Σελίδες

Saturday, 10 February 2018

Ο χαρακτήρας και η ηθική του Μεγάλου Αλεξάνδρου

«Ο Μέγας Αλέξανδρος» έργο του Rembrandt
Ένα α­πό τα μεγάλα θέ­μα­τα της ι­στορί­ας που α­πα­σχό­λη­σε την ιστο­ρική ε­πιστή­μη , ή­ταν ο χα­ρα­κτή­ρας και η η­θι­κή του Μεγά­λου Αλεξάνδρου. Από τους ι­στορι­κούς θε­ωρεί­ ται ο τέ­λειος εκ­πρόσωπος του ελλη­νικού με γα­λεί­ου. Ο Αλέξανδρος γεν­νή­θη­κε το 356 π. Χ. Ήταν γιος του Φι­λίπ­που που ή­ταν βα­σι­λιάς  της Μα­κε­δονίας.

Ε­κεί­νη την ε­πο­χή ο πνευ­μα­τι­κός κό­σμος της Α­θή­νας έ­ψα­χνε να βρει έ­ναν ι­κα­νό η­γέ­τη για να α­ντι­με­τω­πί­σει μια για πάντα τους Πέρ­σες. Ο ι­κα­νός η­γέ­της βρέ­θη­κε. Ή­ταν ο πα­τέ­ρας του Με­γά­λου Α­λεξάν­δρου. Αυ­τός ή­ταν ο ι­κα­νός και ο στρα­τός του ο κατάλλη­λος. Λό­γω του αιφ­νί­διου θα­νά­του του, την εκ­στρα­τεί­α την πραγ­μα­το­ποί­η­σε ο γιος του. Ο με­γά­λος αυ­τός Μα­κε­δό­νας α­να­γνω­ρί­ζε­ται καθο­λι­κά και θε­ω­ρεί­ται α­πό ό­λους τους ι­στο­ρι­κούς ως εκ­πο­λι­τι­στής των αρ­χαί­ων λα­ών της Α­να­το­λής, που έ­φε­ρε τα φώ­τα της ε­πι­στή­μης και της προ­ό­δου ως τα πέ­ρα­τα της Α­σί­ας, ι­δρύ­ο­ντας στο πέ­ρα­σμα του πό­λεις και οι­κι­σμούς που α­να­δεί­χτη­καν στη δια­δρο­μή των αιώ­νων πο­λι­τι­στι­κά κέ­ντρα α­πε­ριο­ρί­στου α­κτι­νο­βο­λί­ας.

Ο Μέ­γας Α­λέ­ξαν­δρος, δεν ή­ταν μο­νά­χα ο πιο με­γά­λος Στρα­τηγός, αλ­λά και ο πιο έ­ξυ­πνος και σο­φός πο­λι­τι­κός. Εί­χε δά­σκα­λο τον με­γά­λο Έλλη­να φι­λό­σο­φο Α­ρι­στο­τέ­λη. Ο τελευταίος έ­δω­σε πολ­λά στον Μέ­γα Α­λέ­ξαν­δρο. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ο Α­λέ­ξαν­δρος εί­ναι έ­νας άν­θρω­πος που οι συ­χνές του εμ­φα­νί­σεις μπρο­στά στα δι­κα­στή­ρια της ιστο­ρί­ας δεν κα­τόρ­θω­σαν να προ­κα­λέ­σουν ο­μό­φω­νη α­πό­φα­ση για λο­γα­ρια­σμό του. Ε­κεί­νο ό­μως που εί­ναι πα­σί­δη­λο γεγο­νός για αυ­τόν που δί­κα­ζε τον Α­λέ­ξαν­δρο εί­ναι ό­τι άλ­λα­ξε την ό­ψη του Ελ­λη­νι­κού και του Περ­σι­κού κό­σμου, ό­τι την ε­πο­χή του θα­νά­του του εί­χε ε­ξου­σί­α με­γα­λύ­τε­ρη α­πό κά­θε άλ­λον άν­θρω­πο της αρ­χαιό­τη­τας και ότι κα­νείς άλ­λος άν­θρω­πος σ’ ό­λη την ι­στο­ρί­α ε­κτός α­πό με­ρι­κούς ι­δρυ­τές θρη­σκειών, δεν έ­γι­νε α­πό τό­σους δε­κτός σαν υ­περ­φυ­σι­κό πλάσμα.

Α­πό τη στιγ­μή της γέν­νη­σης του θε­ω­ρή­θη­κε α­πό τους αν­θρώπους του πε­ρι­βάλ­λο­ντος του σαν γιος του ελ­λη­νο-αι­γυ­πτια­κού θε­ού Άμ­μω­νος- Διός.Πρέ­πει να υ­πήρ­χε στη φύ­ση του έ­να πο­λύ ι­σχυ­ρό στοι­χεί­ο μυ­στι­κι­σμού και θρη­σκευ­τι­κής ευ­λά­βειας. Άλ­λω­στε αυτό εί­ναι φα­νε­ρό για­τί σε κά­θε βή­μα του βλέ­που­με να θυ­σιά­ζει στους θε­ούς με α­λη­θι­νή έ­ξαρ­ση.

Ο Α­ρι­στοτέλης στη διάπλαση του χαρακτήρα του Αλεξάνδρου
Ο Α­ρι­στο­τέ­λης έ­κα­νε ό,τι μπο­ρού­σε για να εν­θαρ­ρύ­νει την α­γά­πη του νέ­ου Α­λέ­ξαν­δρου για τον Ό­μη­ρο, για­τί η Ι­λιά­δα ή­ταν έ­να εί­δος Βί­βλου για τους Έλ­λη­νες. Ο Α­λέ­ξαν­δρος τη χα­ρα­κτή­ρι­ζε ως α­πα­ραί­τη­το εγ­χει­ρί­διο του στρα­τιώ­τη κι έ­παιρ­νε πα­ντού ό­που πή­γαι­νε έ­να α­ντίτυ­πο διορ­θω­μέ­νο και σχο­λια­σμέ­νο α­πό τον Α­ρι­στο­τέ­λη, βά­ζο­ντας το κά­τω α­πό το προ­σκέ­φα­λο του τη νύ­χτα μα­ζί με το σπα­θί του. Υ­πο­στη­ρί­ζε­ται πως ή­ξε­ρε απ’ έ­ξω το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της και το α­να­γκαί­ο συ­μπέ­ρα­σμα εί­ναι πως θα ταύ­τι­ζε α­σφα­λώς τον ε­αυ­τό του με το κε­ντρι­κό πρό­σω­πο της Ι­λιά­δας, τον Α­χιλ­λέ­α, που η  ζω­ή του εί­χε έ­ντο­νη ο­μοιό­τη­τα με τη δι­κή του, πράγ­μα που ο παι­δα­γω­γός του Λυ­σί­μα­χος τον εί­χε κά­νει να πα­ρα­τη­ρή­σει.

Η οι­κο­γέ­νεια της μη­τέ­ρας του κα­τα­γό­ταν α­πό τον Α­χιλ­λέ­α και δεν α­πο­κλεί­ε­ται η Ο­λυ­μπιά­δα να ε­πω­φε­λή­θη­κε α­πό το γεγο­νός αυ­τό για να εν­θαρ­ρύ­νει το εν­δια­φέ­ρον του παι­διού της για τον Ο­μη­ρι­κό ή­ρω­α που το αί­μα του κυ­λού­σε στις δι­κές της φλέ­βες και ό­χι σ’ αυτές του Φι­λίπ­που. Η εκ­παι­δευ­τι­κή μέ­θο­δος του Α­ρι­στοτέ­λη έ­τει­νε στην α­νά­πτυ­ξη του προ­σω­πι­κού χα­ρα­κτή­ρα και στα δύ­ο χρό­νια που ε­πα­κο­λού­θη­σαν η προ­σω­πι­κό­τη­τα του πρί­γκι­πα ε­ξε­λί­χθη­κε γρή­γο­ρα, ό­πως θα έ­πρε­πε κα­νείς να το πε­ρι­μέ­νει α­πό έ­να δρα­στή­ριο νέ­ο.

Ο Α­λέ­ξαν­δρος έ­γι­νε πο­λύ κα­λός συ­νο­μι­λη­τής και συ­νή­θι­ζε να στέ­κε­ται όρ­θιος μιλώντας και συ­ζη­τώντας τό­ση ώ­ρα, ώ­στε όλος ο κό­σμος κου­ρα­ζό­ταν. Ή­ταν πά­ντα έ­τοι­μος να τρέ­ξει πίσω α­πό μια και­νού­ρια ι­δέ­α. Ή τον θέρ­μαι­νε μια κρυ­φή φλό­γα εν­θου­σια­σμού ή ξε­σπού­σε σε μια έ­κρη­ξη ε­νερ­γη­τι­κό­τη­τας. Γε­νι­κά βέ­βαια, είχε τη φή­μη αν­θρώ­που με αυ­το­κυ­ριαρ­χί­α, την οποία εί­χε α­πο­κτή­σει α­πό νω­ρίς. Αλ­λά ό­ταν οι ι­κα­νό­τη­τες του α­να­πτύ­χθη­καν, χά­ρις στην εν­θάρ­ρυν­ση και την πα­ρό­τρυν­ση του συ­στή­ματος που χρη­σι­μο­ποί­η­σε ο με­γά­λος δά­σκα­λος για να κά­νει πει­θαρ­χη­μέ­νους χαρα­κτή­ρες, η πρό­ο­δος του ση­μειω­νό­ταν με ξε­σπά­σμα­τα και ε­κρή­ξεις α­νταρ­σί­ας που συ­χνά ό­πως λέ­ει ο Πλού­ταρ­χος: «τις δη­μιουρ­γού­σε και ή­ταν α­πό­λυ­τα α­νί­κα­νος να υ­πο­φέ­ρει ο­ποιο­δή­πο­τε κα­τα­ναγκα­σμό».

Κά­πο­τε ο Α­ρι­στο­τέ­λης έ­κα­νε το σφάλ­μα να ρω­τή­σει με­ρι­κούς α­πό τους α­ρι­στο­κρα­τι­κούς μα­θη­τές του πώς θα με­τα­χει­ρί­ζονταν τον ί­διο, το γε­ρο­δά­σκα­λό τους, ό­ταν θα δια­δέ­χο­νταν τους γο­νείς τους. «Θα φρο­ντί­σω ό­λοι να σε σέ­βο­νται και να σε τι­μούν» εί­πε ένας, «θα εί­σαι ο κυ­ριό­τε­ρος σύμ­βου­λος μου» α­πά­ντη­σε ο άλ­λος. Ό­ταν το ε­ρώ­τη­μα τέ­θη­κε και στον Α­λέ­ξαν­δρο, ε­κεί­νος α­πά­ντη­σε με θυ­μό: «Με ποιο δι­καί­ω­μα μου κά­νεις τέ­τοιες ε­ρω­τή­σεις; Πώς μπο­ρώ να ξέ­ρω τι μας ε­πι­φυ­λάσ­σει το μέλ­λον; Δεν έ­χεις πα­ρά να πε­ρι­μέ­νεις και θα το δεις!!». Αυ­τή η α­πά­ντη­ση φαί­νε­ται πως ά­ρε­σε στον Α­ρι­στο­τέ­λη, «Κα­λά ει­πω­μέ­νο», φώ­να­ξε, «Μια μέ­ρα Α­λέ­ξαν­δρε θα γί­νεις πραγ­μα­τικά μεγάλος βα­σι­λιάς».

Ό­ταν ο Α­λέ­ξαν­δρος έ­φτα­σε στην ε­φη­βι­κή η­λι­κί­α κι άρ­χισε να βλέ­πει τρί­χες στο πη­γού­νι του έ­βα­ζε να τις ξυρίζουν και ό­ταν ή­ταν στα εικο­σιδύ­ο του, που θα έ­πρε­πε σύμ­φω­να με τους φυ­σι­κούς νόμους και κα­νό­νες της αν­δρι­κής μό­δας να έ­χει μια ω­ραί­α και μυ­τε­ρή γε­νειά­δα, αρ­κε­τά πυ­κνή, ε­κεί­νος ε­πέ­με­νε να δια­τη­ρεί χά­ρις στο ξυ­ρά­φι τη νε­α­νι­κή ό­ψη που οι άλ­λοι νέ­οι προ­σπα­θού­σαν να κρύ­ψουν με την πε­ρι­ποί­η­ση των τρι­χών.

Η εκ­κε­ντρι­κό­τη­τα της συ­μπε­ρι­φο­ράς του σ’ αυ­τόν τον το­μέ­α α­γνο­εί­ται συ­νή­θως α­πό τους ι­στο­ρι­κούς, για­τί τε­λι­κά έ­πει­σε τους φί­λους του να α­κο­λου­θή­σουν το πα­ρά­δειγ­μα του κι έ­κα­νε ακό­μα και τους στρα­τιώ­τες του να τον μι­μη­θούν, με το σο­βα­ρό πρό­σχη­μα πως η γε­νειά­δα έ­δι­νε μια λα­βή, απ’ ό­που ο ε­χθρός μπο­ρού­σε να αρ­πάξει τον α­ντί­πα­λο του σε μια μά­χη σώ­μα­ με σώ­μα. Ί­σως ό­μως θα έ­πρε­πε να σκε­φτού­με και τού­το το γε­γο­νός: Οι Αι­γύ­πτιοι ξυ­ρί­ζο­νταν πά­ντα. Τη φυ­σι­κή γε­νειά­δα τη θε­ω­ρού­σαν κά­τι βρώ­μικο, αλ­λά την τε­χνη­τή που την έ­δε­ναν στο πη­γού­νι, την εί­χαν για σύμ­βο­λο βα­σι­λι­κής και θε­ϊ­κής ι­διό­τη­τας. Ί­σως αυ­τό να σκέ­φτη­κε ο Α­λέξαν­δρος και να συλ­λο­γί­στη­κε πως θα ή­ταν προ­σβλη­τι­κή α­νωμα­λί­α να εμ­φα­νι­στεί έ­νας γιος του Άμ­μω­να α­ξύ­ρι­στος.

