Από την ΣΟΦΗ ΧΡΥΣΑΝΘΟΠΟΥΛΟΥ
Θυμάμαι τέτοιες μέρες όταν ήμουν μικρή που οι γειτονιές γέμιζαν παιδιά. Με το που ξημέρωνε η τελευταία μέρα του σχολείου, βάζαμε τα βιβλία στα ράφια, τις σχολικές τσάντες στις ντουλάπες και ξεχυνόμασταν στις αλάνες και τις γειτονιές. Από το πρωί μέχρι το βράδυ. Λες και έπρεπε να βγάλουμε τα σπασμένα όλης της χρονιάς. Λες και οι καλοκαιρινές διακοπές δεν θα κρατούσαν τρεις μήνες, αλλά μια τόση δα στιγμή.
Και η ατμόσφαιρα μύριζε ανεμελιά και πλημμύριζε με φωνούλες που τραγουδούσαν «Άκατα μάκατα σούκου τουμπέ, άμπε φάμπε ντομινέ…». Κάτι σαν τελετή έναρξης των καλοκαιρινών μας περιπετειών.
Γιατί ό,τι και να κάναμε, όποιο παιχνίδι και αν παίζαμε, έπρεπε να «τα βγάλουμε», για να χωριστούν οι ομάδες. Δίκαια πράγματα. Άσχετο αν τις περισσότερες φορές καταλήγαμε να τσακωνόμαστε και να φωνάζουμε «Δεν πάει!!!» προσπαθώντας απεγνωσμένα να βρούμε το δίκιο μας.
Οι περιπέτειες ήταν πολλές και με διαφορετικά ονόματα, ανάλογα με τα κέφια των πρωταγωνιστών. Μακριά γαϊδούρα, βαρελάκια, λαστιχάκι, μαντιλάκι, εφτάπετρο και η λίστα δεν είχε τέλος. Μας αρκούσαν μια μπάλα και ένα ζευγάρι γρήγορα πόδια.
Στη μακριά γαϊδούρα χωριζόμασταν σε δυο ομάδες. Οι παίκτες της μιας ομάδας στηνόμασταν στη σειρά ο ένας πίσω από τον άλλο, σκυμμένοι και προσπαθούσαμε να αντέξουμε το βάρος της άλλης ομάδας. Και όταν δεν τα καταφέρναμε σωριαζόμασταν κάτω γελώντας και πονώντας μαζί, γιατί κάθε φορά το πιο μεγαλόσωμο παιδί κατάφερνε να προσγειωθεί ανώμαλα στις πλατούλες του πιο μικροκαμωμένου.
Στα βαρελάκια προσπαθούσαμε να πηδήξουμε τα κουλουριασμένα σώματα των φίλων μας. Έτσι όμως και κάποιος ξεχνιόταν και δεν έσκυβε σωστά αφήνοντας το κεφάλι του εκτεθειμένο… το μετάνιωνε στην πορεία. Πόσες και πόσες γονατιές δεν είχαν φάει τα αφτιά μας!
Το λαστιχάκι πάλι ήταν παιχνίδι πιο «κοριτσίστικο». Αμερικάνικο ή γερμανικό, σημασία είχε να χοροπηδάμε στα σωστά βήματα και το λαστιχάκι να ανεβαίνει σιγά - σιγά από τον αστράγαλο στις μασχάλες.
Το αγαπημένο παιχνίδι όλων μας ήταν τα «αγαλματάκια». Αγαλματάκια αγέλαστα, αμίλητα, ακούνητα… μέρα ή νύχτα; Και αυτός που τα φυλούσε άνοιγε τα μάτια του και οι υπόλοιποι προσπαθούσαμε να μην κουνηθούμε, να μη μιλήσουμε, να μην ανασάνουμε.
Και πώς γινόταν και πάντα εκείνη τη στιγμή θέλαμε να φτερνιστούμε, να βήξουμε ή να ξυστούμε.
Γιατί όταν είναι να σε τσιμπήσει, το κουνούπι τους κανόνες του παιχνιδιού αψηφά. Και άντε πάλι τα «Δεν πάει» και οι φωνές.
Τα «αγαλματάκια» μπορούσαμε να τα παίζουμε όλη μέρα.
Ή τουλάχιστον μέχρι το τελευταίο φως της ημέρας. Γιατί τότε άρχιζαν την επίθεση τα κουνούπια. «Ξεκίνησε το λεφούσι».
Δεν ξέρω καν αν υπάρχει αυτή η λέξη, όμως εμείς στη γειτονιά έτσι φωνάζαμε τους φτερωτούς εισβολείς που έστηναν γλέντι όπου έβρισκαν. Πάνω σε χέρια, πόδια, μάγουλα.
Καμιά φορά περνάω από τη γειτονιά που μεγάλωσα και χαίρομαι τόσο πολύ όταν βλέπω να παίζουν ακόμα τα ίδια παιχνίδια που παίζαμε κι εμείς.
Όταν ακούω πάλι ξέγνοιαστες φωνές παιδιών που είναι έτοιμα να ανακαλύψουν τον κόσμο με τον δικό τους μοναδικό τρόπο.
Παιδιά που δεν φοβούνται να πέσουν, να χτυπήσουν, να ξανασηκωθούν. Παιδιά ευτυχισμένα, που όταν θα μεγαλώσουν θα είναι γεμάτα με τις πιο όμορφες αναμνήσεις.