Σελίδες

Thursday, 18 April 2019

Να έχεις μικρή αδερφή σημαίνει...

Είναι δύσκολο να περιγράψεις σε κάποιον που δεν έχει αδέρφια σε τι ακριβώς συνίσταται η σχέση σου με τα δικά σου αδέρφια. Δεν είναι σίγουρα αλώβητη από μικρότητες και ανιδιοτέλειες όπως αυτή της μαμάς με το παιδί της. 
Οπωσδήποτε δεν είναι ασυννέφιαστη και ομαλή όπως με τους παλιούς, καλούς φίλους. 
Όμως τα αδέρφια σου τα ξέρεις από πάντα, τα έχεις αγαπήσει και «σιχαθεί» με το ίδιο πάθος, έχεις ευχαριστήσει και καταραστεί τη μοίρα που σου έκανε δώρο αυτόν τον άνθρωπο.

Το περίεργο με τις μικρές αδερφές (ιδίως αν είσαι κι εσύ κοριτσάκι) είναι ότι η σχέση σου μαζί της είναι σατανικά μητρική και, ταυτόχρονα, κλασικά αδερφική. Την ξέρεις από τότε που ήταν μωρό, την τάισες, την άλλαξες, την διάβασες, την καθοδήγησες, την θυμάσαι στην πιο γλυκιά και απροστάτευτη φάση της κι αυτό ίσως να σε καθιστά κάπως περισσότερο μαμά από αδερφή. Να έχεις, λοιπόν, μικρή αδερφή σημαίνει...

Να συγκινείσαι που την βλέπεις να μεγαλώνει
Το γράψαμε και προηγουμένως: την ξέρεις από τότε που γεννήθηκε. Αυτό σημαίνει ότι την θυμάσαι από τότε που έσκαγε μωρουδίστικα λαμπερά χαμόγελα και το δέρμα της μύριζε απαλά και γαλακτερά. Την θυμάσαι -λίγο ή πολύ, ανάλογα με τη διαφορά ηλικίας σας- να κοιμάται στην κούνια της ροδαλή και παχουλή και να σε ενοχλεί με τις παιδικές της απαιτήσεις. 
Κι έτσι, γίνεται αναπόφευκτο: όταν μεγαλώσει δεν μπορείς να χωνέψεις ότι μοιράζεστε τα ίδια ρούχα και καμιά φορά, την ακούς να μιλάει σαν... μεγάλη, ο νους σου πηγαίνει στο τρισχαριτωμένο «πάααειειει» που έλεγε πιτσιρίκα και μια χαζή, γλυκερή συγκίνηση σε πλημμυρίζει.

Να ντρέπεσαι όταν δίνεις το κακό παράδειγμα
Ακόμη κι αν τυχαίνει η σχέση σας να περνάει από μια συγκρουσιακή φάση, το ξέρεις ότι είσαι πρότυπο γι' αυτήν. 
Κι όταν έρχεται η ώρα που εσύ κάνεις το άλμα προς την ενηλικίωση αλλά εκείνη παραμένει Βενιαμίν, νιώθεις τα βάρη των γονιών: δεν θες να καπνίζει, αλλά εσύ καπνίζεις μπροστά της, επιμένεις ότι πρέπει να μην διαβάζει μόνο τα «s.o.s.» για τις εξετάσεις, αλλά εσύ έχεις υπάρξει μέτρια μαθήτρια (και -δεν μπορεί- θα το θυμάται). 
Με δυο λόγια, η αγάπη σου μετατρέπεται σε ευθύνη κι αυτό είναι ό,τι πιο κοντινό στη μητρότητα έχεις νιώσει.

Να νομίζεις ότι είναι το πιο γλυκό και χαρισματικό πλάσμα στον κόσμο

Ακόμα κι αν σου έχει κλέψει την αγαπημένη σου μπλούζα, αν χάλασε τον υπολογιστή σου ή αν σε ρουφιάνεψε άκαρδα στη μαμά, δεν μπορείς να σταματήσεις να την θεωρείς το πιο γλυκό πλάσμα που έχει πατήσει επί γης. 
Φουσκώνεις από υπερηφάνεια κάθε φορά που παίρνει έναν καλό βαθμό και προσπαθείς να κρύψεις το ανόητο καμάρι σου όταν κάποιος την παινεύει.

Να μην μπορείς να δεχτείς ότι έχει μεγαλώσει
Το να έχεις μικρότερη αδερφή σε καθιστά με έναν αλλόκοτο τρόπο λίγο… μπαμπά. Όσο αγανακτείς με τον μπαμπά σου που αδυνατεί να αντιληφθεί ότι δεν είσαι πια 9 χρονών, και δεν εννοεί να σταματήσει να σου δίνει φιλάκια μπροστά σε όλο τον κόσμο, τόσο η ίδια αρνείσαι να συνειδητοποιήσεις ότι το μικρό σου αδερφάκι δεν είναι πια και τόσο μικρό. 
Είναι πολύ μικρή για να έχει φλερτ/ ίσως η μαμά πρέπει να το ξανασκεφτεί που την άφησε να βγει μόνη της μέχρι τις 10/ τι εννοεί όταν λέει ότι θα παραγγείλει καφέ;;/ αυτό το φόρεμα δεν ταιριάζει επουδενί με την ηλικία της –μα, είναι ακόμη βρέφος. 
Η μικρή σου αδερφή είναι αειθαλής, είναι αιωνίως μικρή και πολύ καλά θα κάνει να το καταλάβει, γιατί δεν αντέχεις να τη βλέπεις να βαδίζει προς την ενηλικίωση!

Να είσαι αρκετά συχνά με την «ομάδα» της μαμάς
Ενώ από τα αδέρφια σου δεν περιμένεις τίποτα λιγότερο από τυφλή υπεράσπιση, εσύ όταν λεπτά ζητήματα σχετικά με την μικρή σου αδερφή προκύπτουν, δεν διστάζεις να ταχθείς με πάθος υπέρ της μαμάς και του μπαμπά. 
Φυσικά και δεν γίνεται να την αφήσουμε να φτιάξει λογαριασμό στο Facebook –τόσοι επιτήδειοι κυκλοφορούν και το κοριτσάκι μας είναι τόσο αθώο!

Να της μαθαίνεις πολλά (;)
Όταν έχεις μικρή αδερφή, ξέρεις ότι κάποιος κάπου σε παρακολουθεί –όχι απαραίτητα με θαυμασμό, ούτε σαν πειθήνιος αυλικός, αλλά είσαι κορίτσι, είσαι μεγαλύτερη, άρα στη διαδικασία αναζήτησης προτύπων η μικρή θα στρέψει πάνω σου το ερευνητικό της βλέμμα.

Και τότε θα πρέπει να γίνεις λίγο παιδαγωγός, χωρίς να σταματήσεις να είσαι φίλη και λίγο δασκάλα, χωρίς να γίνεις εκνευριστικός κήρυκας του «ορθού». 
Θα προσπαθήσεις να της μάθεις μουσικές και βιβλία που θα «ανοίξουν» το μυαλό της, θα υπογραμμίζεις τα ελαττώματά της άτσαλα βάζοντάς την άθελά σου σε θέση άμυνας, θα τη λογοκρίνεις και θα την συμβουλεύεις σαν να μην υπάρχει αύριο, γιατί νιώθεις ότι είναι πολλά αυτά που θες και πρέπει να ειπωθούν. Όμως ποτέ δεν θα είναι αρκετά και πάντα, μια μικρή σουβλιά θα σου υπενθυμίζει ότι ίσως δεν κάνεις αρκετά για την αδερφούλα σου.

Και θα ελπίζεις να μην έχει προσέξει ότι παρακολουθείς υστερικά κάθε-ένα-βήμα-της.

mama365
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Η Σαπφάρα ή «Γιατί δακρύζουν τ’ άλογα;»

Η ακόλουθη «Ιστορία της Παλάμης» είναι της Κατερίνας Λαζίδου.  ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
 Δικό μου ήταν το παιχνίδι, εγώ το είχα εφεύρει. Κάθε άνθρωπο που γνώριζα, έστω και για λίγο, έβρισκα κάτι να του ταιριάζει και τον ξαναβάφτιζα χωρίς να το ξέρει.
Ημερολόγιο, Κάλτσα, Κουκούτσι, Λάσπη, Λεμόνι, Κουρτίνα, Χταπόδι, Λουκούμι… Μακρύς ο κατάλογος κι όσο τον μάκραινα, τόσο με προκαλούσε να τον πλουτίζω με νέα ονόματα.

Και θα συνέχιζα μέχρι και σήμερα, αν δεν είχα συναντήσει το νικητή του παιχνιδιού.

Το 1987 διορίστηκα στην Ορεστιάδα, σε εξατάξιο σχολείο. Νοίκιασα ένα μικρό διαμέρισμα με δυτικό προσανατολισμό, χωρίς τέντες -κι ελάχιστη επίπλωση.

Εκείνον το Σεπτέμβρη, ένας σύντομος καύσωνας έλιωσε τα πεζοδρόμια. Τ’ απογεύματα μέχρι να πέσει ο ήλιος, αντί να κάνω δουλειές ή να ακούω Μότσαρτ διαβάζοντας, έψαχνα να βρω δροσερά μέρη.

Συνήθως την έβγαζα στο απέναντι περίπτερο κι άφηνα το διαμέρισμα να βράζει στη μοναξιά του.

Εκεί την πρωτάκουσα - και την είδα.
~~
Στεκόμουν στο ψυγείο με τα παγωτά, όταν δέχτηκα δεξί κροσέ απ’ τη δυνατή φωνή της. Σάστισα και μ΄αυτά που έλεγε. Κάτι για κύκνους που έβαψε, κάτι για κόκκινα κυκλάμινα, κι αλλά που δεν άκουσα, γιατί πέρασε έν' αγροτικό.

Βούτηξα στην τύχη ένα παγωτό και πήγα να πληρώσω. Βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο. Μια γυναίκα που είχε περάσει τα πενήντα. Γεροδεμένη, αιματώδης, με σκούρο χνούδι στο πάνω χείλος και χοντρά γυαλιά μυωπίας.

Ψαχούλεψα αργά την τσάντα μου και καθυστέρησα να βγάλω το πορτοφόλι, για να κρυφακούσω τη συνομιλία της με την «Πόρτα», την περιπτερού.

—…να βάλεις κύμινο στα σουτζουκάκια και θα με θυμηθείς.

Την κοιτούσα -όσο πιο διακριτικά μπορούσα. Ήταν σα νά ‘χε σαράντα τόνους αυτοπεποίθηση. Πλατύ χαμόγελο, στακάτες κουβέντες- και μύριζε σουτζουκάκια.

Μας σύστησε η Πόρτα.
Σαπφάρα, αυτή είναι η Δανάη.Να ζεις, μου είπε.Ευχαριστώ, απάντησα σαν αυτόματο.

Πήρε τα τσιγάρα και καβάλησε το παλιό της ποδήλατο.
Γεια σου Σαπφάρα, της φώναξαν απ’ το απέναντι μαγαζί.Γεια σου Ελπινίκη, γεια σου και σένα Παναγή.

Το ποδήλατο πήγαινε αργά, ακούστηκαν κι άλλες χαιρετούρες όσο ξεμάκραινε. Έμεινα στο περίπτερο, να ψάχνω ένα ταιριαστό όνομα να της δώσω, και κανένα να μη μου ‘ρχεται. Αυτό με παραξένεψε.

Την ξαναείδα μετά από μερικές μέρες, πάλι στο περίπτερο.
Σαπφάρα, αυτή είναι η δασκάλα του γιου σου, της είπε η Πόρτα.Α, εσύ είσαι λοιπόν η κυρία δασκάλα.Ναι.Και τι έρωτα θα εμπνεύσεις στα παιδιά μας;

Τι ν’ απαντήσω; Για να μην καρφωθώ πέρασα κι εγώ σ’ ερώτηση.
Ο γιος σας, πείτε μου, ποιος είναι;

Και το μυαλό μου έτρεχε, μέσα στην τάξη, πάνω στα πρόσωπα των αγοριών, για να προλάβει βρει ποιος είναι πριν πάρω την απάντηση. Δεν πρόλαβα.
Ο Παναγιωτάκης, άκουσα.

Ο οκτάχρονος ποιητής, αυτός που με ρώτησε γιατί τα μάτια των αλόγων δακρύζουν, ήταν δικός της γιος;

«Πόσο χρονών ήταν όταν τον γέννησε;» αναρωτήθηκα κι έκρυψα την έκπληξή μου, λέγοντας, μπράβο σας, αξιαγάπητο παιδί ο Παναγιωτάκης.

Ίσια στα μάτια με κοιτούσε απ’ την αρχή, εκείνη όμως τη στιγμή ένιωσα να μπήκε βαθιά μέσα μου.
Και τι ‘ναι αυτό που τον κάνει αξιαγάπητο, για σας;

Ντράπηκα για ‘κείνο το κοινότοπο «μπράβο σας, αξιαγάπητος», που είχα ξεστομίσει. Κι όσο με κοιτούσε η Σαπφάρα περιμένοντας, τόσο μπέρδευα τα λόγια μου.
 
Είναι… μου θυμίζει τον Μπόρχες… και τους εξπρεσιονιστές…Για σιγά λίγο, κυρά δασκάλα. Τι μου μπλέκεις τον Μπόρχες; Δε θέλω να μου πεις ποιον σου θυμίζει, μη βάζεις άλλα πράγματα πάνω του, σκέτο θέλω να τον δεις.Ε… ναι.
Αυτό μπόρεσα να πω. Πήδησαν οι λέξεις απ’ το στόμα σαν βατράχια.

Η Σαπφάρα στεκόταν πολύ κοντά μου. Κοιτούσα μια τρίχα στη μπλούζα της. Μια στρατιά από μυρμήγκια ανέβαιναν απ’ τη μέση μου στον αυχένα και πάλι κάτω. Λέξη δεν μπορούσα να αρθρώσω, ούτε να κουνηθώ. Πανικόβλητη, ζήτησα καταφύγιο στο παιχνίδι μου. Όμως κανένα όνομα που να της ταιριάζει δεν μου ερχόταν, όσο και να το σκάλιζα.

Πήρε τα τσιγάρα της, καβάλησε το ποδήλατο κι έφυγε τραγουδώντας.
~~
Όταν πια χάθηκε πήρα ανάσα. Πήγα κι έκατσα στα καρεκλάκια που έβγαζε η Πόρτα στην πίσω μεριά. Σε λίγο ήρθε κι εκείνη. Ήταν ο μόνος άνθρωπος που αντάλλαζα παραπάνω κουβέντες, από τότε που ήρθα στην Ορεστιάδα.

Προσπαθούσα να βρω τρόπο να την ρωτήσω, αν ο Παναγιωτάκης ήταν υιοθετημένος. Όταν κατάλαβε πού είχε πάει το μυαλό μου, γέλασε.
Δικό της είναι το παιδί.Πρέπει να ήταν μεγάλη όταν τον γέννησε.Στα σαράντα τέσσερα. Ναι, την έζησε τη ζωή της πριν. Κι ακόμα τη ζει. Με τον Βασίλη, τον άντρα της, ερωτευμένοι ως τα μπούνια. Με όλα είναι ερωτευμένη η Σαπφάρα, ακόμη και με τους τσιμεντένιους κύκνους που έχει στην αυλή της.
~
Εκείνο το βράδυ στριφογύριζα στο κρεβάτι. Το μυαλό μου κολλημένο σ΄ένα όνομα χωρίς όνομα. Κατά βάθος ήξερα πως το παιχνίδι είχε τελειώσει, αλλά δεν έλεγα να το βάλω κάτω. Σηκώθηκα, πήρα το λεξικό και συνέχισα να ψάχνω.

Δεν είχε πάρει να χαράζει, αλλά ένιωθα τον ήλιο έτοιμο να ξεμυτίσει όταν δέχτηκα πως άδικα έχανα το χρόνο μου.

Άλλο όνομα δεν μπορούσα να της δώσω, το μόνο που της ταίριαζε, ήταν το δικό της: Σαπφάρα.

Εσύ τι όνομα θα της έδινες;

πηγή
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι