Σελίδες

Sunday, 21 December 2014

Ανδρέας Καρκαβίτσας: Ο Εκδικητής από «Τα Λόγια της Πλώρης»

Μια γεμάτη αγάπη παράκληση-προτροπή
από το χαμομηλάκι προς τους γονείς:
Μη διστάζετε να τα βάζετε με το «κλίμα της εποχής»,
που είναι ένα κλίμα για κλάματα, το κλίμα του τίποτα.
Κάντε τα παιδιά σας να αγαπήσουν το καλό βιβλίο.
Υπάρχουν βιβλία για τα παιδιά μας, ακόμα και τα μικρά,
που είναι διαμάντια.
Βιβλία που θα τους προσφέρουν εφόδια για όλη τη ζωή τους.
Βιβλία που θα οχυρώσουν τις ψυχές τους απέναντι σε κάθε είδους βρωμιά, που πλεονάζει στη δύσκολη αυτή εποχή.
Ένα από αυτά είναι και Τα Λόγια της Πλώρης.
Διαβάστε το παρακάτω απόσπασμα ή ακούστε το μαζί με τα παιδιά σας.
«Είμαστε άντρες εμείς είμαστε άντρες! είπε ο υποναύκληρος καθισμένος ανάμεσα στο πλήρωμα. Έλληνας! σου λέει ο άλλος· δεν είναι παίξε γέλασε. Έχουμε τα κακά μας - δε λέω· πήραμε δρόμο στραβό, σαν το κακοκυβερνημένο πλε­ούμενο· μα δεν είμαστε και ντιπ! για πέταμα. Και να είμαστε για πέταμα, πάλι δε θα χαθούμε, θέλουμε δε θέλουμε, θα ζή­σουμε. θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξαστούμε, όπως και πρώτα. Το σιδερόξυλο σιδερόξυλο είναι, όσο κι αν το κουτσουρέψεις· όσο κι αν του μαδήσεις την κορφή, αν του ζεματίσεις τα φύλλα, αν του πριονίσεις τα κλαδιά. Ο λέοντας, λέοντας λέγεται, όσο κι αν του ψαλιδίσεις τη χήτη, αν του κόψεις την ουρά, αν του βγάλεις τα νύχια, αν του ξεριζώσεις τα δόντια. Φτάνει το βρούχημά του να σε πάει ριπιτί. Το έχει το σκαρί μας, ναι· το θέλ’ η τύχη μας να είμαστε πάντα μεγά­λοι. Όπου κι αν γυρίσεις, σε στεριές και θάλασσες, σε νότο και βοριά, σ’ ανατολή και δύση, θα το ιδείς γραμμένο. Και γραμ­μένο όχι με ανθρώπινο κοντύλι, αλλά με το ίδιο χέρι, το πα­ντοδύναμο χέρι του Δημιουργού. Είμαστε άντρες, σου λέω!

Να, κοίταξε στην Ανατολή. Εκεί βγαίνει ο ήλιος, ήλιος λαμπρός και αβασίλευτος - ο ήλιος του Γένους μας. Όποιος δεν έχει μάτια, εκείνος δε βλέπει τη χαραυγή· εθνική χαραυγή, πόθος και καημός αιώνων όλων - όχι κουραφέξαλα.

Κοίταξε γύρω μας: θάλασσα φουρτουνιασμένη, ουρανός κατασκότεινος, στεριές σκουντουφλιασμένες, φορτωμένες δάκρυα και φαρμάκι, θεριά τα κύματα χτυπάνε το καράβι μας. Λύσσα και χολή μας πολεμά. Το νερό δέρνει τη στεριά, την τρώει, την ξεσχίζει, την πετσοκόβει άπονα, όσο να κάμει τα πάντα θάλασ­σα και ν’ απλωθεί αχόρταγος ρούφουλας στον παράνομο κόσμο.

Μα γύρισε κατά την Ηράκλεια. Καιρός διαμάντι· νερό τρι­σάγιο. Το μάτι του θεού εκεί έπεσε. Έχεις αρρώστια; πήγαινε να γιατρευτείς. Έχεις πονόματο; άλειψε τα ματόφυλλό σου ν’ αγναντέψεις κόσμους. Είσαι κουφός; θ' ακούσεις αρμονίες. Βερέμης είσαι; Διγενής έγινες. Η κολυμπήθρα του Σιλωάμ εκεί βρίσκεται για μας. Κολυμπήθρα σωματική, κολυμπήθρα ψυχι­κή, εθνική πρώτ’ απ’ όλα. Είναι η Άγια Τράπεζα της Αγιασοφιάς, το προσκυνητάρι του Γένους μας.

Την άπαρτη Πόλη μας ξένου πόδι την πάτησε - ποδάρι Βενετσάνου. Ο τυφλός Δάνδολος με ξεμωραμένου πιθυμιά έκλει­σε στην άσαρκη αγκαλιά την παρθένα μας· μάρανε τα ρόδα του προσώπου της με το βρωμερό του χνώτο· ρούφηξε το τρισά­γιο αίμα της με τα σαλιαριστά φιλήματα του. Εννιακόσιων χρόνων ένδοξη ζωή την έσβησε μ’ ένα του σφιχταγκάλιασμα. Ο Λάσκαρης, φαρμακωμένης ώρας βασιλιάς, φεύγει μακριά συνεπαίρνοντας του Γένους την ελπίδα, την αθάνατη σπορά, που θα γυρίσει πάλι μια μέρα θεριεμένος εκδικητής. Και ο καταχτητής, Φράγκοι και Βενετσάνοι και Γερμανοί αδέσποτοι, σαν το αψύ πουλάρι, που τσαλαπατεί με τα πέταλά του τ’ αβρά λούλουδα, χύνονται απάνω της αχόρταγοι. Με το σταυρό τους συντρίβουν το σταυρό μας· με τη θρησκεία τους πελεκούν τη θρησκεία μας. Γκρεμίζουν εκκλησίες, ποδοπατούν καλλιτεχνή­ματα, μολύνουν αγιάσματα, αποτεφρώνουν πνευματικά αριστουργήματα. Και σφάζουν γέροντες, ατιμάζουν παρθένες, πα­τούν αρχόντων μέγαρα, ξαπλώνονται σε βασιλικά κλινάρια· νεκρούς γυμνώνουν ένδοξους, ποδοκυλούνε στέμματα θαυμαστά, στενάζει η Βασιλεύουσα· μυρολογά η Σιών μας! Και ο Δάνδολος, γιος κουρσάρων, δε λησμονεί την τέχνη των πατέρων του. Κουρσεύει και θέλει με ξένα και αταίριαστα στολίδια να στολίσει τη λιμνογέννητη πατρίδα του.

Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τον πλού­το μας τον αδαπάνητο, τη δόξα μας, την αβασίλευτη τη λάμ­ψη, τη σοφία, τα ιερά μας. Η Βενετία τα δέχεται περίχαρη, στο­λίζεται και καμαρώνει σαν ξιπασμένη και άμυαλη τσιγγάνα. Ζώ­νεται το σπαθί του Κωνσταντίνου μας το βλογημένο, που έχει στο θηκάρι του τον ουρανό με τ’ άστρα, τη θάλασσα με τα κα­ράβια, τη γη με τα κάστρα της· ιστορία χρυσόγλυπτη του απέ­ραντου Κράτους μας. Παίρνει την κολυμπήθρα, που τόσοι βα­φτίστηκαν πορφυρογέννητοι, και βαφτίζει μέσα των εμπόρων τα παιδιά. Με τις χρυσόπορτες του ναού μας στολίζει τον Άγιο Πέτρο της· στήνει στους πύργους της το Ρολόγι, θαύμα του κό­σμου, με τους Μάγους που χαιρετούν ταπεινοί του Χριστού μας τη Γέννηση· στήνει στις πλατείες της τ’ άλογα τ’ ανεμοπόδαρα, ακράτητου λαού συμβολική παράσταση.

