Σελίδες

Tuesday, 11 November 2014

Παράσχος Ἀχιλλεύς: Ἐλεημοσύνη - «Ἔ! σεῖς, ὅπου σκορπίζετε τὰ πλούτη στὸν ἀέρα...»

Ένα ποίημα χαρακτηριστικό του στόμφου, αλλά και της απλοϊκότητας του ποιητικού του λόγου είναι το ποίημα "Ελεημοσύνη", που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΣΤΙΑ την Πρωτοχρονιά του 1877:
ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ
(Πρώτη του Έτους)

Ἔ! σεῖς, ὅπου σκορπίζετε τὰ πλούτη στὸν ἀέρα,
τὸ χέρι σας τὸ ἄπονο καὶ ἄσωτο ἁπλῶστε
καὶ δῶστε καὶ στὸν ἄρρωστο καὶ στὴν πτωχὴ μητέρα...
Ἐλεημοσύνη, χριστιανοί, ἐλεημοσύνη δῶστε!
Ποιός λέει, ποιός, πὼς ὅλ’ αὐτὰ ποὺ τώρα σεῖς πετᾶτε,
εἶναι δικά σας;... Δύστυχοι, αὐτὸ ποὺ περισσεύει
εἶναι τῆς χήρας, τ’ ὀρφανοῦ καὶ μὴν τὸ σπαταλᾶτε.
Ὅποιος τὰ πλούτη του σκορπᾷ, ἀπ’ τοὺς πτωχοὺς τὰ κλέβει.
Ἐλεημοσύνη, χριστιανοί· ἀδέλφια, ἐλεημοσύνη·
πολλὰ χαρίζει ὁ θεὸς σ’ ἐκεῖνον, ὅπου δίνει.
(Λίγο ψωμί για το φτωχό και λίγη καλοσύνη!)
——
Συλλογισθήτε, εις αυτήν την ώρα γυμνωμένα
Πόσα παιδάκια κρυόνουνε, πόσα μικρά πεινούνε
Πόσοι δεν έχουνε γιατρό και γιατρικό κανένα!
Αλλοίμονο εις ταις καρδιαίς που σήμερα γελούνε.
Αχ! Δόσετ’ ένα φόρεμα στο γέροντα που κρυώνει,
‘Λίγο ψωμί μ’ ένα γλυκό χαμόγελο στο ξένο,
Μιά βακτηρία στον τυφλό που στο σκοτάδι λυόνει
Κ’ένα παιχνίδι στο παιδί το παραπονεμένο!…
Ελεημοσύνη, Χριστιανοί ` αδέλφια, ελεημοσύνη`
Χαρά σ’ εκείνη την καρδιά που το ψωμάκι δίνει!

 ——
Συλλογισθήτε, είς αυτή την ίδια ώρα πόσοι,
Χωρίς να θέλουν, το κακό στο νού τους μελετούνε…
Τι έυκολα που ημπορεί κανείς να τους γλυτώση
Μ’ αυτά οπού τα χέρια σας εδώ κ’ εκεί σκορπύνε!
Πόσα κορίτσι’ αγγελικά την ώρ’ αυτή με τρόμο,
Γεμάτα φρίκη κ’ εντροπή, ωσάν αρνιά νοιασμένα,
Στης αμαρτίας κλαίωντας πηγαίνουνε το δρόμο,
Γιατί δεν έχουν το ψωμί της μάνας τα καϋμμένα`
Ελεημοσύνη Χριστιανοί ` αδέλφια, ελεημοσύνη.
Χαρίσετε τους την τιμή πρίν το κακό να γείνη…

——
Τα ελαφρά μεταξωτά και το μαργαριτάρι,
Όπού ο πλούτος σήμερα και η σπατάλη δίνει,
Δεν έχουν τόσην ευμορφιά, δεν έχουν τόση χάρι,
Δεν είναι ωραιότερα απ’ την ελεημοσύνη.
Πόσοι χαρίζουν σήμερα σ’ ανθρώπους που μισούνε,
Γιά να φαντάζουν μοναχά και να φανούνε μόνο,
Και τα φτωχά τ’ αδέλφια τους αφίνουν να χαθούνε`
Αυτοί να μή γελάσουνε είς τον καινούργιο χρόνο.
Ελεημοσύνη, Χριστιανοί ` αδέλφια, ελεημοσύνη `
Πολλά χαρίζει ο Θεός σ’ εκείνον όπου δίνει! 

