Η γκρίνια της μαμάς που λατρεύουμε να μισούμε
«Όταν κάνεις κι εσύ παιδί, τότε θα καταλάβεις». Δεν πρέπει να υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει μεγαλώσει μ’ αυτή την ατάκα.
«Όταν κάνεις κι εσύ παιδί, τότε θα καταλάβεις». Δεν πρέπει να υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει μεγαλώσει μ’ αυτή την ατάκα.
Έλα να τα θυμηθούμε μαζί ένα-ένα.
Τότε που αργούσες να επιστρέψεις το βράδυ στο σπίτι
κι ενώ είχες πει ότι θα ‘σαι πίσω πριν τις δώδεκα, γυρνούσες περίπου στις δύο και σε περίμενε στο μπαλκόνι απ’ τις εντεκάμισι. Ή εκείνες τις φορές με το τσουχτερό κρύο, που έβγαινες απ’ το σπίτι με το t-shirt κι άκουγες τα χιλιοειπωμένα «βάλε μπουφάν, φόρεσε ζακέτα, ρίξε ένα ρούχο πάνω σου, πάλι άρρωστος θα γυρίσεις».
Το άλλο το καλό με τις κλήσεις στο κινητό;
Έκανες το λάθος να ξεχάσεις το κινητό στο αθόρυβο ή να αφαιρεθείς και να μην απαντήσεις στο sms της μαμάς; Και σε ποιον δε έχει συμβεί. Πιο μεγάλο τρόμο στη ζωή σου δε θα έχεις αισθανθεί, απ’ το να πιάσεις κάποια στιγμή το τηλέφωνο στα χέρια και να βρεις καμιά εικοσαριά αναπάντητες κλήσεις. Λες «πάει τώρα, καταστρεφόμαστε, έχει βγει αληθινή η προφητεία του Νοστράδαμου».
Ας μη συζητήσω για τις επικές μάχες στο σπίτι,
που άφησες το ποτήρι πάνω στο καλό τραπεζομάντιλο χωρίς σουβέρ, που λέρωσες το κάλυμμα του καναπέ με σάλτσα, που έκαψες με τσιγάρο την κουρτίνα, που γέμισες όλο το σπίτι νερά μπαίνοντας με βρόμικα παπούτσια, που άφησες την κουζίνα Βιετνάμ στην προσπάθειά σου να μαγειρέψεις κάτι πρόχειρο, να σερβίρεις και να φας.
Πες την υπερβολική, ιδιόρρυθμη, υπερπροστατευτική, παράξενη, πες την όπως θες. Έχεις την αμέριστη συμπαράσταση και τους αγωνιστικούς χαιρετισμούς όλων μας.
Εν τω μεταξύ, δεν μπορείς και να την ανταλλάξεις κιόλας!
Όλες ίδιες είναι, καρμπόν ένα πράγμα. Άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο πάντως στο ίδιο μοτίβο κινούνται. Άσε που πάνω στην ανταλλαγή, μπορεί να σου τύχει και καμιά χειρότερη. Τη δική σου τη μαμά την έχεις συνηθίσει τουλάχιστον, ξέρεις πώς να τη χειριστείς μέσες-άκρες.
Μεταξύ μας, δεν το θες σε καμιά περίπτωση βέβαια. Μέσα σου ξέρεις ότι δεν υπάρχει άνθρωπος άλλος πάνω στον πλανήτη που να σε νοιάζεται τόσο όσο εκείνη.
Όλα εκείνα τα πρωινά που ξυπνούσες απ’ το άγριο χάραμα για το σχολείο, το πανεπιστήμιο, τη δουλειά, ήταν πάντοτε ξύπνια πολύ πριν από σένα, να ετοιμάσει το πρωινό σου, τα καθαρά και φρεσκοσιδερωμένα σου ρούχα, το κολατσιό σου, να σε περιμένει να φύγεις και να σε φιλήσει τόσο γλυκά, λες και δε θα σε ξαναέβλεπε ποτέ.
Όλα εκείνα τα απογεύματα που διάβαζες για τις εξετάσεις σου, που είχες πάρει υπέρογκη δουλειά απ’ το γραφείο, που ήσουν τσακωμένος με την καλή σου και στα πατώματα, που είχες χωρίσει απ’ τον έρωτα της ζωής σου και έλιωνες, που ήσουν με σαράντα πυρετό στο κρεβάτι, εκείνη ήταν πάντα εκεί, δίπλα σου, άγρυπνος φρουρός, με μια τρυφερή κουβέντα, μια χρήσιμη συμβουλή, ένα ζεστό φαγητό, ένα καυτό ρόφημα, μια τεράστια αγκαλιά.
Κι ας κατέληγε στο τέλος με το «στα ‘λεγα εγώ» ή «να την ακούς τη μανούλα».
Ακόμη κι όλα εκείνα τα βράδια που έλεγες «για ένα καφέ θα βγω, δε θ’ αργήσω»
κι επέστρεφες τύφλα την άλλη μέρα το πρωί στο σπίτι, τότε που έριχνε καρεκλοπόδαρα από βροχή κι είχες πάρει τ’ αμάξι για μια ρομαντική βόλτα με το κορίτσι σου, όταν κυκλοφορούσες μόνη σου στο δρόμο ή έπαιρνες ταξί το ξημέρωμα για να γυρίσεις μετά τη νυχτερινή σου έξοδο, όλες εκείνες τις στιγμές η μαμά σου μπορεί να σε τρέλαινε στα μηνύματα, στα τηλέφωνα ή και στις φωνές μόλις επέστρεφες σπίτι, αλλά ξέρεις ότι δεν είχε κοιμηθεί όλο το βράδυ, περιμένοντάς σε καρτερικά, αγωνιώντας αν θα επιστρέψεις ασφαλής..
Δεν έχει σημασία λοιπόν αν είσαι δεκαπέντε, είκοσι ή τριανταπέντε. Η μαμά μας θ’ ανησυχεί και θα γκρινιάζει πάντα, δες το σαν μέρος του ευρύτερου ρόλου της, σαν έναν ακόμη τρόπο να σου δείξει το ενδιαφέρον και την αγάπη της, που φυσικά είναι αδιαμφισβήτητα.
Τι νόημα έχει ν’ αντιδράσεις, ν’ αρπαχτείς ή να στραβώσεις μαζί της;
Αφού στην πρώτη αναποδιά σ’ εκείνη θα τρέξεις και το ξέρεις. Μ’ ένα της βλέμμα θα σου λύσει τις έγνοιες και τα προβλήματα στο λεπτό. Την ασφάλεια ότι για τα πάντα υπάρχει λύση κι ότι όλα θα πάνε καλά, δεν μπορεί κανένας άλλος επί Γης να στην εγγυηθεί και να ‘ναι πραγματικότητα.
Μανούλες, να μας γκρινιάζετε με το παραμικρό, για να είμαστε ήσυχοι ότι όλα λειτουργούν ρολόι. Τότε σας αγαπάμε ακόμη περισσότερο.
Γράφει η Κάτια Σκίτσου