Aπό που βγαίνει η λέξη παξιμάδι;
Το παξιμάδι οφείλει το όνομα του στο Λόγιο Πάξαμο από τη Βοιωτία
γράφει ο Γιώργος Δαμιανός
Από την αρχαιότητα, οι φτωχές κοινωνικές τάξεις δεν έτρωγαν, πάντα, το πολυπόθητο ψωμί αλλά βολεύονταν, συνήθως, με την πιο φτηνή εκδοχή του, τα “κρίθινα” ή τις “κριθαρίδες” (άρτος με κριθάλευρο)
Μάλιστα, κατά τον α’ αιώνα μ.Χ, ο Λόγιος Παξαμάς ή Πάξαμος από τη Βοιωτία πρότεινε να ψήνεται δύο φορές ο άρτος (άρτος διπυρίτης), ώστε να αποβάλλει όλο το νερό και να επιτευχθεί η μακροχρόνια διατήρηση του.
Το παξιμάδι οφείλει το όνομα του στο Λόγιο Πάξαμο από τη Βοιωτία
γράφει ο Γιώργος Δαμιανός
Από την αρχαιότητα, οι φτωχές κοινωνικές τάξεις δεν έτρωγαν, πάντα, το πολυπόθητο ψωμί αλλά βολεύονταν, συνήθως, με την πιο φτηνή εκδοχή του, τα “κρίθινα” ή τις “κριθαρίδες” (άρτος με κριθάλευρο)
Με αυτό τον τρόπο θα χόρταινε ψωμί τόσο ο φτωχός κοσμάκης όσο και οι ναυτικοί, οι ταξιδιώτες και όσοι εργάζονταν μακριά από το σπίτι τους.
Προς τιμή του “εφευρέτη”, Παξάμου, το αρτοπαρασκεύασμα αυτό ονομάστηκε “παξαμάς”, “παξαμάτιον”, “παξιμάδιον”, “παξαμίδα”.
Ο Αndrew Dalby, στο βιβλίο του «Siren Feasts», υποστηρίζει ότι από την ελληνική λέξη παξιμάδι δημιουργήθηκαν: η Αραβική bashmat ή basquimat, η Τούρκικη beksemad, η Σερβοκροατική peksimet, η Ρουμάνικη pesmet και η Βενετσιάνικο pasimata (στη διάλεκτο της Τοσκάνης το pasimata προσδιορίζει ένα παραδοσιακό γλυκό).
O δίπυρος ή διπυρίτης άρτος στα Λατινικά μεταφράστηκε ως pane biscoctus < pane: ψωμί, bis: δύο φορές, coctus: ψημένο > biscoctus > biscotto > μπισκότο ή, κατά τους αρχαίους Έλληνες, «διπυρίτης».
Ο Λόγιος και Γραμματικός Παξαμάς ή Πάξαμος έγραψε τα «Οψαρτυρικά κατά στοιχείον», το Δωδεκάτεχνον, έστι δε περί αισχρών σχημάτων: Βαφικά βιβλία , Γεωργικά κ.ά. Το περιεχόμενο των έργων είναι άγνωστο σε μας. Γνωρίζουμε, μόνο τους τίτλους των έργων του από το λεξικό Σούδα (ή Σουίδα)
24grammata.com
O δίπυρος ή διπυρίτης άρτος στα Λατινικά μεταφράστηκε ως pane biscoctus < pane: ψωμί, bis: δύο φορές, coctus: ψημένο > biscoctus > biscotto > μπισκότο ή, κατά τους αρχαίους Έλληνες, «διπυρίτης».
Ο Λόγιος και Γραμματικός Παξαμάς ή Πάξαμος έγραψε τα «Οψαρτυρικά κατά στοιχείον», το Δωδεκάτεχνον, έστι δε περί αισχρών σχημάτων: Βαφικά βιβλία , Γεωργικά κ.ά. Το περιεχόμενο των έργων είναι άγνωστο σε μας. Γνωρίζουμε, μόνο τους τίτλους των έργων του από το λεξικό Σούδα (ή Σουίδα)
24grammata.com
«Ο πατέρας μου θα χαιρόταν πολύ να σας γνωρίσει, μιας και τα έχει βάλει για τα καλά με τον κ. Μπαμπινιώτη εξαιτίας ενός παξιμαδιού!» Φυσικά μου κίνησε το ενδιαφέρον θέμα και ζήτησα διευκρινίσεις για το παξιμάδι αυτό της οργής, αν και υποψιαζόμουν περίπου πού πάει το θέμα.