Γαλέρες φεύγουν και γαλέρες έρχονται. Παίρνουν τα πλού­τη μας, τη δόξα, τα ιερά μας. Αλλού τα πάνε, στη Δύση την τρισβάρβαρη, να ημερέψουν και κείνης τους λαούς, να δοξά­σουν και κείνης τα χώματα.

Η Αγιατράπεζα όμως δεν ακολουθεί. Η πλάκα η πολύτιμη, που την έστησε ο Ιουστιανός στη μέση του Ναού, λαμπρό ζαφείρι στη χρυσή σφεντόνα του· η πλάκα που άκουσε τόσα Νικητήρια και θυσίασε απάνω της ο Φώτιος, δεν πάει να κλειστεί σκλάβα στα δολερά τείχη, στ’ αρπαχτικά χέρια του Ιννοκέντιου. Όχι, δεν πάει. Άνοιξε η καρίνα στα δυο και γλίστρησε η Αγιατράπε­ζα στα νερά του Μαρμαρά. 0 βούρκος έφυγε από κοντά της, όπως φεύγει η αμαρτία στο Σταυρό, και ο χρυσός άμμος στρώθηκε, κλίνη πάναγνη από κάτω της. Και του θεού το μάτι, του δικαιοκρίτη και παντοδύναμου, στάθηκε απάνω της άγρυπνο, όπως μάνας μάτι στην κούνια του μονάκριβου παιδιού της.
***
Και από τότε είναι εκεί καιρός διαμάντι, ήλιος κατάργυρος, νερό τρισάγιο. Μύρο ανεβαίνει από το βυθό και απλώνεται στο πρόσωπο της θάλασσας και κάθεται χρίσμα σωματικό, χρίσμα ψυχικό, εθνικό πρώτ’ απ’ όλα! Όπως από το Δισκοπότηρο βγαίνει η σωτηρία του χριστιανού, θα έβγει από κει και η δι­κή μας απολύτρωση. Η χαραυγή του γένους μας εκεί θ’ ανατείλει· ναι, εκεί θα ανατείλει. Προβαίνει ολοένα η Αγιατράπεζα και βούλεται να πιάσει τη στεριά. Αργά η γρήγορα θα την πιάσει τη στεριά. Και τότε σ’ όλη την ελληνική γη, από άκρη σ’ άκρη, από νότο και βοριά, χαρούμενος ο ήλιος θα πυρώσει τους δούλους, καμπάνα θα σημάνει σε κάθε μιναρέ και τα τζα­μιά θα ηχολογήσουν τη χριστιανική, την εθνική μας λειτουρ­γία. Και τότε πάλε η Χρυσόπορτα θα στολίσει Ελλήνων βασι­λιάδων τα τρόπαια.

Τότε θα πάρουμε και τα κουρσεμένα πίσω. Τα πλούτη μας, τις δόξες, τα ιερά μας. Θα πάρουμε το σπαθί του Κωνσταντί­νου και την κολυμπήθρα του Πορφυρογέννητου· τις πόρτες του Ναού μας, το Ρολόγι των Μάγων, τ’ άλογα τ’ αράθυμα. Και θα μείνει πάλι φτωχή και ταπεινή ψαρούδισσα η Βενετιά, και η Πόλη μας θα γίνει καύχημα και στόλος της Οικουμένης, όπως ήταν πριν τη μαράνει του Βενετσάνου το αγκάλιασμα και το βάρβαρο ποδάρι του Τούρκου.
Ναι· θα ζήσουμε και θα θεριέψουμε και θα δοξαστούμε πά­λι. Είμαστε άντρες εμείς· μωρ’ είμαστ’ Έλληνες!...»

Και ορθός τώρα έριξε τα μάτια φλογερά στις σκοτεινές στεριές, σαν προφήτης του Ισραήλ, υμνώντας τη γη της Επαγγελίας, ο υποναύκληρος. Και δεν ήταν, όχι, ο ναύτης ο ταπεινός. Ήταν ο Ελληνισμός ολόκληρος, με την ακλόνητη πί­στη στις παραδόσεις και τους θρύλους του.


sarantakos 

No comments:

Post a Comment