Ήταν Δεκέμβριος του 1918, όταν ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου εξέδωσε ένα παιδικό βιβλίο που έμελλε να αλλάξει για πάντα την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης.
Τα «Ψηλά Βουνά» έγιναν το πρώτο σχολικό βιβλίο γραμμένο στη δημοτική γλώσσα, με στόχο να μιλήσει στα παιδιά στη γλώσσα που άκουγαν στο σπίτι, στο χωριό, στην πλατεία. Όμως δεν ήταν όλα τόσο απλά όσο ακούγονται σήμερα.
Το βιβλίο περιέγραφε με συγκινητική απλότητα την περιπέτεια 25 παιδιών που περνούσαν τις καλοκαιρινές διακοπές τους σε ένα βουνό της Ευρυτανίας. Έμεναν σε ξύλινες καλύβες, κατασκεύαζαν δρόμους, έσωζαν το δάσος από την καταστροφή, μάθαιναν να συνεργάζονται σαν μια μικρή κοινότητα. Οι πρωταγωνιστές δεν ήταν μόνο τα παιδιά, αλλά και η ίδια η φύση: τα ποτάμια, τα δέντρα, τα ζώα. Ακόμα και μια αλεπού και ένας λύκος είχαν τη δική τους φωνή στο βιβλίο.
Τα «Ψηλά Βουνά» έγιναν αμέσως αγαπητά. Οι δάσκαλοι ενθουσιάστηκαν, τα παιδιά λάτρεψαν τις ιστορίες, τους χαρακτήρες, ακόμα και την τρυφερή φιγούρα της Αφρόδως, μιας κοπέλας που όλοι την αποχαιρέτησαν με δάκρυα στα μάτια όταν παντρεύτηκε. Όμως, πολύ γρήγορα ξέσπασε ένα κύμα μίσους εναντίον του βιβλίου.
Οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές. Οι αντιδημοτικιστές κατηγόρησαν το βιβλίο για «μπολσεβικισμό», για έλλειψη θρησκευτικότητας και πατριωτισμού, ακόμα και για διαφθορά των παιδικών ψυχών. Καθηγητές πανεπιστημίων, όπως ο Γεώργιος Χατζιδάκις, το χαρακτήρισαν «απαίσιο» και «επικίνδυνο». Όταν το 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές, η νέα κυβέρνηση αποφάσισε ότι τα «Ψηλά Βουνά» έπρεπε να αποσυρθούν από τα σχολεία και κυριολεκτικά τα πέταξε στη φωτιά.
Οι καταγγελίες ήταν τόσο έντονες, ώστε συντάχθηκε ειδική επιτροπή που κατέληξε σε πόρισμα καταδίκης. Το βιβλίο κάηκε συμβολικά και κυριολεκτικά. Όμως, όσο και να προσπάθησαν, δεν μπόρεσαν να το εξαφανίσουν από τη μνήμη και την καρδιά του κόσμου. Μέσα στα επόμενα χρόνια, η ελληνική κοινωνία επανέφερε το βιβλίο, και τα «Ψηλά Βουνά» έγιναν ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα ελληνικά έργα όλων των εποχών.
Η ιστορία των παιδιών στο βουνό, η τρυφερή ματιά προς τη φύση και η απλότητα της δημοτικής γλώσσας ήταν τελικά δυνατότερες από τη φωτιά.
Το βιβλίο περιέγραφε με συγκινητική απλότητα την περιπέτεια 25 παιδιών που περνούσαν τις καλοκαιρινές διακοπές τους σε ένα βουνό της Ευρυτανίας. Έμεναν σε ξύλινες καλύβες, κατασκεύαζαν δρόμους, έσωζαν το δάσος από την καταστροφή, μάθαιναν να συνεργάζονται σαν μια μικρή κοινότητα. Οι πρωταγωνιστές δεν ήταν μόνο τα παιδιά, αλλά και η ίδια η φύση: τα ποτάμια, τα δέντρα, τα ζώα. Ακόμα και μια αλεπού και ένας λύκος είχαν τη δική τους φωνή στο βιβλίο.
Τα «Ψηλά Βουνά» έγιναν αμέσως αγαπητά. Οι δάσκαλοι ενθουσιάστηκαν, τα παιδιά λάτρεψαν τις ιστορίες, τους χαρακτήρες, ακόμα και την τρυφερή φιγούρα της Αφρόδως, μιας κοπέλας που όλοι την αποχαιρέτησαν με δάκρυα στα μάτια όταν παντρεύτηκε. Όμως, πολύ γρήγορα ξέσπασε ένα κύμα μίσους εναντίον του βιβλίου.
Οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές. Οι αντιδημοτικιστές κατηγόρησαν το βιβλίο για «μπολσεβικισμό», για έλλειψη θρησκευτικότητας και πατριωτισμού, ακόμα και για διαφθορά των παιδικών ψυχών. Καθηγητές πανεπιστημίων, όπως ο Γεώργιος Χατζιδάκις, το χαρακτήρισαν «απαίσιο» και «επικίνδυνο». Όταν το 1920 ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές, η νέα κυβέρνηση αποφάσισε ότι τα «Ψηλά Βουνά» έπρεπε να αποσυρθούν από τα σχολεία και κυριολεκτικά τα πέταξε στη φωτιά.
Οι καταγγελίες ήταν τόσο έντονες, ώστε συντάχθηκε ειδική επιτροπή που κατέληξε σε πόρισμα καταδίκης. Το βιβλίο κάηκε συμβολικά και κυριολεκτικά. Όμως, όσο και να προσπάθησαν, δεν μπόρεσαν να το εξαφανίσουν από τη μνήμη και την καρδιά του κόσμου. Μέσα στα επόμενα χρόνια, η ελληνική κοινωνία επανέφερε το βιβλίο, και τα «Ψηλά Βουνά» έγιναν ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα ελληνικά έργα όλων των εποχών.
Η ιστορία των παιδιών στο βουνό, η τρυφερή ματιά προς τη φύση και η απλότητα της δημοτικής γλώσσας ήταν τελικά δυνατότερες από τη φωτιά.
Σήμερα, τα «Ψηλά Βουνά» διδάσκονται ξανά, μιλώντας σε νέες γενιές παιδιών για συνεργασία, οικολογία, αλληλεγγύη, και για την ελευθερία να γράφεις στη γλώσσα που νιώθεις, χωρίς φόβο και χωρίς περιορισμούς.
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι