Σελίδες

Tuesday, 22 September 2020

H Παιδαγωγική σχέση μετά την Πανδημία

Είναι ευρέως αποδεκτό πως το σχολείο για φτωχά παιδιά αποτελεί διαφυγή και ευκαιρία. Και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να αίρεται η λειτουργία του δίχως σκέψη.
Για να δει το παιδί με καλό μάτι την κοινωνία, έλεγε η σπουδαία Γαλλίδα παιδοψυχολόγος και ψυχαναλύτρια Φρανσουάζ Ντολτό, το σχολείο θα πρέπει να λειτουργεί με την αρχή ότι το παιδί είναι καλό.

Πόσο εύκολο είναι να διατηρηθεί αυτό το αξίωμα τη στιγμή που τα δεδομένα έχουν ανατραπεί, αφότου η πανδημία επέβαλε τα δικά της ήθη και όρους, κόβοντας το σχολικό σύμπαν στα δυο; 
Ποιοι θα είναι οι μύστες των μαθητών στη νέα κανονικότητα και πόσο ευδιάκριτος θα είναι ο ρόλος των διδασκόντων από εκείνον των υγειονομικών αρχών;
  • Ο Δάσκαλος είναι εκείνος που ακούει τα αιτήματα του παιδιού, ορίζει τα ιδεώδη του και το ωθεί να επιθυμήσει τη γνώση και να δημιουργήσει νέα σημαίνοντα ώστε εκείνο να καταλάβει ποιο είναι και τι θέλει να πετύχει. 
Πώς θα μπορέσει να υπηρετήσει αυτό τον ρόλο αν καλείται να εκτελέσει χρέη αστυνόμου ή επιδημιολόγου από τη στιγμή που η πολιτεία δεν έχει μεριμνήσει να φτάσει ο «λόγος της επιστήμης» στα παιδικά αυτιά από τους αρμόδιους φορείς;

Ο Ζορζ Μοκό, στο βιβλίο του «Ψυχανάλυση και Εκπαίδευση», προσεγγίζει την παιδαγωγική σχέση από ψυχαναλυτική σκοπιά, αναδεικνύοντας τους τρόπους με τους οποίους ο εκπαιδευτικός απαντά στις ανάγκες του παιδιού επηρεάζοντας ταυτόχρονα τόσο τη σχέση του με τη γνώση όσο και το όποιο σύμπτωμά του, από τη διάσπαση προσοχής μέχρι τη δυσλεξία ή την έκφραση βίας.

Η μελέτη του Γάλλου ψυχαναλυτή αφορά τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των υποκειμένων της εκπαίδευσης μέσα στις φυσικές σχολικές τάξεις και όχι σε κάποιο ψηφιακό σχολικό σύμπαν και αναφέρεται στους δασκάλους που καλούνται να αφουγκραστούν τις ανάγκες των παιδιών χωρίς, ωστόσο, να αναγκάζονται να συγκρούονται τόσο μαζί τους όσο και με γονείς και κηδεμόνες που αρνούνται να συμμορφωθούν με τις υποδείξεις του υπουργείου Παιδείας.

Τι είδους εκπαίδευση απομένει, λοιπόν, για τη γενιά Covid;
  • Για πρώτη φορά στη μεταπολεμική ιστορία του δυτικού κόσμου διακόπηκε η σχολική εκπαίδευση, αποκλείοντας τα μη ευνοημένα παιδιά από την εκπαιδευτική διαδικασία. Και μετά ήρθαν... οι μάσκες, η διγλωσσία γύρω από αυτές και ο διχασμός.
Έπειτα χτύπησε το πρώτο κουδούνι και κατά τη διάρκεια του σχολικού αγιασμού ήταν ηχηρή η απουσία των εκπροσώπων της επιστήμης. Έτσι έμειναν οι διδάσκοντες να επιχειρούν να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους και οι διδασκόμενοι να προσπαθούν να επενδύσουν με νέο τρόπο τη διαδικασία του μαθήματος και το περιβάλλον του σχολείου. 

Τι είδους παιδαγωγική σχέση χτίζεται σε ένα τέτοιο σχολικό πλαίσιο;
Όλα δείχνουν πως εάν δεν επινοηθούν νέοι τρόποι μεταφοράς σημαινόντων- δηλαδή γνώσης- από τον καθηγητή προς το μαθητή, τότε η εκπαιδευτική διαδικασία δεν θα μπορέσει να συνεχιστεί ομαλά. Διότι η μεταφορά γνώσης είναι εφικτή μονάχα όταν υπάρχει θετική μεταβίβαση. 
  • Βάσει της ψυχαναλυτικής θεωρίας, μπορούμε να «μάθουμε», όταν «αγαπάμε»...
Προς το παρόν κανένας δεν δείχνει να γνωρίζει τον ρόλο του στη νέα αυτή σχολική πραγματικότητα. Όπως κανένας δεν μοιάζει να έχει προετοιμαστεί για ένα νέο σχολικό κλείσιμο από τη στιγμή που 
  • δεν έχουν διασφαλιστεί ίσες ευκαιρίες εκπαίδευσης σε όλους τους μαθητές μέσα από κρατικές επενδύσεις στην αγορά υπολογιστών και συνδέσεις στο διαδίκτυο για όλους.
Θα είναι φέτος άραγε λοιπόν μια χαμένη, για τα παιδιά, σχολική χρονιά; 
Θα σημειωθεί πτώση μορφωτικού επιπέδου και όξυνση κατ’ επέκταση των κοινωνικών ανισοτήτων;

Η αμερικανική εφημερίδα New York Times έδωσε τις απαντήσεις της στα παραπάνω ερωτήματα μέσα από ένα άρθρο – καταπέλτη για τα σχολεία των ΗΠΑ. 
Το άρθρο τόνιζε πως οι μαθητές που προέρχονται από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος έχασαν κατά μέσον όρο πέντε μήνες διδασκαλίας, ενώ πολλοί μαθητές αναμένεται να εγκαταλείψουν το σχολείο εξαιτίας των περιορισμών της τεχνολογίας και των κοινωνικών ανισοτήτων. 
Στο δημοσίευμα αναφερόταν και το ενδεχόμενο απαξίωσης του δημόσιου συστήματος εκπαίδευσης μετά την πιθανή στροφή των «απογοητευμένων εύπορων γονέων» προς τα ιδιωτικά σχολεία. Και αυτό δεν αφορά μόνο την αντίπερα όχθη του Ατλαντικού.
  • Έχει χυθεί πολύ μελάνι για τη σπουδαιότητα της εκπαιδευτικής ρουτίνας για την υγιή συναισθηματική και ψυχολογική ανάπτυξη ενός παιδιού από τη νηπιακή ηλικία.
Το 1941, πριν από περίπου οκτώ δεκαετίες η Αννα Φρόιντ, κόρη του Σίγκμουντ και μια από της «μητέρες» της παιδικής ψυχανάλυσης, ίδρυσε τους πρώτους παιδικούς σταθμούς στην Ευρώπη. 
Ο στόχος ήταν διπλός: το καταλάγιασμα της ψυχικής αναστάτωσης των παιδιών κατά τη διάρκεια του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου και η παροχή καταφυγίου στους λιλιπούτειους άστεγους εξαιτίας των βομβαρδισμών. 
  • Έκτοτε δεν αμφισβητήθηκε ποτέ η σημασία της σχολικής τάξης -ακόμα και για τα νήπια- ως βασικό πεδίο κοινωνικοποίησης και νοητικής ανάπτυξης. Ιδίως για τα λιγότερο ευνοημένα.
Είναι ευρέως αποδεκτό πως το σχολείο για φτωχά παιδιά αποτελεί διαφυγή και ευκαιρία. Και γι’ αυτό δεν θα πρέπει να αίρεται η λειτουργία του δίχως σκέψη. 
Κατά τη διάρκεια της ισπανικής γρίπης το 1918 τρεις αμερικανικές πόλεις- η Νέα Υόρκη, το Σικάγο και το Νιου Χέιβεν στο Κονέκτικατ – αποφάσισαν να κρατήσουν ανοικτά τα σχολεία με το σκεπτικό πως οι μαθητές θα ήταν πιο ασφαλείς στις αεριζόμενες σχολικές εγκαταστάσεις, όπου δάσκαλοι, γιατροί και νοσοκόμες παρακολουθούσαν την υγεία τους παρά στις μη υγιεινές κατοικίες τους.

Επιστρέφοντας στο ευρωπαϊκό παρόν, στα μέσα του περασμένου Ιουνίου και μετά το τουλάχιστον δίμηνο λουκέτο των περισσότερων ευρωπαϊκών σχολικών ιδρυμάτων, η Αυστριακή Εταιρεία Παιδιατρικής και Εφηβικής Ψυχιατρικής, Ψυχοσωματικής και Ψυχοθεραπείας ζήτησε να ξαναρχίσουν πλήρως τη λειτουργία τους τα σχολεία και οι εγκαταστάσεις φροντίδας παιδιών, σύμφωνα με τα μέτρα υγιεινής, προκειμένου να αποφευχθούν περαιτέρω επιπτώσεις στα παιδιά και τις οικογένειές τους, ιδίως όσον αφορά την ψυχική τους υγεία.

Είχε προηγηθεί η μελέτη του Ιατρικού Πανεπιστημίου του Ινσμπρουκ, η οποία κατέληγε πως η απουσία της φυσικής σχολικής αίθουσας δεν είναι άνευ ψυχοκοινωνικού κόστος. 
Συγκεκριμένα ο μακρύς αποκλεισμός από τη συνήθη καθημερινή ζωή βλάπτει τα παιδιά και τους εφήβους στη γνωστική, συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξή τους, όπως επεσήμανε η Κάτριν Ζέβεκε, διευθύντρια της Πανεπιστημιακής Κλινικής για Παιδιά και Εφηβική Ψυχιατρική στο Ιατρικό Πανεπιστήμιο του Ινσμπρουκ.

Και αν δεν γίνεται να υπάρξει η σχολική τάξη όπως την ξέραμε μέχρι σήμερα, τότε θα πρέπει να φροντίσουμε να την εφεύρουμε, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η μεταφορά της γνώσης και να επιτυγχάνεται ο τελικός σκοπός της εκπαίδευσης: η μετατροπή των καθρεφτών σε παράθυρα, όπως έλεγε και ένας Αμερικανός δημοσιογράφος.

Δήμητρα Αθανασοπούλου

efsyn
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

No comments:

Post a Comment