Σελίδες

Monday, 9 November 2020

Παιχνίδια της ζωής

Ο Νίκος και η Μαρία ήταν δύο καλοί φίλοι και τίποτα παραπάνω. Το περιβάλλον τους βέβαια, τους θεωρούσε ζευγάρι, αλλά δεν ήταν έτσι. Η αγάπη και η τρυφερότητα που έδειχνε ο ένας για τον άλλον ήταν εντελώς φιλικά.

Ο Νίκος ήταν Αθηναίος και η Μαρία από μία πόλη της Θεσσαλίας.
Γνωρίστηκαν στο Πολυτεχνείο, πληροφορική σπούδαζαν και οι δύο. Η Μαρία πήγαινε συχνά στο σπίτι του Νίκου και οι γονείς του την καλοδεχόταν και την αγαπούσαν.


Μάλιστα παρότρυναν τον γιο τους να τη δει με άλλο μάτι, γιατί ήταν ένα υπέροχο κορίτσι και πολύ θα την ήθελαν και για νύφη τους.
Ο Νίκος όμως τους το ξεκαθάρισε, ότι τη Μαρία δεν μπορεί να τη δει αλλιώς, παρά μόνο, σαν μια καλή και αγαπημένη φίλη. Και η Μαρία μιλούσε συχνά στους γονείς της για τον Νίκο, όταν πήγαινε στην πόλη τους και πολύ θα ήθελε να γνωριστούν και με τους γονείς του.


Η Μαρία προερχόταν από μία πάμπτωχη οικογένεια. Υπάλληλος στην καθαριότητα του Δήμου ο πατέρας της και η μάνα καθαρίστρια κι αυτή, στο Νοσοκομείο της πόλης. Τα έβγαζαν πολύ δύσκολα πέρα. Η Μαρία μεγάλωσε με πολλές στερήσεις. Όμως αγαπούσε πολύ τα γράμματα.
Διέπρεπε στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο και στις Πανελλήνιες μπήκε απ’ τους πρώτους στο Πολυτεχνείο.
Οι γονείς το χάρηκαν πολύ, αλλά απ’ την άλλη, σκέφτονταν πώς θα τα κατάφερναν με τις σπουδές του κοριτσιού.
Μοναχοπαίδι ήταν τώρα πια. Γιατί όταν γεννήθηκε είχε και δίδυμο αδερφάκι.


Με πόνο ψυχής οι γονείς το έδωσαν για υιοθεσία σ’ ένα άτεκνο ζευγάρι στην Αθήνα, γιατί ήταν αδύνατον να τα βγάλουν πέρα με δύο παιδιά και με τη φτώχεια που τους έδερνε.
Το ζευγάρι ήταν σε πολύ καλή οικονομική κατάσταση.
— Η Μαρία αυτό το έμαθε όταν ήταν περίπου δέκα χρονών.
Τον πρώτο καιρό επικοινωνούσαν μαζί του, αλλά αργότερα έχασαν τα ίχνη.


Στενοχωρήθηκαν γι’ αυτό, ήθελαν να μαθαίνουν για το παιδί τους, αλλά μετά το πήραν απόφαση. Όχι ότι το ξέχασαν, πάντα ένα αγκαθάκι αγκύλωνε την καρδιά τους, αλλά τώρα πια δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα.


Η Μαρία μεγάλωσε, μπήκε στο Πολυτεχνείο όπως είπαμε και οι γονείς της βρήκαν μια γκαρσονιέρα οικονομική και την εγκατέστησαν στην πρωτεύουσα.
Ο Νίκος ήταν αλλιώς. Προερχόταν από μια πολύ ευκατάστατη οικογένεια, μοναχοπαίδι κι αυτός. Αλλά το ότι ήταν από διαφορετικά κοινωνικά επίπεδα, αυτό δεν τους εμπόδισε να δεθούν τόσο πολύ και να γίνουν δύο καλοί φίλοι.


Κάποια μέρα οι γονείς του Νίκου, πρότειναν στη Μαρία να έρθει να μείνει στην πολυώροφη κατοικία τους.
Είχαν ένα δυάρι ανοίκιαστο που το χρησιμοποιούσαν σαν αποθήκη κι αν δεχόταν η Μαρία να μείνει εκεί, θα το άδειαζαν φυσικά. Δεν ήθελαν ενοίκιο, της το ξεκαθάρισαν.
Η Μαρία αισθάνθηκε λίγο άβολα και επέμενε να πληρώνει, αλλά εκείνοι δεν το ήθελαν με τίποτα.