«Οι πα­λαί­μα­χοι του Φι­λίπ­που θα γε­λού­σαν βλέ­πο­ντας έ­ναν άν­θρω­πο της η­λι­κί­ας του χω­ρίς γέ­νεια. Ο Α­λέ­ξαν­δρος ό­μως κα­τόρ­θω­σε να κα­τα­κτή­σει τις καρ­διές τους με την πο­λε­μική του ι­κα­νό­τη­τα και τόλ­μη, κα­θώς πε­ρι­φρο­νού­σε τον θά­να­το.
Συγ­χρό­νως, γο­ή­τευε τους πιο καλ­λιερ­γη­μέ­νους νε­αρούς ευ­γε­νείς της α­κο­λου­θί­ας του με τα πνευ­μα­τι­κά, φι­λολο­γι­κά και καλ­λι­τε­χνι­κά του χα­ρί­σμα­τα. Αν και ή­ταν ε­λάχι­στα κο­σμι­κός, πο­λύ α­γνός, πο­λύ ε­γκρα­τής, πο­λύ αποστασιοποιημένος α­πέ­να­ντι στις τα­πει­νό­τητες της ζω­ής ή τις α­τι­μί­ες της, ή­ταν ωστόσο κα­λός απέναντι στους συ­ντρό­φους και συναγωνιστές του. Λέ­γο­ντας πως θα του ά­ρε­σε να εί­ναι Διο­γέ­νης, ί­σως δεν α­στειευό­ταν και πο­λύ» (Μέ­γας Α­λέ­ξαν­δρος, ARTHUR WEIGALL Πέλ­λα, Με­τά­φρα­ση: Σταύ­ρου Καρ­που­ρί­δη, Α­ΘΗ­ΝΑ σελ. 177-178).

Ο Α­λέξανδρος στην Τροία βλέπει τον εαυτό του καινούριο Αχιλλέα­
Ο Α­λέ­ξαν­δρος πριν ξε­κι­νή­σει απ’ τη Μα­κε­δο­νί­α για την Α­να­το­λή ορ­γά­νω­σε μια λα­μπρή γιορτή στο Δί­ον, στη Νό­τια Μα­κε­δο­νί­α, μια πό­λη η ο­ποί­α ή­ταν αφιε­ρω­μέ­νη στον Δί­α. Έ­γι­ναν α­γώ­νες, α­θλη­τι­κές ε­πι­δεί­ξεις και ιπ­πο­δρο­μί­ες. Έλαβαν χώρα θρη­σκευ­τι­κές τε­λε­τές και πλού­σιεςθυ­σί­ες προ­σφέρ­θη­καν στους θεούς.

Την τε­λευ­ταί­α νύ­χτα, ο Α­λέ­ξαν­δρος δέ­χτη­κε τους κυ­ριό­τερους πο­λι­τι­κούς πρέ­σβεις, στρα­τη­γούς και α­ξιω­μα­τι­κούς σε γεύ­μα σε μια με­γά­λη σκη­νή που εί­χε μέ­σα ε­κα­τό κρε­βά­τια. Λί­γο έ­πει­τα απ’ αυ­τές τις γιορ­τές, κά­τω απ’ τον κα­θα­ρό ή­λιο ε­νός α­πρι­λιά­τι­κου πρω­ι­νού, ο Α­λέ­ξαν­δρος α­ποχαι­ρέ­τη­σε τη μη­τέ­ρα του Ο­λυμπιά­δα και έ­φυ­γε για τον Ελ­λή­σπο­ντο, για να μην ξα­να­γυ­ρί­σει πο­τέ.
Διέ­σχι­σε τον Έ­βρο, για να κα­τα­λή­ξει τη χερ­σό­νη­σο της Καλλί­πο­λης, στο λι­μά­νι της Ση­στού, απ’ ό­που η α­πέ­να­ντι α­κτή των Δαρ­δα­νελ­λί­ων δεν α­πέ­χει πά­νω α­πό χί­λια πε­ντα­κό­σια μέ­τρα. Πριν μπει στο πλοί­ο, ε­πι­σκέ­φτη­κε κο­ντά στην α­κτή έ­να διάση­μο τύμ­βο και να­ό που εί­χε γύ­ρω του με­ρι­κές φτε­λιές μαγι­κής προ­έ­λευ­σης κι έ­δει­χνε τον τό­πο ό­που ή­ταν θαμ­μέ­νος ο Πρω­τε­σί­λα­ος. Αυ­τός ή­ταν ο πρώ­τος Έλ­λη­νας που πέ­θα­νε στον πό­λε­μο της Τροί­ας σκο­τω­μέ­νος ό­πως έ­λε­γαν απ’ τον Έ­κτο­ρα, τη στιγ­μή που πη­δού­σε στη γη απ’ το πρώ­το ελ­λη­νι­κό κα­ρά­βι, ε­πι­κε­φα­λής των Θεσ­σα­λών στρα­τιω­τών του. Ο Α­λέ­ξαν­δρος πρό­σφε­ρε θυ­σί­ες στη μνή­μη αυ­τού του ά­τυ­χου πο­λε­μι­στή και πα­ρα­κά­λε­σε τους θε­ούς να φα­νεί ο ί­διος τυ­χε­ρός ό­ταν θα πη­δού­σε απ’ το κα­ρά­βι του στην τρω­ι­κή α­κτή.

Το μυα­λό του ή­ταν γε­μά­το απ’ την Ι­λιά­δα του Ο­μή­ρου και μπο­ρού­σε ό­πως  προαναφέρθηκε να α­παγ­γεί­λει απ’ έ­ξω έ­να με­γά­λο μέ­ρος της. Έ­βλε­πε τον ε­αυ­τό του σαν και­νού­ριο Α­χιλ­λέ­α. 
Ό­ταν το κα­ρά­βι πλεύ­ρι­σε στην α­κτή της Τροί­ας, ο Α­λέ­ξαν­δρος ορ­θώ­θη­κε και έ­ρι­ξε έ­να α­κό­ντιο στις έ­ρη­μες α­κτές που α­πλώ­νο­νταν μπρο­στά του, σαν να ‘βλε­πε το στρα­τό-φά­ντα­σμα του βα­σι­λιά Πριάμου. Ή­ξε­ρε τι έ­κα­με και ή­θε­λε ν’ α­πο­δεί­ξει πως ή­ταν ο πραγμα­τι­κός κι ό­χι μό­νο ο ο­νο­μα­στι­κός αρ­χη­γός της εκ­στρα­τεί­ας. Ο χα­ρα­κτή­ρας του δεν του ε­πέ­τρε­πε να δα­νεί­ζε­ται α­πό άλ­λον τί­πο­τε, πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο τη δό­ξα.

Έ­πει­τα, έ­δω­σε δια­τα­γή στους ά­ντρες του ν’ α­πο­βι­βα­στούν και κα­θώς ήταν ε­ξαι­ρε­τι­κά θε­οσε­βής, δεδομένου ότι δεν υ­πήρ­χε ε­χθρός, έκανε μια θρησκευ­τι­κή τε­λε­τή και έδωσε εντολή να φτιά­ξουν οι στρατιώτες βω­μούς στο Δί­α, την Α­θη­νά και τον Η­ρα­κλή. Οι θε­οί που ε­πέ­λε­ξε ή­ταν ε­ξαι­ρε­τι­κά προ­σεγ­μέ­νοι και οι σύγ­χρο­νοι ιστο­ρι­κοί πρέ­πει να τους λά­βουν σο­βα­ρά υ­πό­ψη.
Ε­δώ στην Τροί­α τα ό­νει­ρα του νε­α­ρού Α­λέ­ξαν­δρου γί­νο­νταν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ορ­γά­νω­σε «με α­πό­λυ­τη σο­βα­ρό τη­τα θε­αμα­τι­κές θυ­σί­ες στη σκιά του Πριά­μου για να κα­τευ­νά­σει το δι­καιο­λο­γη­μέ­νο θυ­μό που θα έ­νιω­θε αυ­τός ο α­τυ­χής μο­νάρ­χης, για­τί ο Νε­ο­πτόλε­μος -πρό­γο­νος του Α­λε­ξάν­δρου- τον εί­χε σκο­τώ­σει.

Η α­να­βί­ω­ση, με τέ­τοια λα­μπρό­τη­τα, ε­νός θρυ­λι­κού πα­ρελ­θόντος, α­σφα­λώς εί­χε στρα­τη­γι­κούς λό­γους, δη­λα­δή να δια­γεί­ρει ως έ­να ση­μεί­ο τον πο­λε­μι­κό εν­θου­σια­σμό των στρα­τιω­τών, θυ­μί­ζο­ντας τους πως ή­ταν Έλ­λη­νες. Ταυ­τό­χρονα ό­μως θα ή­θε­λε να δεί­ξει ό­τι κά­τω α­πό την αρ­χη­γί­α ε­νός α­πο­γό­νου αυ­τών των Ελ­λή­νων, η ι­στο­ρί­α θα προ­μή­θευε σ’ έ­να μελ­λο­ντικό Ό­μη­ρο το υ­λι­κό ε­νός α­κό­μα πιο συ­γκλο­νι­στι­κού έ­πους.

Α­φού ε­πι­σκέ­φθη­κε και τί­μη­σε τον τά­φο του Αί­α­ντα, μί­λη­σε στους α­ξιω­μα­τού­χους της πε­ριο­χής για το σχέ­διο του να ξα­να­χτί­σει την Τροί­α και ν’ α­να­κου­φί­σει τους κα­τοί­κους α­πό τη φο­ρο­λο­γί­α.
Έ­νας α­πό τους κα­τοί­κους του Ι­λί­ου του πρό­σφε­ρε μια αρ­χαϊ­κή άρ­πα που ά­νη­κε άλ­λο­τε – ό­πως εί­πε στον Πά­ρη, τον γιο του Πριά­μου. Ο Α­λέ­ξαν­δρος δε δέ­χτη­κε το δώ­ρο λέ­γο­ντας πως θα’ ταν ευ­χά­ρι­στο να εί­χε την άρ­πα του Α­χιλ­λέ­α, του προ­γό­νου του, πα­ρά του Πά­ρη που ή­ταν άν­θρω­πος πο­λύ θη­λυ­πρε­πής και που η άρ­πα του δεν πα­ρου­σί­α­ζε κα­νέ­να εν­δια­φέ­ρον για έ­ναν στρα­τιώ­τη.

Η μεγαλοφυία και η προσωπικότητα του
Ό­ταν το 336 π.Χ. ο Α­λέ­ξαν­δρος α­νέ­βη­κε στο θρό­νο της Μα­κε­δο­νί­ας, βρι­σκό­ταν στο ει­κο­στό πρώ­το έ­τος του και δώ­δε­κα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, ό­ταν πέ­θα­νε σε μια η­λι­κί­α ό­που οι πε­ρισσό­τε­ροι με­γά­λοι ά­ντρες βρί­σκο­νται α­κό­μη στο κα­τώ­φλι της κα­ριέ­ρας τους, ό­χι μό­νο εί­χε κα­τα­κτή­σει τον αρ­χαί­ο κό­σμο της ε­ποχής του , αλ­λά τον εί­χε θέ­σει σε πε­ρι­στρο­φή γύ­ρω α­πό έ­ναν και­νού­ριο ά­ξο­να (J.F.C. FULLER, Ι­διο­φυ­ής στρα­τη­γι­κή του Με­γά­λου Α­λε­ξάν­δρου, με­τάφ. Κ. Κο­λιό­πουλος σελ. 102).

Η ό­λη με­τέ­πει­τα πο­ρεί­α της ι­στο­ρί­ας, η πο­λι­τι­κή και η πο­λι­τι­σμι­κή ζω­ή των κα­το­πι­νών ε­πο­χών δεν μπο­ρούν να κατανοηθούν ξε­χω­ρι­στά α­πό την κα­ριέ­ρα του Α­λέ­ξαν­δρου. Αιώ­νες με­τά το θά­να­το του ο Αππια­νός ο Α­λε­ξάν­δρειος πα­ρο­μοί­ω­σε τη σύ­ντο­μη βα­σι­λεί­α του με τη «φω­τει­νή λάμ­ψη της α­στρα­πής». Μια λάμ­ψη πραγ­μα­τι­κά εκ­θαμ­βω­τι­κή. Ή­ταν ένας άν­θρω­πος ε­ντε­λώς δέ­σμιος της μοίρας του και α­πο­λύ­τως α­φο­σιω­μέ­νος στο έρ­γο του. Οι φυ­σι­κές α­πο­λαύ­σεις πλην του κυ­νη­γιού, λί­γο τον εν­διέ­φε­ραν.

