Σελίδες

Monday, 18 January 2016

Οι γιάτρισσες, οι μαμές και τα γιατροσόφια τους
Η αγάπη, το δοκιμασμένο γιατρικό

Το θαύμα της γέννησης ήταν γυναικεία υπόθεση.
Οι άντρες περίμεναν το κλάμα, τα συχαρίκια.

Αθόρυβη, όπως πάντα, πρόλαβε και γύρισε στο σπίτι. Στο χειμωνιάτικο στήθηκε η αίθουσα τοκετού. Η γιαγιά με σβελτάδα έριχνε χοντρά κούτσουρα στο τζάκι, όπου έκαιγε η φωτιά. Ο τέντζερης με καθαρό νερό μπήκε στη σιδεροστιά να βράσει. Η σκάφη, τα ταψιά (αντικαθιστούσαν τις σημερινές λεκάνες) οι καθαρές πετσέτες όλα στη θέση τους εν αναμονή του μωρού.
Γονατιστή στο κρεβάτι με τα χέρια στηριγμένα στους αγκώνες δάγκωνε τους πόνους, έπνιγε τη φωνή, γιατί δίπλα στο άλλο δωμάτιο χωρισμένο με μισάντρα (ξύλινο διαχωριστικό) οι άντρες της οικογενείας περίμεναν με αγωνία το άκουσμα του κλάματος του μωρού και όχι τις κραυγές του πόνου της μάνας.
Τα μεγαλύτερα παιδιά είχαν απομακρυνθεί σε συγγενικά σπίτια, γιατί το δωμάτιο μαιευτήριο αποτελούσε άβατο για άντρες και παιδιά. Το θαύμα της γέννησης ήταν γυναικεία υπόθεση. Η γυναίκα γεννούσε και γυναίκες κατ' αποκλειστικότητα το έφερναν εις πέρας. Οι άντρες από δίπλα περίμεναν το άγγελμα, το κλάμα, τα συχαρίκια.

Η υπομονή και η αντοχή στον πόνο ήταν τα χαρακτηριστικά της άξιας γυναίκας. Η μάνα, η πεθερά φρόντιζαν για την εξέλιξη του θαύματος της γέννας ανάβοντας το καντήλι, καίγοντας θυμίαμα και προσευχόμενες να πάνε όλα κατ' ευχήν. Τότε και η άφιξη της μαμής. Η θεια Χρυσούλα η Τζαβάραινα κατέφθασε και πρόσθεσε την εμπειρία της.

Έτσι εγώ πήρα την πρώτη μου ανάσα στο ιδιωτικό μου μαιευτήριο, με την προσωπική μου μαμή που συνέχεια είχα τη δυνατότητα πάντα να την βλέπω, να την χαιρετάω και να με αποκαλεί μέχρι τα γεράματά της με την πιο γλυκιά προσφώνηση «τσούπρα μου». Από τη ζεστασιά της μήτρας βρέθηκα στην ζεστασιά του χειμωνιάτικου. Αυτό ήταν το μεγάλο δωμάτιο κάθε σπιτιού, εκεί ήταν το τζάκι, εκεί μαζευόταν όλη η οικογένεια για θέρμανση, φωτισμό, μαγείρεμα, φαγητό, ύπνο. Εκεί δένονταν οι σχέσεις.
Εκεί όταν το χιόνι δεν άφηνε περιθώριο για ξεμύτισμα οι παππούληδες και οι γιαγιάδες μέσα από τις ιστορίες και τα παραμύθια τους στάλαζαν στο μυαλό και στην ψυχή μας την εμπειρία τους. Εκεί μαθαίναμε τη ζωή. Εκεί είναι οι χειμωνιάτικες αναμνήσεις μας. Εκεί αναβαπτίζουμε στα δύσκολα τον εαυτό μας. Εκεί είναι η όαση των παιδικών μας χρόνων. 
Κάποιες γυναίκες αναλόγως της εποχής μπορεί να μην προλάβαιναν να γυρίσουν στη θαλπωρή του σπιτιού τους και να γεννήσουν τα μωρά τους εκεί με βοήθεια, αλλά να γεννούσαν μόνες τους στο χωράφι, στο καλύβι ή στα πρόβατα. Πάλι όμως και τότε γυναίκα είχε τη φροντίδα τους, η Παναγία, και έσωζε και αυτές και τα μωρά τους.
Έτσι γεννούσαν οι γυναίκες στο χωριό μου μέχρι περίπου τη δεκαετία του εξήντα. Μαμές ήταν συνήθως οι μανάδες τους ή οι πεθερές τους. Όμως υπήρχε πάντα και η έμπειρη μαστόρισσα μαμή. Η θεια Χιόνα παλιότερα (Ευσταθία Πολίτη) είχε καλό αναραχό (θετική ενέργεια) για τις επίτοκες. Ήτανε γουρλού. Με ικανοποίηση δεχόταν οι ετοιμόγεννες τη βοήθειά της και φερνανστον κόσμο τα παιδιά τους. Επίσης η εμπόρισσα, η γυναίκα του εμποράκου -ποιος θυμάται αλήθεια το όνομά της;-εκτελούσε χρέη μαμής. Ξακουστή μαμή, κυρίως όταν υπήρχε δυσκολία στην εξέλιξη του τοκετού και το παιδί ερχόταν ανάποδα ήταν η θεια Λευτερία (Ελευθερία) του Θανάση του Γόντικα η γυναίκα. 