Στο τέλος το δέχτηκε, σκέφτηκε πως έτσι θα ανακουφίζονταν οι γονείς της οικονομικά, παρ’ ότι πληγωνόταν η αξιοπρέπειά της.
Όταν το ανακοίνωσε στους γονείς της ντράπηκαν κι εκείνοι λιγάκι, αλλά στο τέλος, αφού η κόρη τους το αποφάσισε δεν είπαν τίποτα. Οι γονείς του Νίκου όπως είχαν υποσχεθεί, άδειασαν το διαμέρισμα, το έβαψαν κιόλας και περίμεναν τη μετακόμιση της Μαρίας.
Ο πατέρας της τής υποσχέθηκε πως θα φρόντιζε την επόμενη εβδομάδα να πάρει 2-3 μέρες άδεια να κατέβει στην Αθήνα να βοηθήσει στη μετακόμιση. Έτσι και έγινε. Η Μαρία στο μεταξύ είχε μαζέψει τα πράγματά της με βοηθό τον Νίκο τις ελεύθερες ώρες τους. Οι γονείς του δεν θα βρίσκονταν εκείνη την εβδομάδα στο σπίτι γιατί είχαν προγραμματίσει ένα ταξίδι στο εξωτερικό.
«Ελπίζω» είπε ο πατέρας «ώσπου να τελειώσει η μετακόμιση να είμαστε πίσω για να γνωριστούμε και με τον πατέρα της Μαρίας».
Σχεδόν είχαν ταχτοποιήσει το διαμέρισμα όταν επέστρεψαν οι γονείς. Την επόμενη ημέρα θα έφευγε ο πατέρας της Μαρίας. Ήθελε όμως προηγουμένως να γνωρίσει τους γονείς του Νίκου και να τους ευχαριστήσει, για όλα αυτά που πρόσφεραν στο παιδί του.
Ήταν νωρίς το απόγευμα όταν χτύπησαν το κουδούνι του σπιτιού του Νίκου. Άνοιξε εκείνος. Οι γονείς όρθιοι περίμεναν να τους υποδεχθούν. Αλλά ξαφνικά, ο πατέρας όταν αντίκρισε τους γονείς του Νίκου, ένιωσε... κάπως. Μια ζαλάδα... μια τάση λιποθυμίας... Σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα και οι γονείς του Νίκου, σαστισμένοι, προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν.


Του έκαναν αέρα, του έφεραν νερό... Τα παιδιά τα είχαν χαμένα. «Τι έγινε... τι συμβαίνει... τι πάθατε...;» είπε ο Νίκος.
Ο πατέρας συνήλθε, κοίταξε τον Νίκο και... δάκρυσε, το ίδιο και οι γονείς του.


Μίλησε ο πατέρας του Νίκου. «Παιδιά καθίστε, μην ταράζεστε θα τα μάθετε... όλα, λίγο αργά βέβαια. Νίκο παιδί μου... είσαι... είσαι... θετός γιος μας, ο πατέρας σου ο φυσικός, είναι και πατέρας της Μαρίας. Συγγνώμη παιδί μου... που να φανταστούμε... ότι...». Ο Νίκος σηκώθηκε. «Σοβαρά... πατέρα;» Με μια συγνώμη τελειώνουν όλα...! Έπρεπε να ξέρω, θα μπορούσα εγώ και η Μαρία να συνάψουμε άλλη σχέση... Με την αδερφή μου, καταλαβαίνετε; Τα θετά παιδιά πρέπει να ξέρουν από πού προέρχονται, δεν μπορεί να φανταστεί κανείς τι θα συναντήσουν στο δρόμο τους...». Έπειτα βρόντηξε την πόρτα και έφυγε. Πίσω του έτρεξε η Μαρία.

 Περπάτησαν αμίλητοι και ύστερα κάθισαν σ’ ένα παγκάκι σε ένα πάρκο. Αγκαλιάστηκαν έκλαψαν για αρκετή ώρα κι αφού ηρέμησαν, σκέφτηκαν ότι έπρεπε να γυρίσουν στο σπίτι γιατί θα ανησυχούσαν και οι... γονείς.

Από την Καλλίτσα Γκουράβα-Δικτά, συγγραφέα

eleftheria.gr

No comments:

Post a Comment