Σελίδες

Wednesday, 6 July 2016

— «Δεν μπορώ σήμερα, έχω να βάλω μπουγάδα !»

Ένας ορισμός
Μπουγάδα (η), είναι όρος προερχόμενος από τη Βενετία (bugada) και σημαίνει το πλύσιμο ρούχων ή τα πλυμένα ρούχα.
Παλαιότερα, το πλύσιμο αυτό γινόταν είτε εντός σπιτιού, είτε εκτός, σε χώρους με τρεχούμενο νερό. Για να καθαρίζουν καλύτερα τα ρούχα, χρησιμοποιούσαν πέτρες, ξύλα, βούρτσες κ.ά. με τα οποία τα έτριβαν.

Συνηθισμένη ήταν και η χρήση εργαλείων όπως η Σκάφη, ένα επίμηκες ξύλινο ή μεταλλικό σκεύος με ανάγλυφες προεξοχές επάνω στις οποίες έτριβαν τα ρούχα αφού πέρναγαν πρώτα από πάνω τους μερικές φορές το σαπούνι.
Όταν εφευρέθηκε το πλυντήριο στις ΗΠΑ το 1907, το πλύσιμο των ρούχων άρχισε σταδιακά να γίνεται αυτόματα, με ανάδευση ρούχων, νερού και απορρυπαντικού, η οποία προκαλείται από την περιστροφή ενός μεταλλικού τυμπάνου.
(Από τη "Βικιπαίδεια")

Μια άποψη

«Στη θέα μιας απλωμένης μπουγάδας αντικρίζω την πατρίδα μου, 
το πατρικό μου σπίτι, τα παιδικά μου χρόνια.
Απλωμένα ρούχα σημαίνει ειρήνη, φροντίδα, τρυφερότητα. Είναι είδος υπό εξαφάνιση, μια και μάλλον βολεύει να τα δίνεις στο καθαριστήριο.
Η μπουγάδα είναι η διακριτική δημοσιοποίηση των πιο προσωπικών μας αντικειμένων: εσώρουχα, σεντόνια, πιτζάμες, νυχτικά. 
Όλα έκθετα στο φως, αλλά σε περιορισμένο κοινό... Είναι η μπουγάδα η κοινή μας καταγωγή, είμαστε σχετικώς γυμνοί».

Μπάμπης Πυλαρινός


Παραδοσιακό πλύσιμο στο χωριό

Δεν μπορεί κανείς να πει πως ήταν μόνο έθιμο περισσότερο ήταν τρόπος επικοινωνίας των γυναικών μεταξύ τους και της ανάπτυξης κοινωνικών σχέσεων το ομαδικό αυτό πλύσιμο των ρούχων.
   Αυτό γινόταν είτε σε κάποιο πηγάδι φίλης, γειτόνισσας ή κουμπάρας, πηγάδι που είχε στο περβόλι ή στον «Παρθενιάτη» ρέμα που είχε νερό χειμώνα καλοκαίρι. Συνδυασμός δουλειάς και συζήτησης , επίδειξη προίκας και νυφοπάζαρου.
   Λίγες οι ευκαιρίες των γυναικών να πουν τα δικά τους. Μόνο σε γάμους, βαφτίσια, κηδείες, εκκλησία και κάπου κάπου λίγη «γειτονιά» με τη ρόκα ή το πλέξιμο τα μεσημέρια στον ίσκιο της «μπασιάς» (είσοδος κάποιας αυλής ή σταυροδρόμι).
Από βραδύς με ταχυδρόμους τα παιδιά 
γινόταν η συνεννόηση στο πού θα πάνε για μπουγάδα.

Συνήθως πήγαιναν στον Παρθενιάτη και μάλιστα σ`ένα μέρος βαθύ του ποταμιού που κρατούσε πολύ νερό του «Βούθουνα».

Το φαγητό για τον άντρα και τα παιδιά που πήγαιναν σχολείο καθώς και το δικός ετοιμαζόταν από βραδύς.

Πρωί σούνταχα σαμάρωνε το γαϊδούρι, φόρτωνε τον μπόγο με τ`άπλυτα πούταν στο ταρπί ή στην κόφα, το καζάνι, τη σκάφη, σαπούνια (σόδας και λαδιού που τα `φτιαχνε μόνη της) και κόπανο. Στο ταγάρι το φαγητό.