——
Δείτε το ποίημα και με την αρχική του ορθογραφία, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό:



Ο Αχιλλέας Παράσχος (πραγματικό όνομα Νασάκης ή Νασίκογλου· Ναύπλιο 1838 - Αθήνα, 26 Ιανουαρίου 1895) ήταν Έλληνας ρομαντικός ποιητής του 19ου αιώνα, εκπρόσωπος της πρώτης Αθηναϊκής σχολής. Παράσχος ήταν το μικρό όνομα του πατέρα του.

Γεννήθηκε στο Ναύπλιο και κατάγοταν από τη Χίο. Νωρίς εγκαταστάθηκε στην Αθήνα με τον πατέρα του έπειτα απο την καταστροφή της Χίου. Διδάχθηκε Τα πρώτα γράμματα από τον αδελφό του Γεώργιο (1821-1886), επίσης ποιητή. Από όσα γνωρίζουμε δεν έκανε σπουδές και κατόρθωσε να μορφωθεί από τις εφημερίδες και τα βιβλία τα οποία διάβαζε. Δεν εργάστηκε ποτέ του, καθώς χρήματα και φήμη του έδιναν μονάχα οι στίχοι του. Οι πολιτικοί της εποχής τον διόριζαν σε διάφορες θέσεις μόνο και μόνο για να εισπράττει μισθό.
Στα νεανικά του χρόνια αναμείχθηκε στον κύκλο της Χρυσής Νεολαίας, στου σπουδαστές καί στους διανοούμενους οι οποίοι είχαν στόχο την απομάκρυνση του Όθωνα, και που εξαιτίας αυτής της φυλακίσθηκε στις φυλακές του Μεντρεσέ απέναντι από τους Αέρηδες και πού ξαιτίας αυτού εμπνεύστηκε το ποιημά του «Εις τον πλάτανον του Μεντρεσέ» το οποίο καί έγινε πανελληνίως γνωστό. Αφέθηκε γρήγορα ελεύθερος γιατί στην φυλα΄κή αρρώστησε βαριά αλλά δεν σταμάτησε την δράσης του εναντίον του Όθωνα.Την νύχτα που καταλύθηκε ή εξουσία ό παράσχος ήταν ένας από τους πολίτες που πήγαν στον στρατώνα του πυροβολικού γαι να ενωθούν με τον ξεσηκωμένο στρατό.Ωστόσο, όταν το 1867 πέθανε ο Όθων μετανιωμένος για τη στάση του έγραψε το Ελεγείον εις τον Όθωνα δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο την απογοητευσή του από την πολιτική εκείνων που είχαν εκδιώξει τον Όθωνα,αλλά δεν τήρησαν τις επαγγελίες τους.
Δημοσίευσε τους πρώτους στίχους του στα περιοδικά Αβδηρίτης και Χρυσαλλίς. Όταν το 1881 εξέδωσε τρεις τόμους με ποιήματά του, εισέπραξε το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 50.000 δραχμών. Ωστόσο γρήγορα το σπατάλησε και άρχισε να ζητά βοήθεια από τους φίλους του. Ταξίδεψε στη Ρουμανία, την Αίγυπτο, τη Γαλλία και την Αγγλία όπου οι εκεί Έλληνες τον υποδέχθηκαν με αγάπη.
Απεβίωσε το 1895 και ενταφιάστηκε στο Α΄ Κοιμητήριο των Αθηνών. Η κηδεία του, με είκοσι επικήδειους, συγκέντρωσε πλήθος κόσμου και έγινε παρουσία και του τότε βασιλιά, Γεώργιου Α'

No comments:

Post a Comment