Σελίδες

Saturday, 3 September 2016

Έτσι μεγαλώνει το παιδί της μια μανούλα σε αμαξίδιο!
Raising Children from a Wheelchair

Μιλάμε συνέχεια για τις δυσκολίες παιδιών κάθε ηλικίας που μεγαλώνουν με κάποια μορφής αναπηρία. 
Ιστορίες για τους γονείς και πως τα καταφέρνουν μέσα από αντίξοες συνθήκες. Πόσο δύσκολο είναι για τα παιδιά και για την οικογένεια που βιώνουν μια πρωτόγνωρη κατάσταση στο σπίτι.
Έχετε όμως αναρωτηθεί πως είναι για μια γυναικά να μεγαλώνει ένα παιδί, ενώ η ίδια βρίσκεται σε αμαξιδιο; Πόσο δύσκολο είναι για αυτή να φροντίσει το βρέφος ή να προσέξει για την ασφάλεια του καθώς αυτό μεγαλώνει; Μπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις που έχει η φροντίδα ενός παιδιού όσο είναι καθηλωμένη σε αμαξιδιο;
Και όμως γίνεται! Αναζητώντας πληροφορίες δυστυχώς δε βρήκα και ιδιαίτερες συμβουλές για γυναίκες και πως μπορούν να εξυπηρετηθούν οι ίδιες και τα νεοφερμένα μέλη της οικογένειας. Βρήκα όμως ένα πολύ ενδιαφέρον βίντεο το οποίο δείχνει μικρές συμβουλές για την καλύτερη φροντίδα του παιδιού…από την τοποθέτηση του στο κρεβατάκι ύπνου μέχρι και όταν παίζει στο πάτωμα του σπιτιού!
Η Μπρίτνευ έφτιαξε αυτό το βίντεο πριν 3 χρόνια και ήδη έχει βοηθήσει πολλές υποψήφιες μητέρες να πάρουν την απόφαση να προχωρήσουν σε μια εγκυμοσύνη ή δίνοντας ιδέες σε ήδη υπάρχουσες μητέρες που καλυτέρεψαν την καθημερινότητα τους.
Είναι 29 ετών σήμερα και το 2008 απέκτησε το πρώτο της παιδί, ένα υγιέστατο αγοράκι και, όταν δημιούργησε το βίντεο, είχε πρόσφατα αποκτήσει μια κόρη. 
Και εφόσον απέκτησε εμπειρία για το πώς να καταφέρει να ξεπεράσει κάποια εμπόδια, αποφάσισε να μοιραστεί τις τεχνικές της, με όλο τον κόσμο.
Πρώτα μίλησε με το γιατρό της όσον αφορά τη φαρμακευτική αγωγή που ακολουθεί και αν αυτή θα επηρέαζε την υγεία των παιδιών της. Τη διαβεβαίωσε ότι δε θα υπάρξει πρόβλημα και μετά αναζήτησε για το ποια είναι η καλύτερη μέθοδος για να γεννήσει. Παρόλο που θα μπορούσε και με φυσιολογικό τοκετό, επέλεξε την καισαρική για να μειώσει τον κίνδυνο επιπλοκής κατά τη γέννα, εφόσον δεν νιώθει τα κάτω άκρα της.
Έμεινε παράλυτη στα 14 της και όπως δηλώνει η ίδια: ‘’εφόσον ένιωθα βέβαιη για την κατάσταση μου και δεν είχα πρόβλημα με την αναπηρία μου και για την υπόλοιπη ζωή μου, το μόνο που με ένοιαζε ήταν πως θα μπορέσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Όσο μεγάλωνε η κοιλιά μου και αυξάνονταν το βάρος μου, η έννοια μου ήταν πως θα συνεχίσω με τις απλές καθημερινές λειτουργίες, όπως να πάω τουαλέτα η να σηκωθώ από το αμαξίδιο για να πάω στο κρεβάτι μου.
Είχα τη διαβεβαίωση από τον άντρα μου ότι θα είναι εκεί για να με βοηθήσει, οπότε κατάφερα να έχω μια σχετικά εύκολη εγκυμοσύνη. Όσο μεγάλωνε ο γιος μου, έπρεπε να του εξηγήσω σιγά σιγά πράγματα που αφορούν την κατάσταση μου ή για το σπίτι μας και αυτό βοήθησε ώστε να μεγαλώσει γνωρίζοντας τι συμβαίνει.’’
Και κάπως έτσι ήρθε στη ζωή ο Τζέικομπ. Κατασκεύασαν ένα κρεβατάκι μωρού όπου τα κάγκελα δε θα σηκώνονται προς τα πάνω ή θα πέφτουν χαμηλά, αλλά προς το πλάι. 
Στο βίντεο θα δείτε πως τοποθετεί το μωρό μέσα στο κρεβάτι και έχοντας μια διπλή ασφάλεια για να κλειδώνει, σιγουρεύει ότι δε θα μπορέσει να ανοίξει τη πόρτα που ανοίγει συρόμενα και ότι είναι μέσα ξαπλωμένο με ασφάλεια.

Για την αλλαγή πάνας έχει ένα απλό γραφείο ώστε αν χρειαστεί να μπορεί να χωρέσει με το αμαξιδιο της. 
Ειδάλλως στέκεται στο πλάι και ακουμπά το παιδί ενώ έχει στηρίξει το χέρι της ώστε να έχει καλύτερη ισορροπία για την όλη διαδικασία.

Όταν θέλει να αφήσει το παιδί να μπουσουλήσει ή να παίξει στο πάτωμα, έχει μια απλή προσαρμοσμένη ζώνη που αγκαλιάζει το βρέφος και μπορεί να κάνει τη κίνηση με το ένα χέρι και με το άλλο να μπορεί να κρατά το βάρος της και το αμαξιδιο ώστε να μη γείρει και πέσει. Και όταν χρειάζεται πιάνει και πάλι το παιδί από τη ζώνη και το φέρνει πάνω της!
Και επειδή υπάρχει πάντα μια κούνια για κάθε μωρό, όταν χρειάζεται να τη βάλει εκεί, έχει ένα μαξιλάρι στα πόδια της, ξαπλώνει το παιδί και το δένει με τη κούνια με ασφάλεια και έπειτα απαλά μπορεί να το αφήσει εκεί.
Όταν επίσης θέλει να πάνε μια βόλτα, έχει μια προσαρμοσμένη ζώνη και στο αμαξιδιο, κρατά το παιδί αγκαλιά, το δένει με αυτή και απλά βγαίνουν έξω! Ξεκαθαρίζει όμως ότι αυτό ξεκίνησε να το κάνει όταν έχει δυναμώσει αρκετά ο κορμός του βρέφους ώστε να μπορεί να κρατηθεί πάνω της.
Κάπως έτσι ολοκληρώνεται ....
................... 
  η συνέχεια εδώ: newsitamea

Μου είπε κάποιος ότι ζω σε σύννεφο.
Μαθήματα ζωής για μας και τα παιδιά μας

Το δικό μου σύννεφο

Μου είπε κάποιος χαμογελώντας ειρωνικά, ότι ζω σε σύννεφο.
Μου είπε ότι αυτά που θέλω, αυτά που διεκδικώ, αυτά που ονειρεύομαι και περιμένω, είναι ουτοπίες.
Μου είπε ότι, άμα πέσω, θα χτυπήσω πολύ σοβαρά ή θα σκοτωθώ.
Θα σπάσω τα πόδια ή τα χέρια μου και πιθανότατα το κεφάλι μου και μετά απ' αυτά δεν θα μπορώ ποτέ να ξανανέβω.
Με κοίταγε από τα χαμηλά με το ένα χέρι του τοποθετημένο στο σβέρκο και το άλλο μπροστά στα μάτια του γιατί τον ενοχλούσε ο ήλιος.
Κι εγώ τον κοίταγα πάνω από το σύννεφο, κρεμασμένη σχεδόν ολόκληρη απ αυτό, με τον ήλιο να καίει το κεφάλι μου και χωρίς να στηρίζομαι πουθενά.
Ήθελα να του πω ν' ανέβει πάνω για να δει, αλλά ήμουν σίγουρη ότι θ΄αρνηθεί.
Προτιμούσε να βγάζει τα συμπεράσματά του από τη σιγουριά που του έδινε η γη που πατούσε.
Προτιμούσε να πιστεύει ότι η δική του σιγουριά ήταν καλύτερη από την δική μου αβεβαιότητα.


