Η Διεθνής Ημέρα Ανεκτικότητας καθιερώθηκε στις 16 Νοεμβρίου του 1995 από
την UNESCO προκειμένου να ευαισθητοποιήσει την παγκόσμια κοινή γνώμη
για την ανάγκη αποδοχής του διαφορετικού στις ανθρώπινες σχέσεις.
Προστίθεται ότι «η ημέρα αυτή πρεσβεύει την αποδοχή, τον σεβασμό και την
καταπολέμηση κάθε στερεότυπης αντίληψης και δεισιδαιμονίας για το
«διαφορετικό».
Αντιγράφουμε από το άρθρο του Γιώργου Κουτσαντώνη και Μιχάλη Θεοδοσιάδη, με τίτλο «Η ελληνική ανεκτικότητα και η ρητορική της δημοφοβίας»:
«Τόσο στην Ελλάδα της κρίσης, όσο και πριν η οικονομική κατάρρευση σαρώσει τη χώρα, συναντά κανείς περιπτώσεις δημόσιων προσώπων και γνωστών διανοούμενων, που μέσα από τα βιβλία τους, την αρθρογραφία τους και τις ομιλίες τους, χαρακτηρίζουν τους Έλληνες «κλειστόμυαλους» και μη ανεκτικούς. Για αυτούς, ο μέσος Έλληνας παραμένει προσκολλημένος στο οικογενειακό μοντέλο και στη λεγόμενη «παρωχημένη κοινωνία» που «διέπεται από απαρχαιωμένες της αξίες», αρνούμενος πεισματικά να δεχθεί την εξέλιξη, την πρόοδο και την «πορεία προς τα εμπρός». Αυτή την αντίληψη, αναφορικά με την ελληνική πραγματικότητα, συναντά κανείς ακόμα και σε πλατιά τμήματα της ίδιας της κοινωνίας, εφόσον έχει γίνει κοινός τόπος σε αρκετούς συμπολίτες μας η δήθεν «αναγκαιότητα να εκμοντερνιστούμε», πάντα στα πρότυπα των δυτικών μητροπόλεων. Αυτή η προσέγγιση, κατά βάση, πηγάζει από την εξιδανίκευση του βορειοευρωπαϊκού και αγγλοσαξονικού κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου, έτσι όπως καλλιεργήθηκε κατά τη δεκαετία του ’60 και έπειτα, και ιδίως κατά τη δεκαετία του ’90, μέχρι και το 2008. Πιο χαρακτηριστική είναι όμως η ύπαρξη ιδιωτικών οργανισμών, όπως ο διαΝΕΟσις, ο οποίος μέσα από έρευνες γνώμης διατείνεται ότι χαρτογραφεί τις αξιακές, πολιτικές και πολιτισμικές αντιλήψεις των Ελλήνων. Όπως μάλιστα λένε κάποιοι, που προσφάτως συμμετείχαν στο 3ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, η ελληνική κοινωνία είναι «μέχρι το μεδούλι συντηρητική και κλειστή», ενώ η σχέση της με το κράτος «παραμένει πελατειακή». Επίσης συχνά τονίζεται το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι, νεότεροι στην ηλικία, τα τελευταία χρόνια, έφυγαν από την Ελλάδα για χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά ή άλλαξαν ακόμη και ήπειρο, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στις «αναπτυγμένες» χώρες. Αντιθέτως όσοι παρέμειναν συχνά κατηγορούνται ότι είναι αποτυχημένοι, τεμπέληδες και ανίκανοι, που παρασιτούν και βασίζονται στην οικογενειακή και κρατική πρόνοια.
...
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα του «μη ανεκτικού» και «ρατσιστή Έλληνα» (επιχείρημα που αναπαράγουν όχι μόνο οι φιλελεύθεροι του «ακραίου κέντρου», αλλά σε μεγάλο βαθμό και οι λεγόμενοι «ακτιβιστές» της Αριστεράς και της Αναρχίας) αξίζει μονάχα να υπολογίσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία συνέδραμε στη φιλοξενία των προσφύγων, ενώ αρκετές οικογένειες που άνοιξαν την πόρτα τους κινδύνευσαν να κατηγορηθούν ακόμη και για διακίνηση. Όλα αυτά μάλιστα σε μια στιγμή που από τη χώρα απουσιάζουν οι υποδομές που θα μπορούσαν να περιθάλψουν έναν τόσο τρομακτικό αριθμό μετακινούμενων μαζών. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα, αλλά ας θυμηθούμε ένα ακόμα περιστατικό: πριν από μερικά χρόνια στο Ηράκλειο της Κρήτης κάηκε το μίνι μάρκετ ενός μετανάστη από το Μπαγκλαντές. Οι αιτίες την πυρκαγιάς παράμειναν αδιευκρίνιστες (αν και υπήρξαν υποψίες ακροδεξιάς εμπλοκής). Ωστόσο άμεσα σύσσωμη η γειτονιά βοήθησε να καθαριστεί ο χώρος και συγκέντρωσε χρήματα για την πλήρη αποκατάσταση των ζημιών. Ήταν οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι της γειτονιάς που έσπευσαν να βοηθήσουν τον μετανάστη συνάνθρωπό τους με τον οποίο προφανώς ζούσαν αρμονικά. Δεν ήταν οι οργανωμένοι σε κάποια Μη Κυβερνητική Οργάνωση, δεν ανήκαν σε κομματικές παρατάξεις· δεν ήταν αναρχικά γκρουπούσκουλα, ούτε οι λεγόμενοι Μαχητές της Κοινωνικής Δικαιοσύνης (SJWs)·
...
