Σελίδες

Friday, 22 January 2016

Πλόπι, το ψαράκι

Μια φορά κι ένα καιρό,υπήρχε ένα ψαράκι, ο Πλόπι. Ήταν πολύ μικρό, με πράσινη ουρίτσα και μεγάλα κόκκινα μάτια. Ζούσε μέσα σε ένα μικρό ποταμάκι.
Βαριόταν όμως. Ήθελε να φύγει, να πάει να γνωρίσει κι άλλα μέρη. Έτσι λοιπόν μια μέρα, πήρε τη μεγάλη απόφαση. 

«Θα φύγω πλοπ-πλοπ» είπε στα άλλα ψαράκια που ζούσαν μαζί του. 
«'Θα φύγεις; Και που θα πας; πλοπ-πλοπ» τον ρώτησαν αυτά. 
«'Θα πάω να γνωρίσω κι άλλα μέρη, θα γίνω μεγάλος και τρανός και όταν γυρίσω δεν θα με αναγνωρίσετε! πλοπ-πλοπ». 
Για να δώσει έμφαση σε αυτά που έλεγε, τέντωσε το κεφαλάκι του ψηλά και μισόκλεισε επιδεικτικά τα ματάκια του. 
Πλαφ! και χτυπάει τότε το κεφαλάκι του σε μια μεγάλη πέτρα! 
Άουτς! κάνει και πιάνει με τα μικρά πτερύγιά του το κεφαλάκι του. χαχαχα... άρχισαν τότε τα άλλα ψαράκια να γελούν, κρατώντας την κοιλίτσα τους. 
«Κοιτάξτε έναν μεγάλο και τρανό! πλοπ-πλοπ», άρχισαν να τον κοροϊδεύουν.

Ο Πλόπι ντροπιασμένος άρχισε να κολυμπάει πολύ γρήγορα,για να φύγει, όσο το δυνατόν πιο μακριά. Η ουρίτσα του χτυπούσε με δύναμη το νερό.
''Αχ ! τί ήταν αυτό που έπαθα ο κακόμοιρος; Ακούς εκεί να με κοροϊδεύουν,σκεφτόταν καθώς κολυμπούσε. Θα τους δείξω εγώ ! Άστους στη μοίρα τους, σε εκείνο το μικρό ποταμάκι." 

Ξαφνικά όμως άκουσε ένα μεγάλο θόρυβο.Τα νερά του ποταμιού άρχισαν να τρέχουν πολύ γρήγορα και τον τραβούσαν μαζί του. Ο Πλόπι στριφογύριζε σαν σβούρα ! 
''Μα τι γίνεται'' σκέφτηκε. Ο καημενούλης, βλέπετε, δεν είχε ξαναδεί καταρράχτη. Και τότε,άρχισε να πέφτει προς τα κάτω.
Η καρδούλα του κόντεψε να σπάσει από την αγωνία. 
Ξαφνικά, ακούγεται ένα δυνατό πλαφ! και πέφτει με δύναμη στο νερό.
Σιγά-σιγά η φόρα του νερού άρχισε να γίνεται κανονική κι έτσι παίρνοντας θάρρος ο Πλόπι, έβγαλε το κεφαλάκι του έξω από το νερό, για να δει τί του είχε συμβεί.
Και τότε γούρλωσαν τα δυο μεγάλα κόκκινα ματάκια του.
''Θεέ μου ,από εκεί πάνω έπεσα; Που να με έβλεπαν τα άλλα ψαράκια που με κορόιδευαν! Κοίταξε να δεις, τί βουτιά έκανα! είμαι ο μεγαλύτερος βουτηχτής του ποταμιού ! 
Όλος καμάρι για το κατόρθωμά του, βούτηξε πάλι στο νερό και άρχισε να κολυμπάει.
Μα τί είναι αυτό μπροστά μου; Ά, είμαι πολύ τυχερός ! Σήμερα κανένας δεν μου μοιάζει ! Τί ωραίο σκουληκάκι είναι αυτό και έχω μιά πείνα !
Ανοίγει λαίμαργα το στοματάκι του και αρπάζει το σκουληκάκι. Μόλις όμως το έφαγε,άρχισε να νιώθει πολύ περίεργα. 
Η κοιλίτσα του τον πονούσε πάρα - πολύ, ήταν λες, σαν να προσπαθούσε το σκουληκάκι να βγει έξω απ' αυτήν. Ξαφνικά τότε βρέθηκε με δύναμη έξω από το νερό και η ουρίτσα του χτυπούσε σαν τρελή στον αέρα.
Άρχισε να πλησιάζει κοντά στην ακτή. 
Δυό μεγάλα χέρια τον άρπαξαν, τον έβγαλαν από το αγκίστρι και τον έριξαν μέσα σε ένα μεγάλο καλάθι, μαζί με κάτι άλλα ψάρια.
Ο Πλόπι προσπαθούσε να πάρει ανάσα, δεν μπορούσε όμως, δεν ήξερε ο καημένος πως τα ψάρια δεν αναπνέουν έξω από το νερό. Κρύος ιδρώτας άρχισε να τρέχει από το κεφαλάκι του....
Προσπαθούσε να πηδήξει έξω από το καλάθι ,αλλά δεν τα κατάφερνε. Σιγά-σιγά άρχισε να χάνει την δύναμή του και έκλεισε τα ματάκια του για να κοιμηθεί, ένιωθε πολύ κουρασμένος.

Σκεφτόταν το ποταμάκι του, τα άλλα ψαράκια. Τί καλά που ήταν εκεί ! Τί τα ήθελε τα μεγαλεία και τα ταξίδια; Ορίστε που βρίσκεται τώρα ! Μέσα σε ένα καλάθι του ψαρά ! Αχ και να μπορούσε...''. 
"Εεεε, ξύπνα υπναρά, πλοπ-λποπ, όλο το πρωί κοιμάσαι !
Πότε θα πάμε να παίξουμε ; Άντε σήκω!'' 
Ο Πλόπι ανοίγει τρομαγμένος τα μεγάλα κόκκινα ματάκια του,
''πού βρίσκομαι; πού είναι το καλάθι; πλοπ-πλοπ εσύ πως βρέθηκες εδώ;'' 
''Αχ καημένε,κοιμάσαι ακόμα,εγώ πάντως φεύγω'' είπε ο Φλόπι το γκρίζο ψαράκι. 
Ο Πλόπι άρχισε σιγά-σιγά να ξυπνάει. 
Κοιτάει γύρω του ''Μα ναι ! βρίσκομαι στο σπίτι μου ''πλοπ-πλοπ ξεφωνίζει χαρούμενα "όνειρο ήταν !''
Χαρούμενος, δίνει μια με τη μικρή ουρίτσα του και βρίσκεται έξω από τη σπηλιά. Κολύμπησε γρήγορα, για να βρει τους άλλους φίλους του. Θα έπαιζε και τα πιο τρελά παιχνίδια μαζί τους! 
Ήταν στο σπίτι του, στο ποταμάκι του ! 
Το πάθημα,του έγινε μάθημα, έστω και αν αυτό συνέβηκε, στο όνειρό του !

(Ψούνου Χριστίνα Νηπιαγωγός)
mitsos paramythas

No comments:

Post a Comment