Ξυπνούσε τα παιδιά που δεν πήγαιναν σχολείο (τα άλλα τα ετοίμαζε ο πατέρας) τα `βαζε πανωσάμαρα στο γαϊδούρι, έδενε στο «κολικάτσι» του σαμαριού τις γίδες ή τις προβατίνες και δρόμο για την μπουγάδα.
Εκεί τα παιδιά έτρεχαν να μαζέψουν κλαριά και ξύλα. Η μητέρα πάνω σε δυο μεγάλες ορθογώνιες πέτρες τοποθετούσε το καζάνι. Με το «κακάβι»(κουβά) το γέμιζε νερό. Άναβαν τη φωτιά. Το νερό έπρεπε να είναι καυτό. Τακτοποιούσαν τη σκάφη (ξύλινη πάντα) πάνω σε πέτρες πλακουτές. 
Ετοίμαζαν τη στάχτη. Σ`ένα τενεκέ πετρελαίου έβαζαν στάχτη από το φούρνο μέχρι τη μέση και μετά έριχναν καυτό νερό. Στο καζάνι έριχναν και φύλλα συκιά και μυρτιά για άρωμα για να σαπουνώσει το νερό και να βγάνει πιο καλά η βρώμα.
Όταν κατακάθιζε η στάχτη με την αγκιλιά (το μισό της νεροκολοκύθας) έβγαζαν το νερό και τόριχναν στο καζάνι. Αυτό γινόταν πολλές φορές.
Αφού έπλεναν τα ρούχα πρώτο χέρι τα τοποθετούσαν ανοιχτά μέσα στο ταρπί αν ήταν πολλά ή στην κόφα αν ήταν πιο λίγα, που ήταν επενδυμένα μ`ένα άσπρο σεντόνι για τα ασπρόρουχα ή με ένα φαντό φουστάνι που το έβαζαν ανάποδα (το φαρδύ προς τα πάνω ) αν τα ρούχα ήταν σκούρα.
Πάνω από τα μισοπλυμένα ρούχα έβαζαν ένα γερό σταχτοπάνι που είχε σταχτή και ρίχνανε κατά καιρούς καυτό νερό που περνούσε μέσα από τη στάχτη και πότιζε τα ρούχα η αλισίβα. Στράγγαγε δε σ`ένα ταψί που υπήρχε κάτω από την κόφα ή το ταρπί.
Απ`αυτό το στραγγισμένο νερό λούζονταν οι γυναίκες αλλά και όλα τα παιδιά που μαζεύονταν μετά το σχολείο στο ρέμα ή το πηγάδι που ήταν η μπουγάδα.
Το γιόμα έτρωγαν φλυαρούσαν «ματάδεναν» τα ζωντανά. Ήταν η γλυκιά ώρα του κουτσομπολιού. Το «άνοιγμα» της μπουγάδας γινόταν γρήγορα. 
Έβγαζαν τα ρούχα από το ταρπί ή την κόφα τα περνούσαν ένα γερό σαπούνισμα με ζεστό νερό και τάριχναν στο βούθουνα για ξέβγαλμα.
Ξυπόλητες και με σηκωμένα τα φουστάνια μέχρι το γόνατο, ξέβγαζαν, έστυβαν, άπλωναν στα θυμάρια και στους άλλους θάμνους ενώ το κουβεντολόι και οι φωνές των παιδιών δεν σταματούσαν.
Τελευταία γινόταν το «κοπάνισμα». Τα χοντρά ρούχα και τα στρωσίδια τάριχναν από το πρωί στο ρέμα για να μουλιάσουν αφού τους έβαζαν από πάνω πέτρες για να μην τα παρασύρει το νερό.
Με τον κόπανο (ξύλινο ήταν) έβαζαν λίγο λίγο τα ρούχα πάνω σε μια πέτρα πλατιά και γερή και το κοπάνιζαν δυνατά να φύγει η βρωμιά. Το ξέβγαζαν μετά και τ' άπλωναν.
Με το πέσιμο του ήλιου πίσω απ`το Σερβούνι οι μανάδες φώναζαν τα παιδιά και όλοι μαζί ξεχύνονταν και μάζευαν τ`απλωμένα ρούχα. Τα δίπλωναν και τάβαζαν στο πλυμένο και καθαρό ταρπί. 
Φόρτωναν τα πράγματα στο γαϊδούρι έδεναν τα ζα στο κολικάτσι του σαμαριού , τα παιδιά καβάλα πανωσάμαρα και στα καπούλια και γύριζαν στο σπίτι.