Αντίθετα, η στάση αρκετών πλούσιων ευρωπαϊκών χωρών, με οργανωμένες υποδομές φιλοξενίας (και σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση), επένδυσαν περισσότερο στον φόβο, για σαφώς μικρότερο αριθμό μεταναστών. Πράγμα που έδειξαν οι πρόσφατες εκλογές στην Αυστρία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και αλλού.
...
Όπως έλεγε ο Πλούταρχος, η καλοσύνη, η ευπρέπεια και η αρετή είναι διδακτικές αρχές που προσφέρονται δωρεάν από την τοπική ανθρώπινη κοινότητα -σε όλους, σε κάθε γενιά. Μια συλλογική σοφία που έχει δώσει σημαντικούς αξιακούς καρπούς στο παρελθόν και ευτυχώς συνεχίζει ακόμη να παράγει ανθρωπιά στις γειτονιές της Ελλάδας, δίνοντας ένα απτό παράδειγμα λαϊκού οικουμενισμού.
...
Πέρα από τον απαραίτητο αναστοχασμό, γύρω από τα χρόνια της κρίσης, κατά τη γνώμη μας, είναι σημαντικό το ενδιαφέρον και η προσπάθεια, όλων μας, να κατανοήσουμε σε βάθος τη στάση και τα λαϊκά αντανακλαστικά των Ελλήνων (μειοψηφιών και πλειοψηφιών), όπως αυτά εκφράστηκαν στο παρελθόν και καταγράφονται στη μνήμη των γηραιότερων και στα σχετικά βιβλία. Γιατί χωρίς στοιχεία διαφοροποίησης και σύγκρισης δεν μπορεί να σχηματιστεί κριτική σκέψη, σοβαρός αντίλογος και αντιπροτάσεις. Τα διδάγματα από την πιο πρόσφατη ιστορία της χώρας, που πέρασε έναν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα τραγικό εμφύλιο και μια δικτατορία, μέχρι να φτάσει στη μεταπολίτευση και στη σημερινή παρακμή, είναι πολύτιμα. Ίσως έτσι ξεκαθαρίσει κάπως το τοπίο και αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ποια θα μπορούσε να είναι σήμερα η στάση μας. Με άλλα λόγια να αποφασίσουμε τι να διατηρήσουμε από το παρελθόν, τι να απορρίψουμε και τι να μεταβάλουμε. Να οραματιστούμε ένα μέλλον, πολιτικού και κοινωνικού μετασχηματισμού, που δεν θα ταυτίζεται με την στείρα νοσταλγία, την σπασμωδική αντίδραση ή την μοιρολατρική αναμονή της ολοκληρωτικής παρακμής του δυτικού πολιτισμού. Αντιθέτως, μια δημιουργική νοσταλγία θα μας ωθούσε να εξετάσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία, από το παρελθόν, που αξίζει να διασώσουμε, στοιχεία που σιγοσβήνουν μέσα στο μηδενισμό. Ποια άλλα θα μπορούσαν να είναι, αν όχι η ίδια μας η λαϊκότητα, οι στενοί κοινωνικοί δεσμοί, η απλότητα και η έμφαση στις πιο αυθόρμητες καθημερινές στιγμές. Αν κάτι φάνηκε ξεκάθαρα τα τελευταία χρόνια, είναι ότι η μαζική σύγχυση εξυπηρετεί καλά τις απρόσωπες αγορές και το τοπικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο (establishment). Δεν μοιάζει τυχαίο ότι από τα σύγχρονα ΜΜΕ και τις νέες τεχνολογίες προωθείται συστηματικά η χαοτική μικρο-επικοινωνία, η ποσότητα της πληροφορίας (έναντι της ποιοτικής πληροφόρησης), ο ατομικισμός και οι πλασματικές ανάγκες σε βάρος του λαϊκού πολιτισμού. Γιατί ο λαϊκός πολιτισμός βασίζεται στη βιωμένη εμπειρία και στην επίγνωση των πραγματικών αναγκών, που είναι απαραίτητες τόσο για την επιβίωση, όσο και για την αρμονική ανθρώπινη συνύπαρξη....»