Με την εξαί­ρε­ση της α­γά­πης προς τη μη­τέ­ρα του και την τρο­φό του, πο­τέ δε γο­η­τεύ­τη­κε α­πό κα­μιά γυ­ναί­κα και πα­ρό­τι νυμ­φεύ­θη­κε δύ­ο φο­ρές και οι δύ­ο γά­μοι του ή­ταν πο­λι­τι­κής και ό­χι ρο­μαντι­κής φύ­σης. «Πο­τέ δεν εί­χε ε­ρω­μέ­νη, ού­τε ή­ταν α­νί­κα­νος, ού­τε ο­μο­φυ­λό­φι­λος ό­πως οι ε­πι­κρι­τές του διέ­δω­σαν για να τον δυ­σφη­μί­σουν (FULLER σελ. 103). Στην αρ­χαιό­τη­τα κα­νείς δεν ι­σχυ­ρί­στη­κε ό­τι η πο­λύ στε­νή του φι­λί­α με τον Η­φαι­στί­ω­να εί­χε σε­ξουα­λι­κό χα­ρακτή­ρα. Και δεν μπο­ρεί να υ­πάρ­χει σή­με­ρα αμ­φι­βο­λί­α γι’ αυ­τό το ζή­τη­μα (ARTHUR WEIGALL, Μέ­γας Α­λέξαν­δρος σελ. 207). Οι ε­πι­κρι­τές του η­θε­λη­μέ­να νο­μί­ζω α­φαι­ρούν την πα­ρά­με­τρο ότι ο Μέ­γας Α­λέ­ξαν­δρος εί­χε πρό­τυ­πο τον Α­χιλ­λέ­α που ή­ταν ο προ­γο­νός του και εί­χε πι­στό φί­λο τον Πά­τρο­κλο. Ε­πί­σης η­θε­λη­μέ­να α­φαι­ρούν κι άλ­λη πα­ρά­με­ τρο. Ο Α­ρι­στο­τέ­λης δί­δα­ξε στο νε­α­ρό Αλέ­ξαν­δρο την α­ξί­α της φι­λί­ας.

Οι ε­πι­κρι­τές του λοι­πόν, ε­πα­να­λαμ­βά­νω η­θε­λη­μέ­να, δεν επι­ση­μαί­νουν την υ­πο­τα­γή των σω­μα­τι­κών εν­στί­κτων στο έρ­γο του που τον ξε­χώ­ρι­σε α­πό τους κοι­νούς αν­θρώ­πους και τον το­ πο­θέ­τη­σε στη μι­κρή ε­κεί­νη ο­μά­δα των σπά­νιων και α­νώ­τε­ρων α­τό­μων, των ο­ποί­ων η σι­δε­ρέ­νια θέ­λη­ση, ο αυ­το­έ­λεγ­χος και η α­φο­σί­ω­ση στο έρ­γο της ζω­ής τους μα­γνη­τί­ζουν όλους ό­σους έρ­χο­νται σε ε­πα­φή μα­ζί του. Ο Α­λέ­ξαν­δρος εί­χε μια ψυ­χή που τολ­μού­σε, γι’ αυ­τό και σφρα­γί­ζει το τέ­λος μιας ι­στο­ρι­κής πε­ριό­δου και την α­παρ­χή μιας άλ­λης.

Ό­λοι οι λα­οί που «κα­τέ­κτη­σε» έ­βλε­παν ό­τι ό­χι μό­νο ή­ταν βα­σι­λιάς αλ­λά και θε­ός. «Η έμ­φυ­τη αί­σθη­σή του για τη βα­σι­λεί­α, μια βα­σι­λεί­α που βα­σι­ζό­ταν ό­χι στη δύ­να­μη αλ­λά στην ευ­γέ­νεια του πα­ρου­σια­στι­κού, στην ιπ­πο­τι­κή συ­μπε­ρι­φο­ρά και στο να ζει κανείς ό­πως έ­πρε­πε να ζει έ­νας βα­σι­λιάς, βά­ρυ­νε πά­νω α­πό κά­θε πρά­ξη της εκ­πλη­κτι­κής του κα­ριέ­ρας. «Θε­ω­ρού­σε πε­ρισσό­τε­ρο βα­σι­λι­κό», γρά­φει ο Πλού­ταρ­χος, «να κα­τα­κτά τον ε­αυ­τό του πα­ρά να κα­τα­κτά άλ­λους».
Ο Α­λέ­ξαν­δρος ή­ταν γεν­νη­μέ­νος να γί­νει βα­σι­λιάς. Ό­ταν κά­ποιοι φί­λοι του που γνώ­ρι­ζαν ό­τι ή­ταν γρή­γο­ρος στα πό­δια, τον πα­ρό­τρυ­ναν να τρέ­ξει μα­ζί τους στους Ο­λυ­μπια­κούς α­γώ­νες -στους οποίους λάμ­βα­ναν μέ­ρος μό­νο Έλ­λη­νες- η α­πά­ντη­ση του ή­ταν ό­τι θα έ­τρε­χε, μό­νο αν συ­να­γω­νι­ζό­ταν με βα­σι­λιά­δες.

Α­πό τις πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις που δια­φαίνεται η βασιλική του νοοτροπία και η ιπ­πο­τι­κή του συ­μπε­ρι­φο­ρά α­πέ­να­ντι στους ε­χθρούς του, οι πα­ρα­κά­τω εί­ναι α­ξιο­ση­μεί­ω­τες: Ό­ταν με­τά τη νί­κη της Ισ­σού έ­μα­θε ό­τι η Σι­σύ­γαμ­βις η μη­τέ­ρα του Δα­ρεί­ου, η γυ­ναί­κα και τα παι­διά του εί­χαν συλ­λη­φθεί και θρη­νού­σαν τον υ­πο­τι­θέ­με­νο θά­να­το του, έ­στει­λε τον Λε­ονά­το να τις πλη­ρο­φο­ρή­σει ό­τι ο Δα­ρεί­ος ή­ταν α­κό­μη ζω­ντανός και ό­τι αυ­τές «θα δια­τη­ρού­σαν τη θέ­ση και την α­κο­λου­θί­α που ταί­ρια­ζε στο βα­σι­λι­κό τους α­ξί­ω­μα, κα­θώς και τον τίτλο των βα­σι­λισ­σών.

Ό­ταν την ε­πό­μενη μέ­ρα μα­ζί με τον Η­φαιστί­ω­να, τον πιο α­γα­πη­μέ­νο του φί­λο, ο Α­λέ­ξαν­δρος ε­πι­σκέ­φθη­κε τη Σι­σύ­γαμ­βι και αυ­τή, συγ­χέ­ο­ντας τον Η­φαιστί­ω­να με τον βα­σι­λιά τον προ­σκύ­νη­σε και ντρά­πη­κε ό­ταν ανα­κά­λυ­ψε το λά­θος της, ο Α­λέ­ξαν­δρος, με σε­βα­σμό και ευ­γένεια, την έ­κα­νε να το ξε­πε­ρά­σει. Την πή­ρε α­πό το χέ­ρι και ση­κώ­νο­ντας τη στα πό­δια της, της εί­πε: «Δεν έ­κα­νες λά­θος, μητέρα, για­τί κι αυ­τός ο άν­δρας εί­ναι Α­λέ­ξαν­δρος».