Συνεχίζει η φίλη σε νέο μήνυμα:
Συνεχίζει η φίλη σε νέο μήνυμα:
«Η ετυμολογία του παξιμαδιού που δίνεται στο λεξικό του κ. Μπαμπινιώτη έχει προκαλέσει την οργή! Σε κάθε ευκαιρία το περιλαβαίνει ο πατέρας μου και του ψέλνει τον αναβαλλόμενο».
Και σε νέο μήνυμα φτάνουμε στον τύπο των ήλων:
«Το ότι [σύμφωνα με τον Μπαμπινιώτη] το παξιμάδι πήρε την ονομασία του από τον φούρναρη Πάξαμο είναι που έχει προκαλέσει τα δεινά μας. Η γιαγιά του πατέρα μου (και γενικώς οι παλιοί στην περιοχή) το παξιμάδι το λέγανε καψιμάδι. Να βρούμε μια λύση, να γαληνέψουμε…»
Η περιοχή στην οποία το παξιμάδι το λέγαν «καψιμάδι» οι παλιοί είναι η βόρεια Εύβοια ή κάποιο κομμάτι της. Να πούμε εδώ ότι η ετυμολογία που τόσο εξόργισε τον πατέρα της φίλης δεν είναι εύρημα αποκλειστικά του κ. Μπαμπινιώτη, ή πιο σωστά των λεξικών Μπαμπινιώτη, αφού πρόκειται για συλλογική εργασία: είναι η κοινώς αποδεκτή ετυμολογία από όλα τα λεξικά· τα ίδια με το λεξικό Μπαμπινιώτη θα βρείτε και στο ετυμολογικό του Ανδριώτη και στο ΛΚΝ (ετυμολογίες Πετρούνια).
Ο Πάξαμος ήταν αρτοποιός και μάγειρας της ελληνιστικής εποχής. Δεν θα παραξενευτώ αν αντιμετωπίσετε με δυσπιστία την προτεινόμενη ετυμολογία («νατσουλισμός», ακούω κάποιον να λέει), αλλά υπάρχουν πολλά στοιχεία που την τεκμηριώνουν και πρώτα-πρώτα οι ενδιάμεσοι τύποι.
Η περιοχή στην οποία το παξιμάδι το λέγαν «καψιμάδι» οι παλιοί είναι η βόρεια Εύβοια ή κάποιο κομμάτι της. Να πούμε εδώ ότι η ετυμολογία που τόσο εξόργισε τον πατέρα της φίλης δεν είναι εύρημα αποκλειστικά του κ. Μπαμπινιώτη, ή πιο σωστά των λεξικών Μπαμπινιώτη, αφού πρόκειται για συλλογική εργασία: είναι η κοινώς αποδεκτή ετυμολογία από όλα τα λεξικά· τα ίδια με το λεξικό Μπαμπινιώτη θα βρείτε και στο ετυμολογικό του Ανδριώτη και στο ΛΚΝ (ετυμολογίες Πετρούνια).
Ο Πάξαμος ήταν αρτοποιός και μάγειρας της ελληνιστικής εποχής. Δεν θα παραξενευτώ αν αντιμετωπίσετε με δυσπιστία την προτεινόμενη ετυμολογία («νατσουλισμός», ακούω κάποιον να λέει), αλλά υπάρχουν πολλά στοιχεία που την τεκμηριώνουν και πρώτα-πρώτα οι ενδιάμεσοι τύποι.
Τι εννοώ;
Εννοώ ότι το παξιμάδι δεν εμφανίζεται ξαφνικά στη νεοελληνική γλώσσα ουρανοκατέβατο, από το μηδέν, οπότε πράγματι θα ήταν νατσουλισμός να το ανάξουμε [σικ, ρε!] στον Πάξαμο της ελληνιστικής εποχής. Όμως υπάρχει ολόκληρη αλυσίδα τύπων που οδηγεί από τον Πάξαμο ίσαμε το σημερινό παξιμάδι.