Αργότερα διορίστηκαν μαμές πια, όχι εμπειρικές αλλά σπουδαγμένες, στο Βαλτεσινίκο και είχαν υπό την παρακολούθησή τους και τις έγκυες των Μαγουλιάνων.

Με δική τους πια καθοδήγηση και πιο εξελιγμένα μέσα οι γυναίκες και πάλι γεννούσαν στα σπίτια τους. Η εξέλιξη της κοινωνίας οδήγησε τις επίτοκες στη συνέχεια στις αίθουσες των μαιευτηρίων. Όταν τα μωρά γεννιούνταν πρόωρα ή ελλιποβαρή τα περίμενε η θερμοκοιτίδα, φτιαγμένη από μαλλιά προβάτων. Αφού τα άλειφαν με ξύγκι (λίπος από τα πρόβατα) για θερμαντικό, τα φάσκιωναν, τα τύλιγαν καλά με τα μαλλιά, δημιουργούσαν δηλαδή συνθήκες ζεστής μήτρας, τα πότιζαν μητρικό γάλα και βούτυρο για να δυναμώσουν, έκαναν το σταυρό τους, τους έδιναν αγάπη, αγάπη, αγάπη και έτσι ζούσαν ή πέθαιναν…

Με την ίδια φροντίδα και την ίδια αγάπη στη θαλπωρή του χειμωνιάτικου ζεσταίναμε και τα άλλα νεογέννητα μωρά που έρχονταν στο σπιτικό μας το καταχείμωνο από την κοιλιά της κατσικούλας ή της προβατίνας μας. Όταν ο πατέρας τα έφερνε από το στάβλο στο σπίτι όλοι μεριάζαμε στο παραγώνι, κάναμε χώρο, στρώναμε το σάϊσμα τα σκουπίζαμε από τα κατάλοιπα
της γέννας, τα ζεσταίναμε μέχρι τρικλίζοντας να μπορέσουν να σταθούν στα ποδαράκια τους και τότε ο πατέρας να τα ξαναπάει στη μανούλα τους για βύζαγμα. Αγαστή συνύπαρξη ανθρώπων και ζώων!!

Στην αγκαλιά της μανούλας μας μεγαλώναμε και μείς με το γάλα της και την αγάπη της. Λεχώνα αυτή μέχρι να σαραντίσει δεν έβγαινε από το σπίτι, ούτε πολλές επισκέψεις δεχόταν, ούτε έπρεπε να πάει ξένος βράδυ στο σπίτι της· έτσι αποφεύγανε το κακό μάτι, την κακή ενέργεια. Μ' αυτό τον τρόπο γεννημένα τα παιδιά και μεγαλωμένα στον όμορφο τούτο τόπο φαίνεται γινόταν όμορφα, γι αυτό στο χωριό μου κάθε γειτονιά είχε και την ξεματιάστρα της, χώρια το διάβασμα της βασκανίας από τον παπα-Γιάννη.
Στη Μπάρτζελη η θεια Μπουρνού (Αγγελική Θοδωρή Μπουρνά) έδενε κόμπο στο μαντήλι, έλεγε τις ευχές, μέτραγε με την...
πιθαμή της και όσο κόνταινε η απόσταση μέχρι τον κόμπο τόσο πιο ματιασμένο ήταν το παιδί· και άλλη ευχή, κι άλλος κόμπος κι άλλο μέτρημα μέχρι να 'ρθει στα ίσια του το μαντήλι. Η θεια Χρύσω του Τζουάννη (γυναίκα του μπάρμπα Γιάννη του Γόντικα) ξεμάτιαζε με το λιόκρινο (κόκκαλο από κεφάλι φιδιού). Με το που το έριχνε στο γυάλινο ποτήρι με το καθαρό νερό και ψιθύριζε την ευχή μπουρμπουλήθρες πεταγόταν σε τόσο ύψος ανάλογες με το μάτιασμα.

Και η θεια Αγγέλω του Κουσιουρή (Πάνου Κοσιάβελου) και η θεια Αγγελική του Κουσιουρή (Σπύρου Κοσιάβελου) ξεμάτιαζαν η κάθε μια στην γειτονιά της με λιόκρινα, μεταλλικούς σταυρούς, μεταλλικά ευαγγέλια, φυλαχτά, κειμήλια οικογενειακά. Τα παιδιά όμως δεν ματιάζονταν μόνο, αλλά και αρρώσταιναν. Παρούσες τότε οι γιάτρισσες με τα σταυρώματά τους και τα γιατροσόφια τους. Η γριά Καραβίδαινα (γυναίκα του Κωνσταντή του Γόντικα) έλεγε η γιαγιά μου πως ήξερε πολλά σταυρώματα κι έκανε καλά πολλούς αρρώστους πέρα από το ξεμάτιασμα. Για κριθαράκι, για ανεμοπύρωμα, για χρυσή, κοκκύτη, κοκκινίτσα, παπαδίτσες, κακό σπυρί κ.α.