Αυτό γινόταν αρκετές φορές το χρόνο γιατί φυσικά το πλύσιμο δεν σταματούσε στο σπίτι. 
Το καζάνι ήταν πάντα στημένο σε μια άκρη της αυλής.
Ένα νοσταλγικό κείμενο
Όταν βγήκε το κλιν
Μια φορά και έναν καιρό, όταν στις αυλές βάζαν πλύση οι γυναίκες, είχαν στην διάθεσή τους το πράσινο σαπούνι και σε εξαιρετικές περιπτώσεις και άσπρο.
Άναβαν φωτιά για το καζάνι απ τα χαράματα, και για καλλίτερα αποτελέσματα χρησιμοποιούσαν και πιπιλά. Τι είναι αυτό; μα καθαρή και λεπτή στάχτη, που την είχαν μαζέψει απ την προηγούμενη πλύση, και την ρίχναν μαζί με τα ρούχα και το σαπούνι στο βραστό νερό. Εσώρουχα, σεντόνια, πετσέτες, ήταν όλα κάτασπρα.
Και όταν τα άπλωναν στα σχοινιά έλαμπε ο τόπος και απαγορευόταν σε εμάς τα παιδιά να παίζουμε στην αυλή για να μην τα λερώσουμε. 
Τα μανταλάκια που ήταν ξύλινα φυσικά ποτέ δεν έφταναν, και πάντα με έστελνε η μαμά στη θεία Ελένη του Γιαγκούδη να δανειστώ μερικά. 
Έτσι και κείνη όταν έβαζε μπουγάδα έστελνε κάποιο παιδί και ζητούσε από μας. Και τότε ήρθαν τα αεροπλάνα. Αεροπλάνα που έριχναν μανταλάκια. Ναι, τι σας φαίνεται παράξενο, έβρεχε μανταλάκια, πλαστικά.
Κίτρινα κόκκινα πράσινα μπλε Ήταν η μεγάλη μόδα, ότι ήθελαν να διαφημίσουν το σκορπούσαν με αεροπλάνο. Για πολλά πολλά χρόνια, όποτε βλέπαμε κανέναν αξύριστο λέγαμε “δεν πέταξε το αεροπλάνο ξυραφάκια”; Και κάποτε βρήκαν άλλον τρόπο διαφήμισης.
Τα δείγματα δωρεάν και το Κλιν! Η πρώτη σκόνη πλυσίματος! Κλιν για τα ρούχα, κλιν για τα πιάτα, κλιν για όλα. Και το σπουδαιότερο σε κάθε σακουλάκι μέσα, είχε και κάτι. Ενα μανταλάκι ή ένα παιχνιδάκι. Περιμέναμε πως και πώς να τελειώσει το κλιν, να αγοράσουμε άλλο, για να πάρουμε το παιχνιδάκι.
Ήταν κάτι πλαστικά ζωάκια ή ανθρωπάκια. Ποιος θυμάται τους μικρούς ινδιάνους ή τα στρατιωτάκια; εδώ πρέπει να είσαι πάνω από 50 για να τα θυμάσαι όλα αυτά. Τα αραδιάζαμε, παίζαμε με αυτά και τα ανταλλάσσαμε μεταξύ μας. Γι αυτό αν κάποιος ήταν ουρανοκατέβατος ή μικροσκοπικός, λέγαμε “στο κλιν τον βρήκαμε”; Ως τότε ξέραμε μια μόνο οδοντόκρεμα (όσοι την ήξεραν δηλαδή), την Kolynos.
Άρχισαν να μοιράζουν στα σπίτια κάτι μικρούτσικα σωληνάρια, με Colgate ή σαμπουάν Tamo και μετά OmOr. Τα πρώτα σαμπουάν, γιατί ως τότε πάλι το πράσινο σαπούνι είχαμε και το λούσιμο ήταν μαρτύριο για τα μάτια.
Και το καταπληκτικότερο, το αεροπλάνο που έγραφε στον ουρανό ΟΜΟ! Πετούσε και έκανε τούμπες στον αέρα βγάζοντας έναν άσπρο καπνό, που σχημάτιζε γράμματα. Παρακολουθούσαμε με ανοικτό το στόμα και χειροκροτούσαμε! Τι σας τα λέω όλα αυτά; Έτσι για να σας θυμίσω ότι η πιο τυχερή γενιά γυναικών όλων των εποχών είμαστε εμείς!
Πλυντήρια στεγνωτήρια απορρυπαντικά με μπλε και πράσινους κόκκους, λευκαντικά, χλωρίνες, και μετά από όλα αυτά αν δούμε καμιά σκιά, ψάχνουμε για άλλο απορρυπαντικό.
Μια ντουλάπα γεμάτη προϊόντα καθαριότητας, άλλο για το φούρνο, άλλο για τα μάτια της κουζίνας, άλλο για τις εμαγιέ επιφάνειες. (Μόνο που δεν καθαρίζουν μόνα τους τα άτιμα πρέπει εγώ να παρατήσω τον υπολογιστή και να αρχίσω το τρίψιμο) 
Μα αυτό που άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή μας ήταν οι πάνες μιας χρήσεως, για τα μωρά, για τους ηλικιωμένους, για τις δύσκολες ημέρες. Μόνο εμείς που τα δοκιμάσαμε όλα ξέρουμε την αξία τους. Ξέρω γελάτε εσείς, αλλά φανταστείτε τη ζωή σας χωρίς αυτά. 
Λοιπόν κάποτε, εμείς τα κορίτσια, χρησιμοποιούσαμε πανάκια από προσόψι, και κουβαλούσαμε και στο σχολείο, οπότε όταν αλλάζαμε το λερωμένο το τυλίγαμε στην εφημερίδα και το βάζαμε στην τσάντα. Μετά βγήκαν οι σερβιέτες και τα καταπληκτικά ταμπόν που σ' αφήνουν και να κολυμπήσεις ακόμα.
Α! και για τα μωρά! Απ την στιγμή που γεννήθηκε ο γιος μου, ως τη στιγμή που γεννήθηκε η κόρη μου, τα δοκίμασα όλα. Και τις πάνες και τα τρίγωνα και τα νάυλον βρακάκια και τις φασκιές και τα “μπέιμπι λίνο” και τις πάνες-βρακάκι.
Και για τους παππούδες μας; Κάποτε αν κάποιος παππούς δεν ήταν σε θέση να σηκωθεί έπρεπε η νύφη του κυρίως, κάθε μέρα να βάζει μπουγάδα. Τώρα υπάρχουν οι πάνες αλλά και τα σεντόνια μιας χρήσεως. 
Τώρα ξέρω, οι άντρες θα πείτε ότι δεν σας αφορούν και πολύ όλα αυτά. Αμ δε…. Και βέβαια σας αφορούν Διαβάστε το τελευταίο βιβλίο του Philip Roth "ΦΕΥΓΕΙ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ" και θα καταλάβετε (ο ήρωας έχει ακράτεια μετά από αφαίρεση προστάτη).
Τώρα αν μερικοί από ξέπλυμα ξέρουν μόνο αυτό εγώ δεν μπορώ να βοηθήσω. Λοιπόν οι γυναίκες πριν από εμάς δεν γνώρισαν τις ευκολίες που υπάρχουν σήμερα, και οι σημερινές νέες γυναίκες, δεν γνώρισαν την γανάδα που είχαν οι μαμάδες μας.
Ε, δεν είμαστε εμείς οι τυχερές που τα γνωρίσαμε όλα, απολαμβάνουμε την εποχή μας και προπαντός τον απέραντα ελεύθερο χρόνο μας! Αλλιώς πως θα σας τα έγραφα όλα αυτά…






περισσότερα στην Πηγή: Λόλα, να ένα άλλο
Κάτι παρόμοιο στα ιστολόγια:
Τα μανταλάκια, το άπλωμα των ρούχων και άλλα φαιδρά κι ευτράπελα !
15 ζωγράφοι βάζουν … μπουγάδα
Ντι-Ντι-Τι και τα κουνούπια τέζα (μαζί και η οικογένεια) !!
Οι αφαιμάξεις της Πρωτομαγιάς !!
Τζουμέρκα, η αρκούδα της Πίνδου

1 comment:

  1. παρα πολυ ενδιαφερον και ωραιο. ηθελα να βαλω μια φωτο απο το ιστορικο πλυσταριο του μιλανου, οχι πια σε χρηση φυσικα, αλλα σημερα το φεισμπουκ δεν με αφηνει να αναρτησω σχολια!!!!

    ReplyDelete