Δεν θα ήταν ωραίο αν όλα μας τα προβλήματα εξαφανίζονταν με έναν μαγικό τρόπο, με ένα μικρό «ξόρκι» που μας έμαθαν οι γονείς μας; Δεν θα ήταν ωραίο απλώς να χωνόμασταν μέχρι το κεφάλι μέσα στα σκεπάσματα και μνημόνια, τρόικες, δάνεια και Μερκοζί να γίνονταν καπνός; Δυστυχώς, τα ενήλικα μυαλά έχουν και τα αντίστοιχα, άλυτα προβλήματα.
Γι' αυτό αναπολούμε με νοσταλγία τις εποχές που τα προβλήματά μας ήταν αστεία – παρ’ ότι στα παιδικά μας μάτια φάνταζαν θεόρατα. Τις εποχές εκείνες που οι γονείς και οι παππούδες μας σκαρφίζονταν μικρά αθώα ψέματα για να μας κάνουν να φάμε όλο το φαγητό μας ή να δικαιολογήσουν τον πόνο μας όταν πέφταμε και ματώναμε τα γόνατά μας.
Τις εποχές εκείνες που ακόμη πιστεύαμε:
*Τα μωρά τα φέρνει ο πελαργός.
Πάντα σε ένα λευκό σεντονάκι δεμένο σαν δισάκι στο ράμφος του συμπαθούς πτηνού. Αυτή άλλωστε ήταν η απάντηση που πήραν οι περισσότεροι από εμάς όταν ρωτήσαμε πώς γεννηθήκαμε.
Ο μπαμπάς και η μαμά κάθισαν αγκαλιά κάτω από τα σκεπάσματα και εννιά μήνες μετά, ο πελαργός τους αποζημίωσε.
*Αν δεν φας όλο το φαγητό σου…
Η συνέχεια σε αυτή τη φράση εξαρτάται από το πού μεγαλώσατε και από τα παραμύθια που με την σειρά τους είχαν ακούσει και οι δικοί σας γονείς όταν ήταν μικροί. Έτσι, πιθανότατα αν αφήνατε άθικτες τις μπάμιες ή τις φακές σας (τι μαρτύριο), θα σας έπαιρνε ο γύφτος, η αρκούδα, ο λύκος, ο γέρος, ο Καραδόντας(!) και άλλα τέρατα της ελληνικής φαντασίας. Η μοίρα επίσης όριζε ρητά πως αν αφήσεις την τελευταία σου μπουκιά αφενός αφήνεις την δύναμή σου και αφετέρου «θα σε παρατήσει ο γαμπρός/η νύφη».
*Αν κουκουλωθείς, ο μπαμπούλας δεν θα σε δει.
Γι’ αυτό κάθε βράδυ, όταν οι γονείς μας έκλειναν με το ζόρι την τηλεόραση από νωρίς και τα φώτα έσβηναν, το κάτω μέρος του κρεβατιού και το εσωτερικό της ντουλάπας γινόταν σκηνικά του δικού μας καθημερινού θρίλερ. Ευτυχώς, είχαμε βρει το πιο αποτελεσματικό όπλο: Καλυπτόμασταν ολόκληροι με το πάπλωμα και έτσι τα αλά Μπαμπούλας ΑΕ τέρατα έμεναν μακριά μας. Μετά από λίγη ώρα, όταν ο αέρας λιγόστευε κάτω από τα σκεπάσματα, μπορούσαμε δειλά-δειλά να κρυφοκοιτάξουμε με το ένα μάτι, για να δούμε ότι όντως το ανυπέρβλητο ξόρκι σας έπιασε τόπο.
*Τα παγωτά υπάρχουν μόνο το καλοκαίρι.
Γι’ αυτό και μόλις έμπαινε ο Ιούνιος, μετρούσαμε με θρησκευτική ευλάβεια ένα-ένα τα κυπελλάκια «Καραμπόλα» που κλαίγαμε γκαρίζοντας μέχρι να αναγκάσουμε τους γονείς μας να μας πάρουν. Όπως μετρούσαμε και τα μπάνια στη θάλασσα. Ήταν προφανώς οι δύο μοναδικές περιπτώσεις που μας χρησίμευαν τα μαθηματικά.
*Αν δεν κοιμηθείς το μεσημέρι…
Θα σε πάρει ο Μεσημεράς, σύμφωνα με τις εμπειρίες πολλών γνωστών μου που μου μετέδωσαν αυτή την λαμπρή παραλλαγή του τιμωρού άτακτων παιδιών που δεν υπακούν τους γονείς τους. Κι αν κάποια στιγμή έκανες την επανάστασή σου και έλεγες πως δεν σε νοιάζει, η μαμά ξεσκόνιζε τις υποκριτικές της ικανότητες και πήγαινε αποφασισμένη προς το τηλέφωνο, σχημάτιζε στο καντράν το 141 και έλεγε «τώρα θα δεις, τον παίρνω τηλέφωνο», όσο στην άκρη της άλλης γραμμής, η γνωστή κυρία έλεγε «στον επόμενο τόνο η ώρα θα είναι τρεις παρά δέκα και τριάντα δευτερόλεπτα».
*Το δόντι το παίρνει η νεράιδα.
Είναι από τις περιπτώσεις που, μετά από ένα ισχυρό σοκ όπως ο πόνος από το πρώτο «πεσμένο» δόντι έπρεπε να γιατρευτεί. Και τι καλύτερο από λίγη μαγεία; Έτσι λοιπόν σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας, έπρεπε να βάλεις το καταραμένο αηδιαστικό δόντι κάτω από το μαξιλάρι σου, και το βράδυ μια νεράιδα θα το μεταμόρφωνε σε νόμισμα – φήμες λένε πως τα φιλοχρήματα παιδάκια στην συνέχεια ξερίζωναν μόνα τους και τα υπόλοιπα 31 δόντια τους. Εξαιρούνται τα παιδιά του «Κυνόδοντα». Σε άλλες περιοχές της ελληνικής επαρχίας, εκεί που ακόμη υπάρχουν σκεπές από κεραμίδια, έπρεπε να πετάξουμε εκεί το δόντι, για να το πάρει ένα πουλί και το επόμενο δόντι να βγει γερό. Αν ψάξετε λοιπόν στις στέγες μιας επαρχιακής πόλης, πιθανότατα θα τις βρείτε πασπαλισμένες με ολόκληρες μασέλες.
*Δεν πειράζει που χτύπησες. Μεγάλωσες.
Χμμ… Παρ’ ότι όσο περισσότερο το σκέφτομαι, τόσο πιο παράλογος μου φαίνεται ο συνειρμός, για έναν περίεργο λόγο, αυτή η παρηγοριά πάντα έπιανε. Έτσι, δεν πείραζε αν το γόνατο ήταν πάντα ματωμένο, τα χέρια γρατζουνισμένα και όλο το σώμα έπρεπε να καλυφθεί με μπεταντίν και κακάδια (sic). Σημασία είχε ότι μετά την πτώση ήσουν (μερικά δευτερόλεπτα) μεγαλύτερος.
του Γιώργου Κόκουβα
Πηγή: in2life
No comments:
Post a Comment