Σελίδες

Thursday, 27 October 2016

«Αν ζήσουμε θα έχουμε να λέμε ιστορίες»....Ξεκινήσαμε για τριήμερο, ειρήνη έχουμε, «πάρτε κι ένα μπουφάν»!

Η κήρυξη του πολέμου, η πρώτη ημέρα, το κλίμα τότε...
Από τα «Τετράδια Ημερολογίου, του Γιώργου Θεοτοκά»

Της Ελένης Μπίστικα

«Κηφισιά, 28 Οκτωβρίου 1940. Ξυπνώ με τις καμπάνες που σημαίνουν την κήρυξη του πολέμου και τον πρώτο συναγερμό. Επιτέλους είμαστε μέσα! O ωραιότατος καιρός, οι καμπανοκρουσίες, κάποια κίνηση ιδιαίτερη, κάποια έξαψη που αισθάνουμαι αμέσως τριγύρω μου, στο σπίτι, στον δρόμο, στα άλλα σπίτια και στους κήπους, όλα αυτά προσδίδουν από την πρώτη στιγμή, στην ημέρα που αρχίζει, μια όψη εορτάσιμη, πανηγυρική. 
H πρώτη μου σκέψη είναι «Το μεσημέρι το αργότερο θα έρθουν τα αεροπλάνα να μας βομβαρδίσουν»». 

Γράφει στο Τετράδιο Ημερολογίου του ο Γιώργος Θεοτοκάς, και η πρώτη αυτή περιγραφή για το ξεκίνημα ενός πολέμου που θα άλλαζε τη μορφή του κόσμου, φαινομενικά εορταστική αλλά με μια διάχυτη ανησυχία μέσα του και γύρω του είναι ένα ακόμη δείγμα της ικανότητας του Θεοτοκά να λειτουργεί ως «βαρόμετρο της περιρρέουσας ατμόσφαιρας», όπως τον χαρακτηρίζει ο Μαρκ Μαζάουερ, καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στον πρόλογο της εκδόσεως από το «βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ».

Γιώργος Θεοτοκάς «Τετράδια Ημερολογίου, 1939-1953». 
Ηταν 35 ετών, δημοκράτης, δημοτικιστής, πολέμιος των δικτατορικών τάσεων τόσο στην πολιτική όσο και στις ιδέες, με ανοιχτό μυαλό, ο Γιώργος Θεοτοκάς σημείωνε στα τετράδιά του όσα έβλεπε κι όσα σκεπτόταν, έχοντας ως βάση την Αθήνα της εποχής του. 
Τα κείμενα αυτά, αυθόρμητα, με λεπτές κοινωνικές αναλύσεις και ευαισθησία δίνουν την ανθρώπινη αντιμετώπιση της ιστορίας του τόπου, ενώ εκείνη γράφεται.... 
Στη δική μας εποχή, όποιος δεν έχει προσωπικές αναμνήσεις ή κάποιους στο περιβάλλον του για να μιλά και να διηγείται τι έχει συμβεί, πώς ξεκίνησε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος που έμελλε να γραφτεί στις χρυσές σελίδες της Ιστορίας ως έπος γενναιότητος και μάχης για την ελευθερία του ελληνικού λαού, μόνη καταφυγή η ανάγνωση τέτοιων αυθεντικών αφηγήσεων, όπως αυτή του Γιώργου Θεοτοκά, από τους εκλεκτούς εκπροσώπους της πνευματικής γενιάς του '30. 
Παραμονή της εθνικής εορτής βγαίνεις στο μπαλκόνι να βάλεις τη Σημαία, κοιτάς ολόγυρα, και αντιλαμβάνεσαι πως θα νιώθει μοναξιά η καημενούλα! Ακόμη και οι γείτονες που, μη έχοντας κοντάρι, την κρεμούσαν στα σίδερα του μπαλκονιού, τώρα σταμάτησαν «μην τους κοροϊδέψουν για «πατριώτες»»! Εκεί φτάσαμε και δεν είναι καθόλου υπερβολή. 
Ανοίγοντας την τηλεόραση στο κρατικό κανάλι για την πρωινή ειδησεογραφική εκπομπή, όλο το ενδιαφέρον εστιαζόταν στον καιρό, που θα το γυρίσει στο κρύο ξαφνικά, στους ανέμους που θα φτάσουν τα εννιά και δέκα μποφόρ και θα δυσκολέψουν την επιστροφή των εκδρομέων! «Εγώ θα πάω σε νησί και πώς θα γυρίσω από τη Σκιάθο τη Δευτέρα αν απαγορευθεί ο απόπλους των πλοίων;» ρωτά ένας μισοσοβαρά - μισοαστεία, «και εγώ θα πάω ορεινά, και αν δεν γυρίσω ποιος θα κάνει την εκπομπή;» συμπληρώνει ο άλλος. 