Για το κάθε ένα άλλη ευχή, άλλη τεχνική, άλλο γιατροσόφι. Το ανεμοπύρωμα (ερυσίπελας) κοκκίνισμα στο πρόσωπο έφευγε όταν το κόκκινο πανί τοποθετημένο στο πρόσωπο διαβαζότανε με ευχές και κομμάτια βαμβάκι άναβαν κι έτσι σηκωνόταν το αερικό, ο άνεμος που έφερνε το πύρωμα, τη φλόγωση. Ο κοκκύτης πέρναγε με γαϊδουρόγαλο, τη χρυσή (ίκτερος) την κόβανε κάτω από την γλώσσα. Η θεια Αγγέλω του Κουσιουρή θεράπευε τις παραμαγούλες μας με κατράμι που το έβαζε στα μάγουλά μας σε σχήμα σταυρού μαζί με την ευχή της.
Επίσης η Ελενίτσα (Δημουλά) θεράπευε το ανεμοπύρωμα με κόκκινο πανί, κερί φυλαγμένο από την Λαμπρή και λιβάνι σταυρώνοντας τον άρρωστο τρεις φορές. Όταν πέφταμε και μας έβγαινε ο αστράγαλος, ή στραμπουλάγαμε χέρια, πόδια, όταν βγάζαμε τον ώμο μας, έτοιμος ο νάρθηκας από την θεια Λένη του μπάρμπα Δημήτρη του Κανελλόπουλου. Ειδική για βγαλσίματα και σπασίματα. Λούτριαζε το πονεμένο μέρος με ατμό, έκανε μαλάξεις, έβρισκε το πρόβλημα και το διόρθωνε. Άξια χειροπράκτης. Μαλλιά άπλυτα από πρόβατο φρεσκοκουρεμένο, βρεγμένα με τσίπουρο δημιουργούσαν τον κατάλληλο νάρθηκα. Επίσης έφτιαχνε έμπλαστρο από ελατόπισσα που την έβαζε πάνω σε χοντρό πανί, τη ζέσταινε και το χρησιμοποιούσε σε τραύματα καλογέρους, αγκαθιές που είχαν μπει στο χέρι και είχαν κακοφορμίσει (μολυνθεί) κ.α.

Για τα εγκαύματα από καψίματα η θεια Μαρία η Κοντύλαινα (του μπάρμπα Βασίλη του Κονδύλη γυναίκα) είχε έτοιμη την αλοιφή φτιαγμένη με σοφία από κρόκους αυγών βρασμένους με την κατάλληλη διεργασία. Έτσι είχε στη διάθεσή της άριστο καταπραϋντικό και θεραπευτικό. Η κηραλοιφή επίσης ήταν γι’ αυτήν τη δουλειά. Η Θεία Αγγέλω έδενε και τον αφαλό όταν από βάρος ή κούραση έπιανε τον άνθρωπο τάση λιποθυμική. Αμέσως συνερχόταν αφού έβαζε το δάχτυλό της στον αφαλό του και κάνοντας τρεις περιστροφές γύρω του λέγοντας την ευχή της ο ασθενής γινόταν περδίκι.

Μια πάνινη αυτοσχέδια τάπα κούμπωνε και δενόταν πάνω στον αφαλό μέχρι την τελική αποκατάσταση. Την τέχνη αυτή ασκούσε στην πάνω γειτονιά η θεια Ελένη (Κανελλοπούλου). Όλες οι γιαγιάδες μας και οι μανάδες μας επίσης ήξεραν και έριχναν βεντούζες κούφιες με ποτήρια ή κοφτές με ξυραφάκι. Έτσι θεράπευαν τα κρυολογήματά μας. Το κρεμμύδι, το σκόρδο, ο λιναρόσπορος, το σινάπι, το τσίπουρο, και τα βότανα ήταν στην υπηρεσία κάθε σπιτιού για θεραπευτικούς λόγους.

Το πέρασμα των χρόνων απαλύνει τις μνήμες γι αυτό ας με συγχωρήσουν οι γιάτρισσες που δεν ανέφερα ή εκείνες που παραποίησα τις συνταγές τους.

Κάποιοι μπορεί να θυμούνται περισσότερα ή πιο σωστά αυτές τις πληροφορίες που με βοήθησε να τις θυμηθώ και την ευχαριστώ γι' αυτό η ξαδέλφη μου η Σταθούλα.

Από την εφημερίδα Τα Μαγούλιανα

No comments:

Post a Comment