respublica.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
Αντιγράφουμε από το άρθρο του Γιώργου Κουτσαντώνη και Μιχάλη Θεοδοσιάδη, με τίτλο «Η ελληνική ανεκτικότητα και η ρητορική της δημοφοβίας»:
«Τόσο στην Ελλάδα της κρίσης, όσο και πριν η οικονομική κατάρρευση σαρώσει τη χώρα, συναντά κανείς περιπτώσεις δημόσιων προσώπων και γνωστών διανοούμενων, που μέσα από τα βιβλία τους, την αρθρογραφία τους και τις ομιλίες τους, χαρακτηρίζουν τους Έλληνες «κλειστόμυαλους» και μη ανεκτικούς. Για αυτούς, ο μέσος Έλληνας παραμένει προσκολλημένος στο οικογενειακό μοντέλο και στη λεγόμενη «παρωχημένη κοινωνία» που «διέπεται από απαρχαιωμένες της αξίες», αρνούμενος πεισματικά να δεχθεί την εξέλιξη, την πρόοδο και την «πορεία προς τα εμπρός». Αυτή την αντίληψη, αναφορικά με την ελληνική πραγματικότητα, συναντά κανείς ακόμα και σε πλατιά τμήματα της ίδιας της κοινωνίας, εφόσον έχει γίνει κοινός τόπος σε αρκετούς συμπολίτες μας η δήθεν «αναγκαιότητα να εκμοντερνιστούμε», πάντα στα πρότυπα των δυτικών μητροπόλεων. Αυτή η προσέγγιση, κατά βάση, πηγάζει από την εξιδανίκευση του βορειοευρωπαϊκού και αγγλοσαξονικού κοινωνικο-οικονομικού μοντέλου, έτσι όπως καλλιεργήθηκε κατά τη δεκαετία του ’60 και έπειτα, και ιδίως κατά τη δεκαετία του ’90, μέχρι και το 2008. Πιο χαρακτηριστική είναι όμως η ύπαρξη ιδιωτικών οργανισμών, όπως ο διαΝΕΟσις, ο οποίος μέσα από έρευνες γνώμης διατείνεται ότι χαρτογραφεί τις αξιακές, πολιτικές και πολιτισμικές αντιλήψεις των Ελλήνων. Όπως μάλιστα λένε κάποιοι, που προσφάτως συμμετείχαν στο 3ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, η ελληνική κοινωνία είναι «μέχρι το μεδούλι συντηρητική και κλειστή», ενώ η σχέση της με το κράτος «παραμένει πελατειακή». Επίσης συχνά τονίζεται το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι, νεότεροι στην ηλικία, τα τελευταία χρόνια, έφυγαν από την Ελλάδα για χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά ή άλλαξαν ακόμη και ήπειρο, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη στις «αναπτυγμένες» χώρες. Αντιθέτως όσοι παρέμειναν συχνά κατηγορούνται ότι είναι αποτυχημένοι, τεμπέληδες και ανίκανοι, που παρασιτούν και βασίζονται στην οικογενειακή και κρατική πρόνοια.
...
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα του «μη ανεκτικού» και «ρατσιστή Έλληνα» (επιχείρημα που αναπαράγουν όχι μόνο οι φιλελεύθεροι του «ακραίου κέντρου», αλλά σε μεγάλο βαθμό και οι λεγόμενοι «ακτιβιστές» της Αριστεράς και της Αναρχίας) αξίζει μονάχα να υπολογίσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική κοινωνία συνέδραμε στη φιλοξενία των προσφύγων, ενώ αρκετές οικογένειες που άνοιξαν την πόρτα τους κινδύνευσαν να κατηγορηθούν ακόμη και για διακίνηση. Όλα αυτά μάλιστα σε μια στιγμή που από τη χώρα απουσιάζουν οι υποδομές που θα μπορούσαν να περιθάλψουν έναν τόσο τρομακτικό αριθμό μετακινούμενων μαζών. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα, αλλά ας θυμηθούμε ένα ακόμα περιστατικό: πριν από μερικά χρόνια στο Ηράκλειο της Κρήτης κάηκε το μίνι μάρκετ ενός μετανάστη από το Μπαγκλαντές. Οι αιτίες την πυρκαγιάς παράμειναν αδιευκρίνιστες (αν και υπήρξαν υποψίες ακροδεξιάς εμπλοκής). Ωστόσο άμεσα σύσσωμη η γειτονιά βοήθησε να καθαριστεί ο χώρος και συγκέντρωσε χρήματα για την πλήρη αποκατάσταση των ζημιών. Ήταν οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι της γειτονιάς που έσπευσαν να βοηθήσουν τον μετανάστη συνάνθρωπό τους με τον οποίο προφανώς ζούσαν αρμονικά. Δεν ήταν οι οργανωμένοι σε κάποια Μη Κυβερνητική Οργάνωση, δεν ανήκαν σε κομματικές παρατάξεις· δεν ήταν αναρχικά γκρουπούσκουλα, ούτε οι λεγόμενοι Μαχητές της Κοινωνικής Δικαιοσύνης (SJWs)·
...