Συνάδελφοι καλοί και οι δύο, έχουν πιάσει τον σφυγμό της εποχής, ξέρουν ότι αυτή τη στιγμή όλοι ετοιμάζουν τον σάκο τους με τα χρειαζούμενα για το τριήμερο, «οι ερασιτέχνες ψαράδες να μην ξεμυτίσουν, πάρτε και κανένα μπουφάν, ίσως ρίξει και… νιφάδες», στο ίδιο πνεύμα και ο μετεωρολόγος.
«Στο λεωφορείο για την Αθήνα διαβάζω την εφημερίδα μου και ξεχνιούμαι. Απάθειά μου. Οι επιβάτες μιλούν για τον πόλεμο με πολλή ψυχραιμία και κάποτε με ευθυμία. Μετά τους Αμπελοκήπους, μπαίνοντας στην Αθήνα, αντικρύζω την πρώτη πολεμική εικόνα και αισθάνουμε την πρώτη συγκίνηση της ημέρας. Μια στρατιωτική μονάδα φεύγει από τα Παραπήγματα. 
Οι στρατιώτες είναι άοπλοι. Είναι πολύ νέοι και καλά ντυμένοι. Τραγουδούν, γελούν και παίζουν φάπες, κάνουν σαν παιδιά που ξεκινούν για μια ευχάριστη εκδρομή. Μες στο λεωφορείο μου μια γυναίκα ξαφνικά αρχίζει και κλαίει με λυγμούς, μια άλλη κλαίει κρυφά, στρέφει το πρόσωπό της προς τα έξω για να μην δουν».
Έχουμε επιστρέψει στον Γιώργο Θεοτοκά και στις σημειώσεις του στο ημερολόγιο. 
«Σιγά - σιγά η Αθήνα παίρνει το ύφος των μεγάλων εθνικών εορτών, κάτι που θυμίζει λ.χ. τα Εκατόχρονα της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά πιο αυθόρμητα και πιο νεανικά. Καιρός θαυμάσιος, καταγάλανος ουρανός. Πλήθη νέων, με στολές της EOM ή με πολιτικά, έχουν χυθεί στους κεντρικούς δρόμους, με λάβαρα, σημαίες, δάφνες, μουσικές. Κρατούν εικόνες του βασιλιά, του Μεταξά, του καταδρομικού ΕΛΛΗ με την επιγραφή: «Δεν λησμονούμε». 
O κόσμος συμμετέχει σε αυτές τις εκδηλώσεις, χειροκροτεί, ζητωκραυγάζει. Είχα πολλά, πάρα πολλά χρόνια να δω τέτοιον ενθουσιασμό στην Αθήνα. Αισθάνεται κανείς ένα πάθος μες στον αέρα, έναν φανατισμό, μια λεβεντιά. Ξύπνησε το ελληνικό φιλότιμο, είναι κάτι ωραίο. Και μια τέλεια εθνική ενότητα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που αισθάνουμαι τέτοιαν ομόνοια να βασιλεύει στον τόπο. 
Κανείς δεν σκέπτεται αυτή τη στιγμη ότι ο εχθρός είναι δέκα φορές ισχυρότερος, ότι ο θάνατος κρέμεται από πάνω μας μέσα σε αυτόν τον λαμπρό ουρανό. Αισθάνουμαι μια μεγάλη αγάπη για τον ελληνικό λαό, μια αγάπη γεμάτη αλληλεγγύη, στοργή και αντρική εκτίμηση. Είναι ένας όμορφος, λεβέντικος, ευγενικός και έξυπνος λαός...», 
αυτά γράφει την πρώτη ημέρα κήρυξης του πολέμου, σαν σήμερα 65 χρόνια πριν, ο Γιώργος Θεοτοκάς. Αυτός ο λαός είναι που πήγε στον πόλεμο τραγουδώντας, κέρδισε μάχες και νίκες, των νεκρών του τα οστά ακόμα ξασπρίζουν στον ήλιο στα χιονισμένα βουνά, και με τη γενναιότητά του άλλαξε την τροχιά του πολέμου υπέρ των συμμαχικών δυνάμεων.

Αυτός ο ίδιος ο λαός είμαστε εμείς, ξεκινήσαμε για τριήμερο, ειρήνη έχουμε, «πάρτε κι ένα μπουφάν»!

kathimerini

No comments:

Post a Comment