Η λέξη παξιμάδι εμφανίζεται σε μεσαιωνικά κείμενα, ήδη στα προδρομικά· στο μεσαιωνικό λεξικό του Κριαρά βρίσκω ένα απόσπασμα από τον Αγάπιο Λάνδο (που είναι βέβαια κοντινός μας, του 17ου αιώνα): το νερόν του κριθίνου παξιμαδίου δίδει ωφέλειαν.
Η λέξη παξιμάδι εμφανίζεται σε μεσαιωνικά κείμενα, ήδη στα προδρομικά· στο μεσαιωνικό λεξικό του Κριαρά βρίσκω ένα απόσπασμα από τον Αγάπιο Λάνδο (που είναι βέβαια κοντινός μας, του 17ου αιώνα): το νερόν του κριθίνου παξιμαδίου δίδει ωφέλειαν.
Πιο πίσω, στο Χρονικό του Μορέως (14ος αι.), «αφότου έχομεν εδώ ψωμί και παξιμάδιν, κρασίν, νερόν και άρματα όσον μας κάνει χρεία».
Στον Πτωχοπρόδρομο (11ος αι.) η λ. υπάρχει με τη σημασία «κομμάτια»: «ξιφιοτράχηλον παστόν, κυπρίνου παξιμάδια».
Ας πάρουμε την αλυσίδα τώρα από την άλλη άκρη της. Σε ένα έργο που (ψευδώς) αποδίδεται στον Γαληνό και χρονολογείται περίπου στον 2ο αιώνα μ.Χ. ο γιατρός δίνει στον ασθενή συμβουλές διατροφής:
Ας πάρουμε την αλυσίδα τώρα από την άλλη άκρη της. Σε ένα έργο που (ψευδώς) αποδίδεται στον Γαληνό και χρονολογείται περίπου στον 2ο αιώνα μ.Χ. ο γιατρός δίνει στον ασθενή συμβουλές διατροφής:
να ψήσει κρέας από αρνίσια ωμοπλάτη και να το φάει «συν οίνω τω αρκούντι και άρτω και παξαμαδίω».
Ο Παλλάδιος, σε μιαν εκκλησιαστική ιστορία (4ος-5ος αιώνας) έχει τον τύπο «παξαμάς» και μας δίνει καλύτερη ιδέα για το τι ήταν:
«έβρεξε ένα, ξηροί γαρ ήσαν» και καταγράφει και διάλογο με έναν γεράκο:
«Φάγε, παπία, και άλλον παξαμάν».
Οι αναφορές στα κείμενα είναι δεκάδες, κάπου έχουμε και «άρτος παξαμήτης», ο Πορφυρογέννητος, εκεί που περιγράφει τα της βυζαντινής αυλής μιλάει για «παξαμάτιον», στο δε λεξικό Σούδα υπάρχει το λήμμα:
«Παξαμάς· ο δίπυρος άρτος, έστι δε η λέξις ρωμαϊκή».
Αυτό το «ρωμαϊκή» νομίζω πως δεν εννοεί τα λατινικά, αλλά ότι η λέξη δεν είναι των κλασικών ελληνικών παρά των ελληνικών της αυτοκρατορίας. (Διορθώστε με αν έχετε άλλη γνώμη).
Από το παξαμάδιον με ανομοίωση παράχθηκε το παξιμάδιον και από εκεί το παξιμάδιν και το παξιμάδι. Δεν λείπει κανένας κρίκος από την αλυσίδα, η ετυμολογία είναι (κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον) απόλυτα πειστική.
Ναι, αλλά στη βόρεια Εύβοια το λένε «καψιμάδι» το παξιμάδι, και μάλιστα όχι τώρα αλλά παλιά, εδώ και 200 χρόνια ας πούμε -πώς το εξηγείς αυτό;
Το εξηγώ ως εξής:
Το παξιμάδι προήλθε όντως από τον φούρναρη Πάξαμο, και αυτό φαίνεται επειδή υπάρχουν στα κείμενα που είδαμε οι λέξεις παξαμάς και παξαμάδιον που σημαίνουν κάποιο αρτοσκεύασμα.
Όμως, σήμερα, όταν ακούμε παξιμάδι είναι αδύνατο να πάει το μυαλό μας στον Πάξαμο· πολύ περισσότερο πριν από 200 χρόνια.
Και επειδή ο άνθρωπος είναι ζώο που έχει το χούι να αναζητάει την αρχή των πραγμάτων, σε μερικά μέρη οι άνθρωποι παρετυμολόγησαν το παξιμάδι και το είπαν καψιμάδι, που τους φάνηκε πολύ ταιριαστό επειδή βγαίνει ψημένο από τον φούρνο (και μάλιστα δυο φορές ψημένο:
διπυρίτης άρτος ή bis-cotto, μπισκότο: στα ιταλικά σημαίνει τις φρυγανιές και τα συναφή, όχι τα μπισκότα).
Τέτοια παραδείγματα παρετυμολογίας υπάρχουν πάρα πολλά.
Αλλά το καψιμάδι δεν μπορεί να είναι η αρχή της λέξης γιατί δεν εξηγεί τους ενδιάμεσους τύπους παξαμάδιον κτλ., ούτε υπάρχει κανείς λόγος το καψιμάδι (που έχει ετυμολογική διαφάνεια) να παραφθαρεί· κι αν παραφθαρεί δεν έχει κανέναν λόγο να γίνει παξιμάδι, θα μπορούσε να δώσει ένα κάρο άλλες παραλλαγές -που δεν υπάρχουν.
Θα έλεγα ότι ο πατέρας της φίλης έχει καλή παρέα, διότι βρίσκω τον τύπο «καψιμάδες» (αντί για παξιμάδες) στο μεσαιωνικό λεξικό του Κριαρά, σε ένα βυζαντινό ημερολογιακό ποίημα: οπίσω η γυνή του βαστώντα και ταγάριν, σκορδίκια είχε κάτωθεν και πέντε καψιμάδες. Η λέξη ήταν εξίσου αδιάφανη πριν από οχτακόσια χρόνια όσο και πριν από διακόσια.
Πάντως, το χάρηκα το ιερό λεξικογραφικό μένος του πατέρα της φίλης, ο οποίος κοντεύει τα ογδόντα, λιγάκι αγρότης αλλά και φωτογράφος, και λίγο έμπορος, και έχει κάτι παλιά κιτάπια, σαν το λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου, από το 1850, και «Αν βρούμε τη λέξη εκεί, έχει καλώς, τη δεχόμαστε. Αν όχι, τρώμε κόλλημα….». Ένα κρασί πολύ θα ήθελα να το πίναμε μαζί, με μεζέ παξιμάδι βεβαίως, και μετά να τα ψέλναμε στον Μπαμπινιώτη παρέα, έστω κι αν έχει δίκιο για τα παξιμάδια της οργής!
Αλλά το καψιμάδι δεν μπορεί να είναι η αρχή της λέξης γιατί δεν εξηγεί τους ενδιάμεσους τύπους παξαμάδιον κτλ., ούτε υπάρχει κανείς λόγος το καψιμάδι (που έχει ετυμολογική διαφάνεια) να παραφθαρεί· κι αν παραφθαρεί δεν έχει κανέναν λόγο να γίνει παξιμάδι, θα μπορούσε να δώσει ένα κάρο άλλες παραλλαγές -που δεν υπάρχουν.
Θα έλεγα ότι ο πατέρας της φίλης έχει καλή παρέα, διότι βρίσκω τον τύπο «καψιμάδες» (αντί για παξιμάδες) στο μεσαιωνικό λεξικό του Κριαρά, σε ένα βυζαντινό ημερολογιακό ποίημα: οπίσω η γυνή του βαστώντα και ταγάριν, σκορδίκια είχε κάτωθεν και πέντε καψιμάδες. Η λέξη ήταν εξίσου αδιάφανη πριν από οχτακόσια χρόνια όσο και πριν από διακόσια.
Πάντως, το χάρηκα το ιερό λεξικογραφικό μένος του πατέρα της φίλης, ο οποίος κοντεύει τα ογδόντα, λιγάκι αγρότης αλλά και φωτογράφος, και λίγο έμπορος, και έχει κάτι παλιά κιτάπια, σαν το λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου, από το 1850, και «Αν βρούμε τη λέξη εκεί, έχει καλώς, τη δεχόμαστε. Αν όχι, τρώμε κόλλημα….». Ένα κρασί πολύ θα ήθελα να το πίναμε μαζί, με μεζέ παξιμάδι βεβαίως, και μετά να τα ψέλναμε στον Μπαμπινιώτη παρέα, έστω κι αν έχει δίκιο για τα παξιμάδια της οργής!
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι