι δυό τόσο διαφορετικές μορφές που είχανε σημαδέψει την παιδική μου ζωή.

Την ημέρα που τέλειωσε ο πόλεμος, ένας κόσμος έξαλλος, ένας κόσμος πλημμυρισμένος από μιάν απέραντη χαρά και ευτυχία, ξεχύθηκε στους δρόμους της Κέρκυρας. Ήτανε ένας κόσμος, που πανηγυρίζοντας το τέλος του πολέμου και τη χαρά της νίκης παραληρούσε από ευτυχία. Χιλιάδες οι άνθρωποι γυρνούσαν στους δρόμους τραγουδώντας και χορεύοντας. Στα χέρια τους κρατούσαν σημαίες ελληνικές, αγγλικές και αμερικάνικες. Ήσαν μερικοί που κρατούσαν και ρούσσικες. Στ΄αλήθεια κάποια στιγμή αναρωτήθηκα που βρέθηκαν όλες εκείνες οι σημαίες. Ήτανε ένα ξέφρενο πανηγύρι κείνη η μέρα της λευτεριάς. Ένα πανηγύρι που το προσμέναμε τέσσερα ολόκληρα χρόνια.

Οι καμπάνες από τον Άγιο αλλά και από όλες τις εκκλησιές του νησιού χτυπούσαν χαρμόσυνα. Ακόμη κι΄οι δυό μουσικές του νησιού, η Μάντζαρος και η Παληά όχι με την πλουμιστές εντυπωσιακές στολές τους αλλά κάπως πρόχειρα ντυμένοι είχανε βγει στους δρόμους παίζοντας το Μαύρη ειν΄η νύχτα στα βουνά

Κείνη τη μεγάλη μέρα πήρα κι΄εγώ το κατσαρολάκι μου και βγήκα στους δρόμους. Έφτασα έξω από το κτίριο που άλλοτε ήτανε η ιταλική Φινάντσια. Στάθηκα απέναντι. Ακούμπισα στα σιδερένια κάγκελα του δρόμου και κάρφωσα το βλέμμα μου στην είσοδο της αυλής. Εκεί πού άλλοτε έβγαινε ο Γκιουζέπε και μου φώναζε.
-Ντιονίσι. Βιένε κουά. Μαντζαρία.
Δυο δάκρυα κύλησαν στα μάτια μου. Οι άνθρωποι που περνούσαν μπροστά μου με κοιτούσαν παράξενα που γελούσα κι΄έκλαιγα κρατώντας στα χέρια μου ένα μικρό τσαλακωμένο κατσαρολάκι.
-Γκιουζέπε, ο πόλεμος τέλειωσε, ψιθύρισα μέσα από τα δάκρυά μου.
Έμεινα γιά λίγο εκεί κοιτάζοντας την αυλή, που κάποιες μέρες καθόμουν μαζύ με τον Γκιουζέπε. Ύστερα πήρα κι΄εγώ το δρόμο προς τη μεριά του λιμανιού. Εκεί, στη μικρή πλατεία, δίπλα στη θάλασσα, όλοι οι κάτοικοι της μικρής πόλης γιόρταζαν το τέλος του πολέμου.

Διονύσης Ε. Κονταρίνης


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Συγγραφέας κ. Διονύσιος Ε. Κονταρίνης, γεννήθηκε στην Πάτρα (με Κεφαλλονίτικες ρίζες), μεγάλωσε στην Κέρκυρα και έχει ζήσει σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα με συνεργασίες σε παιδικά περιοδικά.
Ένα γεγονός στα μαθητικά του χρόνια τον έφερε στο χώρο της δημοσιογραφίας την οποία υπηρέτησε για σαράντα δύο χρόνια.
Εργάστηκε επίσης στον ελληνικό κινηματογράφο για μια δεκαετία σαν σεναριογράφος και σκηνοθέτης.
Το 1969 μετανάστευσε στις ΗΠΑ και εργάστηκε στην εφημερίδα ΠΡΩΙΝΗ σαν συντάκτης και στα περιοδικά GREEK-AMERICAN REVIEW και ESTIATOR σαν αρχισυντάκτης. Παράλληλα συνεργαζόταν με τις εφημερίδες ΠΑΡΟΙΚΙΑΚΟΣ ΛΟΓΟΣ του Σικάγου, GREEK-AMERICAN NEWS της Πενσιλβανίας και ΠΑΤΡΙΔΕΣ TOY Τορόντο Καναδά.
Το 2002 ανέλαβε την έκδοση και την αρχισυνταξία του περιοδικού PAN-GREGORIAN της ομώνυμης εταιρείας των οργανωμένων Ελληνοαμερικανών εστιατόρων.
Συνεργάζεται με πολλές ηλεκτρονικές εφημερίδες σε όλο τον κόσμο.
Έχει εκδώσει τρία βιβλία. Τη συλλογή ομογενειακών διηγημάτων ΟΙ ΑΓΚΥΡΕΣ, τα ιστορικά ντοκουμέντα ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ και το οδοιπορικό Η ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ.
Είναι από τα ιδρυτικά στελέχη της ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ ΠΕΝΤΕ ΗΠΕΙΡΩΝ. (Ε.Λ.Σ.Π.Η.)


EΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ:
- Οι Άγκυρες, Νέα Υόρκη 1999
- Στα Χρόνια της Δόξας, Νέα Υόρκη 2002
- Η Γειτονιά του Κάστρου, Νέα Υόρκη 2004
ΥΠΟ ΕΚΔΟΣΗ:
- Τα Γράμματα της Χριστίνας, Μυθιστόρημα
- Στα Χρόνια του πολέμου, Μυθιστόρημα
- Λίγα Σοβαρά και πολλά Αστεία, Διηγήματα 


Ιστολόγιο: Τα Εφτάνησα

1 comment: