Σελίδες

Saturday, 25 October 2014

«Ὁ Διγενῆς ψυχομαχεῖ κι ἡ γῆ τόνε τρομάσσει.» - «Δὲ χάνομαι στὰ Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω, στὴ ζωὴ ξαναφαίνομαι καὶ λαοὺς ἀνασταίνω!»

Ο Βασίλειος Διγενής Ακρίτας είναι ο γνωστότερος από τους ήρωες των ακριτικών τραγουδιών και πρωταγωνιστής ενός έμμετρου αφηγηματικού έργου του 11ου-12ου αι., το οποίο είναι γνωστό ως Διγενής Ακρίτης ή Έπος του Διγενή Ακρίτη.
Σύμφωνα με τον μύθο ήταν ένας από τους Ακρίτες, τους φρουρούς των Βυζαντινών συνόρων και απέκτησε το προσωνύμιο Διγενής εξαιτίας της εθνικής καταγωγής του: η μητέρα του ήταν κόρη βυζαντινού στρατηγού και ο πατέρας του εμίρης από την Συρία.
Σε μία από τις διασκευές του έπους αναφέρεται ότι ήταν σύγχρονός του Αυτοκράτορα Βασιλείου, αλλά δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί με βεβαιότητα εάν πρόκειται για τον Βασίλειο Α΄ ή τον Βασίλειο Β΄, γνωστό ως Βασίλειο Βουλγαροκτόνο.


Ὁ θάνατος τοῦ Διγενῆ
Α´
Ὁ Διγενῆς ψυχομαχεῖ κι ἡ γῆ τόνε τρομάσσει.
Βροντᾶ κι ἀστράφτει ὁ οὐρανὸς καὶ σείετ᾿ ὁ ἀπάνω κόσμος,
κι ὁ κάτω κόσμος ἄνοιξε καὶ τρίζουν τὰ θεμέλια,
κι ἡ πλάκα τὸν ἀνατριχιᾶ, πῶς θὰ τόνε σκεπάσει,
πῶς θὰ σκεπάσει τὸν ἀϊτό, τσῆ γῆς τὸν ἀντρειωμένο.
Σπίτι δὲν τὸν ἐσκέπαζε, σπήλιο δὲν τὸν ἐχώρει,
τὰ ὄρη ἐδιασκέλιζε, βουνοῦ κορφὲς ἐπήδα,
χαράκι᾿ ἀμαδολόγανε καὶ ριζιμιὰ ξεκούνειε.
Στὸ βίτσιμα ῾πιανε πουλιά, στὸ πέταμα γεράκια,
στὸ γλάκιο καὶ στὸ πήδημα τὰ ῾λάφια καὶ τ᾿ ἀγρίμια.
Ζηλεύει ὁ Χάρος, μὲ χωσιὰ μακρὰ τόνε βιγλίζει,
κι ἐλάβωσέ του τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ψυχή του πῆρε.

Β´
Τρίτη ἐγενήθη ὁ Διγενὴς καὶ Τρίτη θὰ πεθάνει.
Πιάνει καλεῖ τοὺς φίλους του κι ὅλους τοὺς ἀντρειωμένους,
νἄρθει ὁ Μηνᾶς κι ὁ Μαυραϊλής, νἄρθει κι ὁ γιὸς τοῦ Δράκου,
νἄρθει κι ὁ Τρεμαντάχειλος, ποὺ τρέμει ἡ γῆ κι ὁ κόσμος.
Κι ἐπῆγαν καὶ τὸν ηὕρανε στὸν κάμπο ξαπλωμένο.
Βογγάει, τρέμουν τὰ βουνά, βογγάει, τρέμουν οἱ κάμποι.
- Σὰν τί νὰ σ᾿ ηὖρε, Διγενῆ, καὶ θέλεις νὰ πεθάνεις;
- Φίλοι, καλῶς ὁρίσατε, φίλοι κι ἀγαπημένοι,
συχάσατε, καθήσατε κι ἐγὼ σᾶς ἀφηγιέμαι.
Τῆς Ἀραβίας τὰ βουνά, τῆς Σύρας τὰ λαγκάδια,
ποῦ κεῖ συνδυὸ δὲν περπατοῦν, συντρεῖς δὲν κουβεντιάζουν,
παρὰ πενήντα κι ἑκατό, καὶ πάλε φόβον ἔχουν,
κι ἐγὼ μονάχος πέρασα πεζὸς κι ἀρματωμένος,
μὲ τετραπίθαμο σπαθί, μὲ τρεῖς ὀργιὲς κοντάρι.
Βουνὰ καὶ κάμπους ἔδειρα, βουνὰ καὶ καταράχια,
νυχτιὲς χωρὶς ἀστροφεγγιά, νυχτιὲς χωρὶς φεγγάρι.
Καὶ τόσα χρόνια ποὔζησα δῶ στὸν ἀπάνου κόσμο,
κανένα δὲ φοβήθηκα ἀπὸ τοὺς ἀντρειωμένους.
Τώρα εἶδα ἕναν ξυπόλυτο καὶ λαμπροφορεμένο,
πὄχει τοῦ ῥίσου τὰ πλουμιά, τῆς ἀστραπῆς τὰ μάτια,
μὲ κράζει νὰ παλέψουμε σὲ μαρμαρένια ἁλώνια,
κι ὅποιος νικήσει ἀπὸ τοὺς δυὸ νὰ παίρνει τὴν ψυχή του.
Κι ἐπῆγαν κι ἐπαλέψανε στὰ μαρμαρένια ἁλώνια,
κι ὅθε χτυπάει ὁ Διγενής, τὸ αἷμα αὐλάκι κάνει,
κι ὅθε χτυπάει ὁ Χάροντας, τὸ αἷμα τράφο κάνει.




Ὁ Διγενὴς κι ὁ Χάροντας
Καβάλλα πάει ὁ Χάροντας
τὸν Διγενῆ στὸν Ἅδη,
κι ἄλλους μαζί... Κλαίει, δέρνεται
τ᾿ ἀνθρώπινο κοπάδι.

Καὶ τοὺς κρατεῖ στοῦ ἀλόγου του
δεμένους στὰ καπούλια,
τῆς λεβεντιᾶς τὸν ἄνεμο,
τῆς ὀμορφιᾶς τὴν πούλια.

Καὶ σὰ νὰ μὴν τὸν πάτησε
τοῦ Χάρου τὸ ποδάρι
ὁ Ἀκρίτας μόνο ἀτάραχα
κοιτάει τὸν καβαλλάρη.

«Ὁ Ἀκρίτας εἶμαι, Χάροντα
δὲν περνῶ μὲ τὰ χρόνια.
Μ᾿ ἄγγιξες καὶ δὲ μ᾿ ἔνοιωσες
στὰ μαρμαρένια ἁλώνια;

Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀκατάλυτη
ψυχὴ τῶν Σαλαμίνων,
στὴν Ἑφτάλοφην ἔφερα
τὸ σπαθὶ τῶν Ἑλλήνων.

Δὲ χάνομαι στὰ Τάρταρα,
μονάχα ξαποσταίνω,
στὴ ζωὴ ξαναφαίνομαι
καὶ λαοὺς ἀνασταίνω!»
Κωστής Παλαμάς

1 comment:

  1. ενδιαφέρον... αυτο για σας..http://youtu.be/SXHxFTjfXBs

    ReplyDelete