Εκείνο που δεν ήξερε είναι ότι εγώ τη σιγουριά του την έχω ζήσει. Την έχω φάει με το κουτάλι, εκείνο το τρομακτικά μεγάλο κουτάλι, αυτό που δίνουμε τα φάρμακα στα μικρά παιδιά και το κοιτάζουν τρομαγμένα.
Εκείνο που δεν ήξερε είναι εγώ εκεί δεν ανέβηκα για να αποφύγω τη ζωή, αλλά για να τη ζήσω.
Εκείνο που δεν ήξερε είναι ότι είναι επιλογή μου να μην κατέβω από εκεί, γνωρίζοντας ακριβώς πως είναι κάτω.
Δεν ξέρει κι άλλα. Πολλά.
Δεν ξέρει τίποτα γι αυτούς που ζουν στα σύννεφα, μόνο μπορεί και τους κατηγορεί από την ασφάλεια της άγνοιάς του.
Δεν ξέρει ότι εκεί πάνω ξυπνάμε απ' το ξημέρωμα. Ανοίγουν τα μάτια μας διάπλατα πριν βγει ο ήλιος, ελάχιστα χορτασμένοι από τον λίγο ύπνο που κάνουμε.
Δεν ξέρει ότι το μυαλό μας είναι αναγκασμένο να δουλεύει από το πρώτο δευτερόλεπτο που ξυπνάει μέχρι το τελευταίο πριν κοιμηθεί, γιατί δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο.
Δεν ξέρει ότι εκεί οι ανέσεις είναι λίγες. Τίποτα δεν γίνεται από μόνο του.
Δεν ξέρει ότι δουλεύουμε όλη μέρα για πράγματα τα οποία εκείνος πληρώνει άλλους να τα κάνουν.


Η ξεκούραση λίγη, το φαγητό απλό.
Μεγάλα τραπέζια δεν έχουμε, ούτε πολλές καρέκλες για να κάτσει ο κόσμος.
Το κρασί μας είναι χύμα τις περισσότερες φορές και όσες καταφέρνουμε να αγοράσουμε μπουκάλι, το φυλάμε μετά σαν ενθύμιο για να μας θυμίζει εκείνη τη μια φορά που ανοίξαμε φελλό και όχι καπάκι.
Ψωμί έχουμε κάθε μέρα, αλλά πασχίζουμε πολύ γι αυτό.
Δεν το αγοράζει κανένας για μας, ούτε μας το φέρνει στο σπίτι την ώρα που επιστρέφει.
Δεν έχουμε κανέναν να φορτωθεί τις σακούλες, τα βάρη, τις ευθύνες, τους πόνους, τη γιατρειά μας.
Καθένας από μας, γιατρός του εαυτού του.
Η μέρα μας είναι πάντα ολόκληρη και ποτέ μισή. Πολλές φορές είναι και διπλάσια από τη δική του.
Γονατίζουμε και ξανασηκωνόμαστε κάθε φορά σκουπίζοντας τα γόνατα από τα χαλίκια και τις σκόνες.
Ράβουμε μόνοι μας τα σκισμένα ρούχα, τα καινούργια είναι και λίγο δυσεύρετα εκεί πάνω.
Δεν ξέρει ότι δεν μας νοιάζει αν έχει ήλιο, βρέχει, κάνει κρύο ή φυσάει διαολεμένα.
Δεν νευριάζουμε με καθημερινά πράγματα, δεν χαλάει το πρόγραμμά μας με κάποιες μικρές αλλαγές που προκύπτουν, δεν μας απασχολούν τα πράγματα που με κάποιο ανθρώπινο, εύκολο ή δύσκολο τρόπο, διορθώνονται.
Σταματάμε εκεί που χρειάζεται κάποιος βοήθεια και χάνουμε τον ύπνο μας κάποιες φορές για να μπορέσει να κοιμηθεί ήρεμα κάποιος άλλος.
Δεν περιμένουμε κάτι, δεν απαιτούμε κάτι, δεν διεκδικούμε τίποτα απ΄αυτά που δεν μας ανήκουν.
Τις περισσότερες φορές δεν βάζουμε πρώτο τον εαυτό μας, όμως για να διαλέγουμε να ζούμε εκεί πάνω, στην ουσία ο εαυτός μας ήταν πάντα πρώτος.
Έχουμε πέσει άπειρες φορές από εκεί, μόνο που κατά την πτώση μας κανένας δεν χτύπησε σοβαρά.
Το δυνατό σώμα έχει συνηθίσει τα χτυπήματα, το δυνατό μυαλό τα προβλήματα και η δυνατή ψυχή ξέρει να σηκώνεται από μόνη της.
Δεν ξέρει ότι εκεί ονειρευόμαστε ξύπνιοι και ότι ακούμε μουσική όλη μέρα. 

Δεν ξέρει ότι βλέπουμε τα χρώματα με την πραγματική τους διάσταση και αισθανόμαστε τις μυρωδιές στο πετσί μας.
Ότι γελάμε με την ψυχή μας και κλαίμε καρφωμένοι κάτω μέχρι να σταματήσουν τα δάκρυα.
Ότι αγαπάμε χωρίς βαρίδια. Με τελείες, όχι με ερωτηματικά ή κόμματα.
Δεν ξέρει ότι διαβάζουμε βιβλία για να γράψουμε τα δικά μας.
Ότι ζούμε τις μέρες μας περιμένοντας πάντα το καλύτερο κι όχι προσπαθώντας ν΄ αποφύγουμε το χειρότερο.
Δεν ξέρει ότι όποιος βρίσκεται εδώ, ήθελε να είναι εδώ. Δεν έπρεπε να είναι εδώ.
Εμείς επιλέξαμε να ζούμε εδώ. Εμείς μπορούμε να ζήσουμε εδώ.
Εμείς μπορούμε να ζήσουμε οπουδήποτε.
Συνέχισε να με κοιτάει από τα χαμηλά με το ένα χέρι του τοποθετημένο στο σβέρκο και το άλλο μπροστά στα μάτια του γιατί τον ενοχλούσε ο ήλιος.
Κι εγώ, συνέχισα να τον κοιτάζω πάνω από το σύννεφο, κρεμασμένη σχεδόν ολόκληρη απ' αυτό, με τον ήλιο να καίει το κεφάλι μου και χωρίς να στηρίζομαι πουθενά.
Εκείνος με την ανάγκη του κι εγώ με την επιλογή μου.
_____________

Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε, χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,..

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γριά και δεν είχε παιδιά. Είχε λοιπόν ένα αρνάκι και το είχε σαν παιδάκι της.Το τάιζε, το πότιζε, το έλουζε κάθε μέρα, και το έστελνε στο σχολείο να μάθει γράμματα. 
Πήγαινε κάθε μέρα η γριά στο βουνό και μάζευε χορταράκι για να φάει τ’ αρνάκι της. Σαν έφτανε έξω από το σπίτι της, έλεγε:

«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»
Την άνοιγε τ’ αρνάκι κι έμπαινε η γριά μέσα.
Έμαθε ο κυρ Νικόλας ο λύκος πως είχε η γριά ένα αρνίτσι-μπίτσι και το λιμπίστηκε να το φάει. Μια μέρα λοιπόν, όταν την είδε
που βγήκε να μαζέψει χορταράκι, την παραμόνεψε ώσπου να
γεμίσει το καλαθάκι της. Ύστερα την πήρε από πίσω, και όταν έφτασε η γριά στο σπιτάκι της, κρύφτηκε ο λύκος κοντά στην πόρτα. Άκουσε τη γριά που φώναζε τ’ αρνάκι της κι έμαθε τα λόγια που του έλεγε:

«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»
«Α, είπε μέσα του ο λύκος. Αυτά τα λόγια του λέει και της ανοίγει.»
Την άλλη μέρα παραμόνεψε ο λύκος τη γριά που έφευγε να μαζέψει χόρτα και προτού να φύγει, είπε στ’ αρνάκι της:
-Κοίταξε, αρνάκι μου, μην ανοίξεις σε καθένα παρά σε μένα μονάχα!
-Καλά, μανούλα μου, είπε τ’ αρνάκι.
«Τώρα, σκέφτηκε ο λύκος, θα του πω κι εγώ το τραγουδάκι να μ’ ανοίξει το αρνίτσι-μπίτσι.»
Σε λίγο, λοιπόν, πάει και χτυπάει την πόρτα και λέει με τη χοντρή φωνή του, κάνοντάς της όσο πιο γλυκιά-γλυκιά μπορούσε:

«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,
χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,
να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,
και το πρωί να σηκωθείς,
να πάρεις το καλάθι σου,
να πας στο σχολειό σου!»
Το αρνάκι όμως φώναξε από μέσα:
-Δεν είσαι εσύ η μανούλα μου! Η μανουλίτσα μου έχει γλυκιά και ψιλή φωνή και η δική σου είναι τραχιά και χοντρή.
Πάει τότε ο λύκος στον τροχιστή και του λέει:
-Σε παρακαλώ, τρόχισέ μου τη γλώσσα μου να γίνει ψιλή-ψιλή!
Τρόχισε ο τροχιστής τη γλώσσα του λύκου και την έκανε όσο πιο ψιλή μπορούσε. Τρέχει πάλι εκείνος στο αρνάκι και ....
.....
η συνέχεια εδώ