Σελίδες

Saturday, 23 July 2016

Άλλαξε την Εικόνα της Ζωής σου και όχι του Προφίλ σου
Μαθήματα ζωής για μας και τα παιδιά μας

Oι άνθρωποι κρύβονται πλέον πίσω από ψεύτικες φωτογραφίες, ψεύτικα χαμόγελα, για να νιώσουν κάποιοι και για να δείξουν κάτι που δεν είναι.
Από κόμπλεξ, για το κάτι που θα ήθελαν να είναι και δεν τα κατάφεραν.
Για να κερδίσουν τις εντυπώσεις, να πάρουν όσο πιο πολλά likes μπορούν μιας και η αξία του ανθρώπου, νομίζουν ότι ανεβαίνει πλέον με τα πολλά likes και τον ψεύτικο κόσμο των social media.

Βλέπουμε γυναίκες να ξεγυμνώνονται για να κερδίσουν την αποδοχή του ανδρικού πληθυσμού και το αντίθετο στη βρωμιά και τη δυσωδία που εκπέμπει ο ψεύτικος κόσμος της οθόνης.
Δεν είσαι in αν δεν βγάζεις όλη μέρα selfie, αν δεν κοινοποιείς την παρουσία σου κατά τη διάρκεια της ημέρας για να βλέπει το "κοινό σου" (που είχε και μια σκασίλα που βρίσκεσαι ανά πάσα στιγμή) μη και χάσουν επεισόδια από την υπέροχη ζωή σου και πάθουν μια ψιλοκατάθλιψη χωρίς τη δική σου αίγλη.
Κούνια που σε κούναγε καημένε και ψωνισμένε κομπλεξικέ ανθρωπάκο, που νομίζεις πως όλα αυτά είναι ζωή! Αμ δεν είναι!

Κοίταξε βαθιά μέσα σου και δες το κενό που σε περιβάλλει.
Το άδειασμα της ψυχής σου στο καθημερινό φαίνεσθαι, την αστάθεια στη ψυχολογία σου που μετριέται με την αποδοχή ή όχι των άλλων, την μετριότητα που εξακολουθεί να σε ενοχλεί και παλεύεις καθημερινά να φτάσεις την τελειότητα η οποία φυσικά και δεν υπάρχει αλλά εσύ με το στενό μυαλουδάκι σου δεν μπόρεσες ακόμη να το καταλάβεις και επιδίδεσαι σε ένα άνισο αγώνα για να νικήσεις ποιόν;
Τους άλλους ή εσένα;


Ούτε τους άλλους νικάς ούτε εσένα αν δεν μάθεις να αποδέχεσαι αυτό που είσαι χωρίς πολλά πολλά
Η αποδοχή και η αγάπη προς τον εαυτό σου είναι το κλειδί της επιτυχίας σου!
Ουδείς τέλειος, άρα ούτε κι εσύ.

Αν ήταν όλα τέλεια πως θα ξεχώριζαν οι πραγματικές αρετές; Η ομορφιά, η γνώση και άλλα τόσα χαρίσματα που ξεχωρίζουν τον ένα άνθρωπο από τον άλλο.
Μάθε να ξεχωρίζεις απ' το πλήθος που σε θέλει να το ακολουθείς κι ας σε έχουν για το μαύρο πρόβατο της υπόθεσης.
Κατά βάθος όλοι αυτοί σε ζηλεύουν και σε θαυμάζουν γιατί εσύ ξεχωρίζεις από την μάζα κάτι που οι ίδιοι δεν κατάφεραν ποτέ να πετύχουν.
Και μεταξύ μας το μαύρο όταν το αντιστρέψεις είναι άσπρο και όλοι αυτοί που νομίζουν πως εσύ είσαι το μαύρο πρόβατο διαψεύδονται πανηγυρικά!

Εσύ είσαι στο φως κι αυτοί ακόμη κυνηγούν τα σκοτάδια τους μπας και καταφέρουν να σου μοιάσουν !
Η απάντηση σε όλα είσαι ΕΣΥ...
Η διαφορετικότητα σου και σ' όποιον αρέσει!
Οι άλλοι ας τρέχουν να σε προλάβουν!
Εσύ έχεις στεφθεί πρωταθλητής κι αυτοί είναι ακόμη στην προπόνηση...

loveletters

Και τι δε θα δίναμε να 'μασταν πάλι πιτσιρίκια τρώγοντας γαριδάκια στο παγκάκι και κοιτώντας τον ουρανό...

Στην ζωή που ονειρεύτηκα, είμαι ακόμα παιδί

Εγώ αλλιώς τη φανταζόμουν τη ζωή...


Ήμουν από τις χαζές που έβαζαν το τούλι με τα κουφέτα κάτω από το μαξιλάρι κάθε που 'πεφτε στα χέρια μου, από κανα γάμο που χε πάει η μαμά κι ύστερα καθόταν με τις γειτόνισσες και κουτσομπολεύανε τη νύφη που σέρνει από τη μύτη το γαμπρό και τον ξάδερφο της που ναι ρεμάλι κι αλκοολικός.

Μετά πιάνανε όλο το τετράγωνο και εξιστορούσαν γεγονότα που ίσως ποτέ να μην είχαν συμβεί, καταλήγοντας πάντοτε στο ίδιο. Στην ανηθικότητα όλων των άλλων και τη δική τους ηθική...
Καθόμουν στο δωμάτιο και έκανα πειράματα στα μαλλιά μου μπροστά στον καθρέφτη και άκουγα άθελα μου για τις αμαρτίες των άλλων, περιμένοντας τη νύχτα ώστε να ξεκινήσει το κουφέτο αυτό το ταξίδι στα όνειρα μου και να μου δείξει ποιον θα παντρευτώ...
Το πρωί θα έλεγα στις φιλενάδες μου τα νέα, θα πειράζαμε η μία την άλλη και θα γελούσαμε δυνατά. Θα λέγαμε για έρωτα, θα κοιτούσαμε αυτούς που περνούσαν μπροστά μας χέρι- χέρι και όλων μας τα μάτια θα δείχναν πόσο πολύ βιαζόμασταν να μεγαλώσουμε.
Είναι ευτυχισμένοι οι μεγάλοι, λέγαμε. Έχουν το σπίτι τους, τα λεφτά τους, τον άνθρωπο που κοιμούνται αγκαλιά και κάνουν ό,τι θέλουν. Εμείς πάντα έπρεπε να προσέχουμε τι θα πούμε, να είμαστε διαβασμένες αν θέλουμε να πάμε τη βόλτα μας και να φορέσουμε αυτό που θέλει η μαμά.

Δεν έχουν αυτή την πίεση οι μεγάλοι, λέγαμε και κοιτούσαμε τον ουρανό με μια μελαγχολία. Θέλαμε ακριβώς τα ίδια, τα γέλια μας, την αγνή αγάπη που χαμε ο ένας για τον άλλον, το αγόρι των ονείρων μας και λεφτά για όμορφα φορέματα - μα να μασταν μεγάλοι.

Και τώρα λοιπόν, που 'μαι μια από αυτούς τους μεγάλους, μια ολόκληρη δεσποινίδα, ψάχνω εκείνες εκεί τις φιλενάδες που παρέα στο παγκάκι κάναμε σχέδια κι ο Θεός γελούσε μαζί μας όπως γελούσαμε κι εμείς... Να τους πω πως εγώ, αλλιώς τη φανταζόμουν τη ζωή μου και δεν ήταν, όσα τους έλεγα ρομαντισμοί μιας μικρής.
Σε ένα σπίτι που ξεχειλίζει από αγάπη. Να βλέπω τους γονείς να γελούν με τη χαρά μου. Τα αδέρφια μου να είναι ευτυχισμένα. Τις φίλες μου να στέκονται σα λαμπάδες για μένα και να βγαίνουμε τσάρκα τις Κυριακές δίνοντας συμβουλές η μία στην άλλη από αυτές που οι ίδιοι δεν τηρούμε ποτέ μα βγαίνουν από την καρδιά μας όταν τις λέμε στον απέναντι. Τον άνθρωπο μου να με αγαπάει, να μου κρατά το χέρι και κάθε μέρα να ερωτευόμαστε από την αρχή. 
Εγώ αλλιώς φανταζόμουν τον κόσμο. Να είναι καλός, ευγενικός και να χαμογελά τα πρωινά σαν ανταλλάζει καλημέρες, δίχως να ψάχνει τρόπους να σου βγάλει το μάτι. Τους άντρες να είναι ιππότες και τις γυναίκες στοργικές γεμάτες όρεξη να αφοσιωθούν σε αυτόν που έχει κλέψει την καρδιά τους. Να ναι οι άνθρωποι αληθινοί, να λένε αυτό που αισθάνονται κοιτώντας σε στα μάτια κι αν τους έκανες και κάτι να μη σε περιμένουν στη γωνιά με την καραμπίνα.
Να λύνουν τις διαφορές τους με λουλούδια και όχι με ξίφη που 'χαν από την αρχή κρυμμένα στην τσέπη περιμένοντας τη στιγμή που θα τους τη φέρεις, μιας και το χουν σιγουράκι Αλλιώς ήθελα να ναι όλα. Να μην έχουμε τον κακό λόγο στα χείλη καρφωμένο για τους άλλους που δεν κάνουν όσα θέλουμε εμείς, ή φθονούμε αυτό το θάρρος τους να κάνουν αυτό που η ψυχούλα τους τραβά. Όχι πρέπει, μόνο θέλω.
Θα 'θελα τις φιλενάδες μου , στο ίδιο το παγκάκι να κοιτάζουμε τους περαστικούς και να ψάχνουμε κάποιους να κρατιούνται από το χέρι λέγοντας αστεία ο ένας στον άλλον. Να κοιταχτούμε με την ίδια αγνή αγάπη και να πούμε με μια αλήθεια πως "ναι, είμαι καλά". Όλα κυλούν όμορφα και έχουμε λίγο χρόνο να τα πούμε γιατί μας περιμένει η αγάπη μας να πάμε για κρασί.
Κι όμως, δε θα δούμε ζευγαράκια παρά μόνο μίζερα πρόσωπα, κάποιους να μιλούν στο τηλέφωνο με οργή, ανθρώπους να κάθονται στο μπροστινό καφενείο και μονάχοι να κατεβάζουν μπουκάλια κρασί, καταριώντας τη μοίρα τους.
Θα μοιραστούμε τα παράπονα μας, θα γκρινιάξουμε για το μισθό, για κείνον που μας εξαπάτησε και στο τέλος όλες μαζί θα κοιταχτούμε λέγοντας αυτό που καμιά δε θα ξεστομίσει... Και τι δε θα δίναμε να 'μασταν πάλι πιτσιρίκια τρώγοντας γαριδάκια στο παγκάκι και κοιτώντας τον ουρανό...

Ευτυχία Παπούλια

Η Τελευταία Μετακόμιση του "δασκαλάκου"

Ήτανε πάντα με μια βαλίτσα στο χέρι. 
Μετακόμιζε από τόπο σε τόπο, από γειτονιά σε γειτονιά χωρίς να βρίσκει ένα μέρος που να το θεωρεί δικό του. Γέμιζε το μυαλό του με εικόνες καμιά από αυτές όμως δεν τη θεωρούσε δική του. Στο τέλος ήταν πάντα ο ξένος. 
Μάζευε τα πράγματα του για ακόμη μια φορά και έφευγε για αλλού, με την ελπίδα πως την επόμενη φορά θα ριζώσει. Πάντα όμως κάτι δεν πήγαινε καλά και παρέμενε ένας απλός συλλέκτης ξένων εικόνων. Και ξανά τα ρούχα έμπαιναν μέσα στη βαλίτσα και την έσερνε ξανά προς μια νέα κατεύθυνση. 
Και όπως την έσερνε στο δρόμο η βαλίτσα αποκτούσε καινούργιες γρατσουνιές, μόνο που γρατσουνιές δεν είχε μονάχα η βαλίτσα, αλλά και η ψυχή του. 
«Και τώρα τι;» σκεφτόταν μόλις ξεκινούσε κάθε νέο του ταξίδι. Βέβαια, είχε μετατραπεί σε ρουτίνα να ξεκινάει από την αρχή και ήξερε πλέον τα διαδικαστικά. Κάθε φορά η ρουτίνα ήταν η ίδια. Αποκτούσε μια νέα διεύθυνση που έπρεπε να μάθει. Έπρεπε να ξεχάσει τη προηγούμενη του διεύθυνση και να μην τη μπερδέψει με τη νέα. Μάθαινε κάθε φορά που είναι το κοντινότερο περίπτερο, το κοντινότερο σουπερμάρκετ και ο κοντινότερος φούρνος. 
Το χειρότερο για εκείνον όμως ήταν πως έβλεπε κάθε φορά νέες φάτσες και έπρεπε να απομνημονεύει ονόματα. Νέες φάτσες τόσο ίδιες με τις προηγούμενες, φαινομενικά νέες καταστάσεις που ήταν τόσο ίδιες με τις παλιές! Πνιγόταν! Το ταξίδι του ήταν ατέλειωτο και δεν έβλεπε την Ιθάκη του να πλησιάζει.
Ήταν και η ρουτίνα της δουλειάς του που τον σκότωνε. Όσο και αν άλλαζε ο τόπος η φύση της δουλειάς του δεν άλλαζε, παρέμενε δασκαλάκος... Επόμενη μετάθεση, επόμενος τόπος, πάλι τα ίδια, έμενε ανικανοποίητος. Πίστευε βαθιά μέσα του πως είχε να δώσει πολλά, ήθελε να προσφέρει γνώσεις και παιδεία στους μαθητές του. 
Παραδόξως όμως όλοι τον αντιμετώπιζαν σαν να ήτανε τρελός! Οι συνάδελφοι του, ως γνήσιοι δημόσιοι υπάλληλοι τον κοίταζαν σαν εξωγήινο πλάσμα που κατέβηκε από τον ουρανό. Για τους μαθητές ήταν αόρατος και για τους γονείς δυνάστης, όπως αρμόζει η συνήθεια του ελληνικού δημόσιου σχολείου. Εκείνος ξεκινούσε κάθε πρωί με όρεξη να προσφέρει και γυρνούσε άπραγος στο σπίτι κάθε μεσημέρι. 
Για χρόνια η ίδια ιστορία κάθε μέρα ξανά και ξανά. Δεν ήτανε μονάχα τα ταξίδια από τόπο σε τόπο και οι γρατσουνιές επάνω στη βαλίτσα, ήτανε και που κάθε μέρα δεν μπορούσε να πλησιάσει το στόχο του. 
Και έτσι μια μέρα αποφάσισε να κάνει την τελευταία του μετακόμιση, τα παράτησε όλα και αποφάσισε να πάει να ζήσει μόνος σε ένα ψαροχώρι
Αγόρασε ένα μικρό καΐκι και όλο τον εξοπλισμό που χρειάζεται κάποιος για να γίνει ψαράς. Τουλάχιστον έτσι ήξερε πως θα ρίχνει τα δίχτυα του και δε θα επιστρέφει άπραγος, μέχρι να αδειάσουν το βυθό οι μηχανότρατες...