Αρ­γό­τε­ρα ό­ταν βρή­κε το πτώ­μα του δο­λο­φο­νη­μέ­νου Δα­ρεί­ου, το έ­στει­λε στην Περ­σέ­πο­λη «με δια­τα­γές να τα­φεί στο βα­σι­λι­κό τά­φο ό­πως εί­χαν τα­φεί όλοι οι άλ­λοι Πέρ­σες βα­σι­λιά­δες». Έ­δει­ξε τον ί­διο σε­βα­σμό για τη βα­σι­λική εξουσία, ό­ταν με το που ε­πέ­στρε­ψε α­πό την Ιν­δί­α α­να­κά­λυ­ψε ό­τι κα­τά τη διάρ­κεια της α­που­σί­ας του ο τύμ­βος του Κύ­ρου, του ι­δρυ­τή της περ­σικής αυ­το­κρα­το­ρί­ας, εί­χε συ­λη­θεί. Α­μέ­σως διέ­τα­ξε τον ι­στο­ρι­κό Α­ρι­στό­βουλο να ε­πι­διορ­θώ­σει τη ζη­μιά, να α­ντι­κα­τα­στή­σει τους κλεμ­μέ­νους θη­σαυ­ρούς με α­ντί­γρα­φα, να φρά­ξει την εί­σο­δο του τύμ­βου και να θέ­σει τη βα­σι­λι­κή σφρα­γί­δα πά­νω σε σκυ­ρό­δε­μα.

Κα­τά τον J.F.C. FULLER, α­πό ό­λες του τις πρά­ξεις η πλέ­ον τυπική της βασιλικής του νοοτροπίας εί­ναι η με­τα­χεί­ρι­ση που ε­πι­φύ­λαξε στον Πώ­ρο τον ο­ποί­ο ε­νί­κη­σε στις ό­χθες του πο­τα­μού Υ­δάσπη (Τζε­λούμ). Ό­ταν ο Α­λέ­ξαν­δρος τον ρώ­τη­σε τι εί­δους με­τα­χεί­ρι­ση ή­θε­λε, ο Πώ­ρος α­πά­ντη­σε: «Με­τα­χει­ρί­σου με, ω Α­λέ­ξαν­δρε, με βα­σι­λι­κό τρό­πο!» Ο Α­λέ­ξαν­δρος ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος α­πά­ντη­σε: «Σε ό, τι με α­φο­ρά, ω Πώ­ρε,τέ­τοια με­τα­χεί­ρι­ση θα έ­χεις, για σέ­να ό­μως, αυ­τό που ζη­τάς εί­ναι αυ­τό που σε ευ­χα­ρι­στεί». Αλ­λά ο Πώ­ρος εί­πε πως ό­λα αυ­τά πε­ριλαμ­βά­νο­νται σε αυ­τό. Ο Α­λέ­ξαν­δρος, α­κό­μη ευ­χα­ρι­στη­μέ­νος α­πό αυ­τή τη δή­λωση, ό­χι μό­νο του πα­ρα­χώ­ρη­σε την ε­ξου­σί­α στους Ιν­δούς του, αλ­λά πρό­σθε­σε κι άλ­λη μια χώ­ρα. Έ­τσι με­τα­χει­ρί­στη­κε το γεν­ναί­ο άν­δρα με βα­σιλι­κό τρό­πο και ε­φε­ξής τον βρή­κε πι­στό σε ό­λα.

Η η­θι­κή α­ρε­τή που τον διέ­κρι­νε κα­τά τον πλέ­ον ξε­κά­θα­ρο τρό­πο α­πό τους συ­ναν­θρώ­πους του ή­ταν η συ­μπό­νια του προς τους άλ­λους. «Εί­ναι δύ­σκο­λο να κα­τα­νο­ή­σει κα­νείς, γρά­φει ο Tarn, πό­σο πα­ρά­δο­ξη είναι αυ­τή η ι­διό­τη­τα της συ­μπόνιας» . Η ευσπλαχνία του αντι­κα­το­πτρί­ζε­ται με τον κα­λύ­τε­ρο τρό­πο στη συ­μπε­ρι­φο­ρά του α­πέ­να­ντι στις γυ­ναί­κες, οι ο­ποί­ες σε ό­λες σχε­δόν τις ε­πο­χές θε­ω­ρού­νταν το νό­μι­μο λά­φυ­ρο του στρα­τιώ­τη. Ό­χι μό­νο ε­πέ­δει­ξε βα­σι­λι­κό σε­βα­σμό α­πέ­να­ντι στις αιχ­μά­λω­τες της οι­κο­γέ­νειας του Δα­ρεί­ου, αλ­λά α­πε­χθά­νο­νταν το βια­σμό και τη βί­α που στην ε­πο­χή του ή­ταν οι­κου­με­νικά συ­μπα­ρο­μαρ­τού­ντα του πο­λέ­μου.

Σε μια πε­ρί­πτω­ση, ό­ταν έ­μα­θε ό­τι δύ­ο Μακε­δό­νες της διοί­κη­σης του Παρ­με­νί­ω­να εί­χαν δια­φθεί­ρει τις συ­ζύ­γους ο­ρι­σμέ­νων μι­σθο­φό­ρων, έ­γρα­ψε στον Παρ­με­νί­ω­να δια­τάσ­σο­ντάς τον: «Στην πε­ρί­πτω­ση που οι άν­δρες κα­τα­δικα­στούν, να τους τι­μω­ρή­σει και να τους θα­να­τώ­σει σαν ά­γρια θη­ρί­α που γεν­νήθη­καν για την κα­τα­στρο­φή των αν­θρώ­πων». Σε μια άλ­λη πε­ρίπτω­ση, ό­ταν ο Ατρο­πά­της, αντι­βα­σι­λιάς της Μη­δί­ας, του έ­στει­λε ως δώ­ρο ε­κα­τό κο­πέ­λες, ε­ξο­πλι­σμέ­νες ως ιπ­πείς, ο Α­λέ­ξαν­δρος τις έ­διω­ξε α­πό το στρα­τό, έ­τσι ώ­στε να μην α­πο­πει­ρα­θούν να τις βιά­σουν οι Μα­κε­δό­νες ή οι βάρ­βα­ροι. Κα­τά την υπο­τι­θέ­με­νη λε­η­λα­σί­α της Περ­σέ­πο­λης διέ­τα­ξε «τους άν­δρες να σε­ βα­στούν τα πρό­σω­πα των γυ­ναι­κών και να μην πει­ρά­ξουν τα στο­λί­δια τους.

Ο Αρ­ρια­νός -εύ­στο­χα πι­στεύ­ω- έ­χει να πει γι’ αυ­τόν ως άν­δρα και ως στρα­τιώ­τη: «Ή­ταν πο­λύ ό­μορ­φος στο πα­ρου­σια­στικό και α­φιε­ρω­μέ­νος στην ά­σκη­ση, πο­λύ ε­νερ­γη­τικός στο πνεύ­μα, πο­λύ η­ρω­ι­κός στο θάρ­ρος, πο­λύ στα­θε­ρός στην τι­μή, α­γα­πού­σε πο­λύ τον κίν­δυ­νο και τη­ρού­σε αυ­στη­ρά τα κα­θή­κο­ντα του προς τους θε­ούς.
Ως προς τις α­πο­λαύ­σεις του σώ­μα­τος είχε πλή­ρη αυ­το­έ­λεγ­χο και γι’ αυ­τές του πνεύ­μα­τος ο έ­παι­νος ή­ταν η μό­νη για την ο­ποί­α ή­ταν α­κό­ρεστος.
Εί­χε εκ­πλη­κτι­κή ο­ξυ­δέρ­κεια στο να α­να­γνω­ρί­ζει τι έ­πρε­πε να γί­νει, όταν άλ­λοι ε­ξα­κο­λου­θού­σαν να βρί­σκο­νται σε α­βε­βαιό­τη­τα και διέ­βλε­πε με με­γά­λη ε­πι­τυ­χί­α α­πό την πα­ρα­τή­ρη­ση των γε­γο­νό­των το τι ή­ταν πι­θα­νό να συμ­βεί.
Ή­ταν πι­στός στις συμ­φω­νί­ες και στους δια­κα­νο­νι­σμούς που εί­χε συ­νά­ψει κα­θώς και φει­δω­λός στη δα­πά­νη χρη­μά­των για την ι­κα­νο­ποί­η­ση των δι­κών του απο­λαύ­σε­ων, ξό­δευε ό­μως α­φεί­δω­λα χά­ρη των συ­ντρό­φων του».

Ο Πλού­ταρ­χος μας πα­ρέ­χει την πα­ρα­κά­τω πε­ρι­γρα­φή της καθη­με­ρι­νής του ζω­ής, ό­ταν δεν βρι­σκό­ταν σε εκ­στρα­τεί­α: Τις μέ­ρες της α­νά­παυ­σης α­φού ση­κω­νό­ταν και προ­σέ­φε­ρε θυ­σί­ες στους θε­ούς, α­μέσως κα­θό­ταν και έ­τρω­γε περ­νώντας την η­μέ­ρα του με το κυ­νή­γι, το γρά­ψι­μο, τις δί­κες, την τα­κτο­ποί­η­ση πο­λε­μι­κών υπο­θέ­σε­ων και το διά­βα­σμα. Αν εί­χε πο­ρεί­α ό­χι ε­πεί­γου­σα, μά­θαι­νε βα­δί­ζο­ντας εί­τε το­ξο­βο­λί­α εί­τε να α­νε­βαί­νει και να κα­τε­βαί­νει σε άρ­μα που βρι­σκό­ταν σε κί­νηση».

Συ­μπεράσματα­
Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, η δια­γωγή και ο χα­ρα­κτή­ρας του Με­γά­λου Α­λε­ξάν­δρου υ­πα­γο­ρευό­ταν από τρεις δια­φο­ρε­τι­κές κα­τη­γο­ρί­ες γε­γο­νό­των, που η κα­θε­μιά τους α­ντι­στοι­χού­σε σε ο­ρι­σμέ­νες φυ­σι­κές του κλί­σεις.

Πρώ­τα απ’ όλα ή­ταν, προς με­γά­λη του ευ­χαρί­στη­ση, ο α­πλός στρα­τιώ­της της τρα­χιάς Μα­κε­δο­νί­ας, ο αρ­χη­γός της μά­νας των ρι­ψο­κίν­δυ­νων ε­ταί­ρων, γε­μά­τος πο­λε­μι­κά τραύ­μα­τα, η­λιο­ψη­μέ­νος α­πό τους και­ρούς, έ­νας άν­θρω­πος που δού­λευε σκλη­ρά κι έ­πι­νε πο­λύ, προ­σι­τός σε ό­λους, δη­μο­κρά­της, πραγ­μα­τι­κά κα­λός για τους φί­λους και ά­γριος για τους εχθρούς του.
Έ­πει­τα ή­ταν η­γε­μό­νας της Α­σί­ας, βα­σι­λιάς της Βα­βυ­λώ­νας, Φα­ρα­ώ της Αι­γύ­πτου, γιος του Άμ­μω­να Δί­α και θρή­σκος. Τέ­λος ή­ταν ο Αρ­χι­στρά­τη­γος των Ελ­λή­νων, έ­νας Έλ­λη­νας καλ­λιερ­γη­μέ­νος, μορ­φω­μέ­νος, η­ρω­ι­κός με ο­μη­ρι­κό τρό­πο, ε­ρα­στής του κά­θε πράγ­μα­τος που α­ντι­προ­σώ­πευε την Α­θή­να, πνεύ­μα ευ­ρύ, λο­γι­κό και δι­πλω­μα­τι­κό.

Ο Μέ­γας Α­λέ­ξαν­δρος δεν πε­ριο­ρί­στη­κε στο να υ­πο­τά­ξει μό­νο τους αρχαί­ους λα­ούς που κυ­ρί­ε­ψε τις χώ­ρεςτους και να γίνει κα­τα­κτη­τής και τύ­ραν­νος, αλ­λά ε­ξόρ­μη­σε στην Α­να­το­λή για να τι­μω­ρή­σει τους με­γά­λους ε­χθρούς του Ελ­λη­νι­σμού, τους Πέρ­σες, α­πε­λευ­θε­ρώ­νο­ντας συγ­χρό­νως τους λα­ούς α­πό τους διά­φο­ρους τυ­ράν­νους που τους κυ­βερ­νού­σαν και τους κα­ταδυ­νά­στευαν. Τους έ­μα­θε έ­να νέ­ο τρό­πο ζω­ής με σε­βα­σμό στα δι­καιώ­μα­τα του κά­θε πο­λί­τη.

του υποστρατήγου ε.α. Γεωργίου Βασιλείου

ΒΙ­ΒΛΙΟ­ΓΡΑ­ΦΙΑ
  • Ο Μέ­γας Α­λέ­ξαν­δρος και η Ελ­λη­νι­στι­κή Αυτο­κρα­το­ρί­α βι­βλιο­θή­κη Ελ­λή­νων και ξέ­νων συγ­γρα­φέ­ων, τό­μοι 81– 82. Με­τά­φρα­ση Α­λε­ξάν­δρου Κο­τζιά, εκ­δό­σεις Γα­λα­ξί­α, Α­θή­να 1963.
  • Μέ­γας Α­λέ­ξαν­δρος ARTHUR WEIGALL, εκ­δό­σεις Πέλ­λα Με­τά­φρα­ση, Σταύ­ρου Κα­μπουρί­δη, Α­θή­να.
  • Μα­κε­δό­νες Πο­λέ­μαρ­χοι Συ­μπο­λε­μι­στές του Α­λέξαν­δρου, Ι. Τσι­μπου­κί­δης, εκ­δό­σεις Κα­λέ­ντης, Α­θή­να.
  • Μέ­γας Α­λέ­ξαν­δρος και Ιού­λιος Καί­σαρ, βι­βλιο­θή­κη με­ταφρά­σε­ων Αρ­χαί­ων Ελ­λή­νων συγ­γρα­φέ­ων, Α­θή­να 1932.
  • Ι­στο­ρί­α του Ελ­λη­νι­κού Έ­θνους, Τό­μος Δ’ Εκδο­τι­κή Α­θη­νών.
  • Η πλα­στο­γρά­φη­ση της ι­στο­ρί­ας της Μα­κε­δονί­ας, Νι­κο­λά­ου Μάρ­τη Ευ­ρω­εκ­δο­τι­κή, Α­θή­να. 
  • Μα­κε­δο­νί­α, Μα­κε­δο­νι­κός Α­γώ­νας, Κ. Δού­φλια.
  • J.F.C. FULLER, Η ι­διο­φυ­ής Στρα­τη­γι­κή του Μεγ. Α­λε­ξάν­δρου, Με­τά­φρα­ση Κ. Κο­λιό­που­λος εκ­δό­σεις Ποιό­τη­τα.
  • Ο Φί­λιπ­πος Β’, ο Μέ­γας Α­λέ­ξαν­δρος και η Μεγά­λη Ι­δέ­α του Ελ­λη­νι­σμού της αρ­χαιότη­τας, Α­ΤΕbank, εκ­δό­σεις Α­πο­γευ­ματι­νή
Πηγή: ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ (pdf)
Αντιγραφή Μέλια, για το ιστολόγιο Αβέρωφ

Ο Αρριανός έγραψε για τον Μέγα Αλέξανδρο.
«κάλλιστος και οξύτατος γενόμενος»
«τη γνώμη ανδρειότατος και φιλοκινδυνότατος»,
«ευσεβής, εγκρατής, εμπειρότατος».
Δεν ξόδευε χρήματα για να γλεντήσει ο ίδιος, «αφθονότατος» για να κάνει το καλό.
Έγινε βασιλιάς σε ηλικία 20 ετών και έκανε λάθη, όπως πολλοί βασιλιάδες. Μετανόησε μόνο αυτός για τα λάθη του, επειδή ήταν γενναίος.
Τα συμπόσια τα έκανε για τους φίλους του και όχι για τον εαυτό του.
Λέει ο Αρριανός: «ουκ αισχύνομαι θαυμάζω τον Αλέξανδρο» και «τα έργα του εκάκκισα και για να ωφεληθώ και για να ωφελήσω τους ανθρώπους».

Ο Πλούταρχος αναφέρει:
Ο Αλέξανδρος ήταν και φιλόλογος και φιλομαθής και φιλαναγνώστης.
Μελετούσε την Ιλιάδα και το βιβλίο αυτό το έβαζε κάτω από το προσκέφαλό του.
Όταν είχε νικήσει τους Πέρσες έπιασε ως αιχμαλώτους τη μητέρα, τη γυναίκα και τις κόρες του Δαρείου. Εκείνες έκλαιγαν νομίζοντας πως ο Δαρείος ήταν νεκρός. Δεν ήταν νεκρός. Είχε διαφύγει. Είπε στις αιχμάλωτες βασίλισσες, μέσω αξιωματικών του, πως θα έχουν ό,τι τιμές είχαν και επί Δαρείου. Η βασιλικώτατη χάρις του Αλέξανδρου ήταν να μην περάσουν κάτι το αισχρό. Τις σεβάστηκε όλες και τις έβαλε σε Παρθενώνες και διέταξε να τις προσέχουν χωρίς να τους λείπει οτιδήποτε και χωρίς να τις πειράξει οποιοσδήποτε.
Όταν ο ναύαρχός του Φιλόξενος και ο Άγνων(στρατηγός;) του πρότειναν να του προσφέρουν 2 και 1 αντίστοιχα εύρωστους νέους για να διασκεδάζει μαζί τους, το αρνήθηκε κατηγορηματικά (Πλούταρχος).
Ήταν εγκρατής (γαστρός εγκρατέστατος). Του πρότειναν να του φέρουν τους καλύτερους μάγειρες για να του ετοιμάσουν ωραιότατα φαγητά. Και ο Αλέξανδρος (έχοντας στο νου του, τις συμβουλές του παιδαγωγού του Λεωνίδα) απάντησε λέγοντας: «προς το μεν το άριστον νυκτοπορία, προς δε το δείπνο ολιγορεσίου».
Εξαφάνιζε τα πολυτελή στρώματα. Δεν είχε αγγίξει ούτε ένα από τα λάφυρά του. Κάποτε οι αξιωματικοί του, του πήγαν ένα κιβώτιο «ουδέν πολυτελέστερο, ουδέν εξαίσιο». Παραδόξως το πήρε και... έβαλε μέσα την Ιλιάδα.
Του είπαν οι στρατηγοί του να επιτεθεί νύχτα για να νικήσει τον εχθρό και απάντησε :«ου κλέπτω την νίκην» και πολέμησε την ημέρα.
Πήγαινε και συζητούσε με την ηλικιωμένη μητέρα του Δαρείου και όχι με τη γυναίκα του Δαρείου.
Άλλαξε τη δίαιτά του και τη συμπεριφορά του. Διότι θεωρούσε ότι έτσι θα άλλαζε τους κατακτημένους λαούς και όχι με τη βία. Πήρε 30.000 παιδιά και τους έμαθε να μιλούν την ελληνική γλώσσα.
Οι Πέρσες τον «υπερηγάπησαν» όταν παντρεύτηκε τη Ρωξάνη με κανονικό γάμο, επειδή τη σεβάστηκε και ήταν σύμφωνος με τον νόμο.
Η μάνα του Δαρείου πέθανε από τη στενοχώριά της, όταν πέθανε ο Αλέξανδρος (και όχι όταν πέθανε ο γιος της Δαρείος). Δεν έφαγε τίποτε για μία εβδομάδα και ... πέθανε.
Το Χαμομηλάκι

No comments:

Post a Comment