Αντίθετα, η στάση αρκετών πλούσιων ευρωπαϊκών χωρών, με οργανωμένες υποδομές φιλοξενίας (και σε πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση), επένδυσαν περισσότερο στον φόβο, για σαφώς μικρότερο αριθμό μεταναστών. Πράγμα που έδειξαν οι πρόσφατες εκλογές στην Αυστρία, τη Γαλλία, την Ολλανδία και αλλού.
...
Όπως έλεγε ο Πλούταρχος, η καλοσύνη, η ευπρέπεια και η αρετή είναι διδακτικές αρχές που προσφέρονται δωρεάν από την τοπική ανθρώπινη κοινότητα -σε όλους, σε κάθε γενιά. Μια συλλογική σοφία που έχει δώσει σημαντικούς αξιακούς καρπούς στο παρελθόν και ευτυχώς συνεχίζει ακόμη να παράγει ανθρωπιά στις γειτονιές της Ελλάδας, δίνοντας ένα απτό παράδειγμα λαϊκού οικουμενισμού.
...
Πέρα από τον απαραίτητο αναστοχασμό, γύρω από τα χρόνια της κρίσης, κατά τη γνώμη μας, είναι σημαντικό το ενδιαφέρον και η προσπάθεια, όλων μας, να κατανοήσουμε σε βάθος τη στάση και τα λαϊκά αντανακλαστικά των Ελλήνων (μειοψηφιών και πλειοψηφιών), όπως αυτά εκφράστηκαν στο παρελθόν και καταγράφονται στη μνήμη των γηραιότερων και στα σχετικά βιβλία. Γιατί χωρίς στοιχεία διαφοροποίησης και σύγκρισης δεν μπορεί να σχηματιστεί κριτική σκέψη, σοβαρός αντίλογος και αντιπροτάσεις. Τα διδάγματα από την πιο πρόσφατη ιστορία της χώρας, που πέρασε έναν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα τραγικό εμφύλιο και μια δικτατορία, μέχρι να φτάσει στη μεταπολίτευση και στη σημερινή παρακμή, είναι πολύτιμα. Ίσως έτσι ξεκαθαρίσει κάπως το τοπίο και αρχίσουμε να σκεφτόμαστε ποια θα μπορούσε να είναι σήμερα η στάση μας. Με άλλα λόγια να αποφασίσουμε τι να διατηρήσουμε από το παρελθόν, τι να απορρίψουμε και τι να μεταβάλουμε. Να οραματιστούμε ένα μέλλον, πολιτικού και κοινωνικού μετασχηματισμού, που δεν θα ταυτίζεται με την στείρα νοσταλγία, την σπασμωδική αντίδραση ή την μοιρολατρική αναμονή της ολοκληρωτικής παρακμής του δυτικού πολιτισμού. Αντιθέτως, μια δημιουργική νοσταλγία θα μας ωθούσε να εξετάσουμε όλα εκείνα τα στοιχεία, από το παρελθόν, που αξίζει να διασώσουμε, στοιχεία που σιγοσβήνουν μέσα στο μηδενισμό. Ποια άλλα θα μπορούσαν να είναι, αν όχι η ίδια μας η λαϊκότητα, οι στενοί κοινωνικοί δεσμοί, η απλότητα και η έμφαση στις πιο αυθόρμητες καθημερινές στιγμές. Αν κάτι φάνηκε ξεκάθαρα τα τελευταία χρόνια, είναι ότι η μαζική σύγχυση εξυπηρετεί καλά τις απρόσωπες αγορές και το τοπικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο (establishment). Δεν μοιάζει τυχαίο ότι από τα σύγχρονα ΜΜΕ και τις νέες τεχνολογίες προωθείται συστηματικά η χαοτική μικρο-επικοινωνία, η ποσότητα της πληροφορίας (έναντι της ποιοτικής πληροφόρησης), ο ατομικισμός και οι πλασματικές ανάγκες σε βάρος του λαϊκού πολιτισμού. Γιατί ο λαϊκός πολιτισμός βασίζεται στη βιωμένη εμπειρία και στην επίγνωση των πραγματικών αναγκών, που είναι απαραίτητες τόσο για την επιβίωση, όσο και για την αρμονική ανθρώπινη συνύπαρξη....»
respublica.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι