Σελίδες

Saturday, 29 December 2018

Οι γερο-χρόνοι και το φλουρί της πίτας

Ξέρετε, παιδιά, τι κάνουν οι παλιοί οι χρόνοι, που φεύγουν κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς;  
Ακούστε, λοιπόν: Μαζεύονται σ’ ένα μεγάλο πύργο και περιμένουν να ’ρθει ο τελευταίος, αυτός που φεύγει εκείνη τη χρονιά, και μετά κόβουν την πίτα τους. 
Είναι πολύ σπουδαίο αυτό το κόψιμο της πίτας, γιατί τότε γίνεται κάτι πολύ ασυνήθιστο για μας: Όποιος βρει το φλουρί που είναι κρυμμένο στην πρωτοχρονιάτικη πίτα, γίνεται αρχηγός των γερο-χρόνων. Γιατί οι γερο-χρόνοι δεν κάνουν εκλογές· έχουν, βλέπετε, το δικό τους τρόπο να βγάζουν αρχηγό!
Μια πρωτοχρονιά, λοιπόν, όλοι οι γερο-χρόνοι είχαν μαζευτεί και περίμεναν το συνάδελφό τους, που τελείωνε η βάρδια του εκείνη τη νύχτα, να έρθει, να κόψουν την πίτα, να βγάλουν αρχηγό, να ξενοιάσουν για ένα χρόνο.  Πέρασε η ώρα και ήρθε κι ο τελευταίος γερο-χρόνος, κατάκοπος, ξεφυσώντας, μα και πολύ θλιμμένος.
– Τι συμβαίνει; τον ρώταγαν όλοι, γύρω του μαζεμένοι. Ήταν δύσκολη η διαδρομή; Έγινε κανένα επεισόδιο; Τι ήταν αυτό που σε στενοχώρησε τόσο; 
Αγκομαχώντας ο γερο-χρόνος σωριάστηκε στον καναπέ που τον περίμενε και άρχισε να τους λέει:
― Φίλοι μου, έχω δυσάρεστα νέα να σας πω. Φεύγοντας από τη Γη, καθώς τελείωνε η βάρδια μου, γύρισα πίσω μου να δω πώς ήταν ο κόσμος που άφηνα, γιατί, όπως ξέρετε, δεν πρόκειται να τον ξαναδώ.
― Και τι είδες;
― Τι είδα... Άσχημα πράγματα, φίλοι μου, πολύ άσχημα. Είδα τη Γη γεμάτη πολέμους και δυστυχίες, από τη μια μεριά, και γλέντια και χαρές, από την άλλη. Πώς γίνεται οι μισοί άνθρωποι να είναι πονεμένοι και φτωχοί και οι άλλοι μισοί να χαίρονται και να είναι ευτυχισμένοι, δεν το καταλαβαίνω. Δε νομίζετε ότι κάτι πρέπει να κάνουμε κι εμείς, για να διορθώσουμε αυτή την κατάσταση;
― Σαν τί;
― Αυτό σας ρωτάω κι εγώ. Τι;  Πρέπει να πάρουμε μια απόφαση.
Η σύσκεψη κράτησε πολλές ώρες. Ο καινούριος χρόνος είχε ήδη εγκατασταθεί στη θέση του, αλλά οι γερο-χρόνοι δεν το είχαν πάρει είδηση. Ξέχασαν ακόμα και την πίτα και το φλουρί της. Έλεγαν και φώναζαν και διαφωνούσαν, ώσπου κατέληξαν: Φλουριά, τέλος. Από εκείνη τη χρονιά, αρχηγός των γερο-χρόνων θα ήταν όποιος θα κατόρθωνε, στη βάρδια του, να μην υπάρχει δυστυχία και πόλεμος στη Γη. Να μην υπάρχουν παιδιά λυπημένα και πεινασμένα, να ζουν όλοι αγαπημένοι. Από κείνη τη χρονιά, οι γερο-χρόνοι δεν κόβουν πίτα, ούτε βρίσκουν φλουρί, μα ούτε κι έχουν αρχηγό. Αγωνίζονται  και προσπαθούν όλο το χρόνο, αλλά ακόμη δεν έχουν καταφέρει να κάνουν τη Γη ευτυχισμένη.
Και σας ρωτάω, τώρα, εγώ: Μήπως πρέπει να βοηθήσουμε κι εμείς λίγο τους χρόνους;

Κείμενο-Εικονογράφηση: Ελένη Τσαλίκη ©
Από τη συλλογή Κάθε μέρα, κάθε μήνα, μια ολόκληρη χρονιά

Περιμένοντας την Πρωτοχρονιά!..

Μια κατάθεση ψυχής και καρδιάς για μια παραμονή Πρωτοχρονιάς, όπου οι άνθρωποι κάνουν τη δική τους περισυλλογή και οι φτωχοί ελπίζουν από τον Άη-Βασίλη ένα καλύτερο χρόνο απ’ αυτόν που πέρασε!... 
Καλή Χρονιά!...
ΕΣΚΟΥΖΕ πολύ εκείνο το έρμο το γουρούνι που τό ’σφαζαν οι γείτονες για να κάνουν τη δική τους Πρωτοχρονιά!... 
Το χιόνι σχεδόν είχε παγώσει και μόνο μία διπλανή βρύση σιγομουρμούριζε το δικό της τραγούδι!.
Κι ήταν πολύς κόσμος, βρε παιδί μου!... 
Πολλά παιδιά που φώναζαν από χαρά γιατί θα έκαναν «φούσκα» από την κύστη του γουρουνιού, τρίβοντάς την στη στάχτη, ο παπα-Σπύρος με το επιτραχήλι του, ο Χόζοβας, οι Τσουραπαίοι, οι Βαρδαίοι, ο Αβράμης και, φυσικά, η μανούλα μου, που ήταν εκεί μ’ ένα λιβανιστήρι για να διώξει τον «εξαποδώ» που παραμόνευε κάτι τέτοιες μέρες, ιδίως όταν σφάζανε χοιρινά!
— Στα τσακίδια να πάει!
— Ποιος, ρε μάνα, ο Άη-Βασίλης;
— Σώ(πα), παιδάκι, μου, μη βλαστημάς, τέτοιες μέρες!.. Ο χρόνος, που φεύγει να πάει στα τσακίδια και όχι ο Άη-Βασίλης (κι έκανε το σταυρό της).
— Γιατί στα τσακίδια;
— Γιατί μας ορφάνεψε τον τόπο!.. Τούτο το χρόνο μας άδειασε το χωριό ο παλιο-ψωριάρης ο χρόνος!.. 
Δεν το βλέπεις τι μας έκανε; Φύγανε ούλοι!... Πόσοι πήγαν στη Γερμανία, την Αυστραλία και την Αμερική; 
Οι Τσεκουλαίοι φύγανε!.. Ο Σπήλιος με την οικογένειά του πήγε στην Αθήνα, οι Αβραμαίοι έφυγαν στο Αίγιο, το παιδί μου, ο Ανδρέας μου, πήγε στην Αθήνα, ο Λάκης μου πήγε στρατιώτης. Ποιος να πρωτοθυμηθώ; Στα τσακίδια να πάει!.. Στα τσακίδια!...
— Μη στενοχωριέσαι, ρε μάνα, ο Θεός είναι μεγάλος!
— Πάρε λίγο από τον καρύτζαφλο να φας!..

Καρύτζαφλο λέγαμε το καρύδι, που έκοβαν απ’ το λαιμό του γουρουνιού, το οποίο ήταν το πρώτο κρέας του χοιρινού που έριχναν στη φωτιά να ψηθεί και το τρώγανε όλοι μαζί σαν μεζέ, μέχρι ν’ αρχίσει το άλλο «πανηγύρι» (να κρεμάσουν το γουρούνι από το πάτερο του σπιτιού, να το γδάρουν, να του βγάλουν τα σπλάχνα του για να τα κάνουν λουκάνικα και ωματιά (ένα είδος λουκάνικου με σταφίδες και φέτες πορτοκαλιού), να βράσουν το κεφάλι του για να το κάνουν πατσά, από το κρέας να κάνουν παστό και τσιγαρίδες, να κάνουν φέτες το δέρμα του από το οποίο θα βράσουν το λίπος του να γίνει ξύγκι, άσπρο σαπούνι και το ίδιο το δέρμα (η σγόρτσα, όπως λέγαμε) να γίνει γουρουνοτσάρουχα
Στη συνέχεια άρχιζε το φαγοπότι, το τραγούδι και ο χορός!

Ολόκληρη επιχείρηση ένα χοιρινό, που υπάρχει στο σπίτι. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι φτωχικές οικογένειες, αν χάνανε ένα γουρούνι, που πέθαινε (δεν μ’ αρέσει ο όρος ψόφαγε) από αρρώστια, τα σκουσμάρια και οι φωνές των γυναικών έφθαναν μέχρι τον ουρανό! Μιλάμε για τόση φτώχεια!..
— Που το πας το λιβανιστήρι, θειά; ρώτησε ο ξάδελφός μου ο Χρήστος που έφθανε στο σπίτι με μια σχετική ευθυμία μαζί με τον Ρουσγουτογιώργη, το άλλο «πειραχτήρι» του χωριού.

— Στο σπίτι!.. Είχα πάει στο «πανηγύρι» του γείτονα να λιβανίσω το «σφαχτό» για κανένα δαιμονικό!, απάντησε η μανούλα μου— Πάντως το δικό μου σπίτι δεν θέλει λιβάνισμα, κουμπάρα!, είπε ο Ρουσγουτογιώργης!
—  Γιατί, κουμπάρε; ρώτησε η μάνα μου.
—  Γιατί ο διάβολος και να ’ρθει δεν θα βρει τίποτε μέσα!..

Γελάσαμε όλοι. Αλλά ακόμη περισσότερο όταν ακούσαμε ότι πάνω στο χορό, που έκαναν στου γείτονα, έσπασε ένα μαδέρι και ο Βαρδόγιαννης, που χόρευε μπροστά, πάρα λίγο να βρεθεί κάτω στο κατώι (κατώγι)!..
—  Στο κατώϊ; ρώτησα με σχετική αφέλεια!

—  Στο κατώι!.. 
—  Θα πήγε να κάνει παρέα στον …άλλον, που βρήκαν προχθές!, είπε γελώντας ο Ρουσγουτογιώργης, κλείνοντας το δεξί του μάτι και έσκασαν όλοι στα γέλια με μια σχετική δική μου απορία, που δεν καταλάβαινα γιατί.
—  Ξέρεις, Αγγελάκο, μου λέει ο ξάδελφός μου, σ’ ένα κατώϊ προχθές βρήκαν έναν ανθρώπινο σκελετό!
—  Σκελετό; 
—  Σκελετό! Πλάκωσαν και οι Χωροφύλακες… άστα… μη τα συζητάς!
—  Γιατί;
—  Γιατί αποδείχτηκε αλήθεια εκείνο που έλεγαν ορισμένοι δικοί μας πως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1945 ο τάδε (έσκυψε στ’ αυτί μου και μού είπε το όνομα), στο διπλανό χωριό, σκότωσε με ένα τσεκούρι έναν αντάρτη και τον έθαψε στο κατώι του. Από τότε ήταν θαμμένος εκεί και κανείς δεν το ήξερε!... Άστα!...

Μούδιασα!.. Σκελετός μέσα σ’ ένα σπίτι και μάλιστα στο κατώι…Ζωντανοί και νεκροί μαζί!.. Πολλές σκέψεις και ανατριχιαστικές εικόνες στριφογύριζαν στο μυαλό μου, μέχρι την ώρα που ορισμένα παιδιά με ξύπνησαν από τον μισο-λήθαργό μου:
—  Να τα πούμε;

—  Και δεν τα λέτε;
—  «Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά, κι αρχή … κι αρχή καλός μας χρόνος…». Χρόνια Πολλά!
—  Παιδιά σας πειράζει που το μόνο δωράκι, που έχω, είναι λίγος καρύτζαφλος;
—  Νάσαι καλά!... Χρόνια Πολλά!, είπαν, αφού πήραν το «δωράκι» τους, με τη δική τους ευθυμία και χαρά τα παιδιά που τα φίλεψα εκείνο, που με φίλεψε η δική μου μανούλα!..

Καλή Χρονιά σε όλους σας!..
Με αγάπη και εκτίμηση πολλή


ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝ. ΣΑΚΚΕΤΟΣ
Τρίτη, 31 Δεκεμβρίου 2013
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι