Όλοι θυμόμαστε με νοσταλγία τα παιδικά μας χρόνια, τότε που τρέχαμε ανέμελα, κυνηγώντας το τόπι.
Μαζευόμασταν τα παιδιά της γειτονιάς και παίζαμε μηλάκια, ψείρες, ποδόσφαιρο, σχοινάκι. Πέφταμε κάτω, γδέρναμε και σκίζαμε τα γόνατα και τους αγκώνες μας. Τα αίματα έτρεχαν ρυάκι καθώς επιστρέφαμε σπίτι για το βραδινό, σκυθρωποί γιατί η βραδιά έφτασε στο τέλος της. Και καθώς η μαμά περιποιούνταν τα τραύματα μας με βαμβάκι και ιώδιο, μας ξεφώνιζε γιατί τρύπησε το καινούργιο παντελόνι.
Ελπίζω η επίκληση στο συναίσθημα, να ανέσυρε από τα βάθη της καρδιάς σας τις πιο γλυκές αναμνήσεις, γιατί θέλω να θέσω το ερώτημα: ″Άραγε γιατί έχουν αλλάξει έτσι οι καιροί; Γιατί δεν ακούμε πλέον το αγνό γέλιο των παιδιών να αντηχεί στις γειτονιές και στις παιδικές χαρές;″ Το διαδίκτυο εισβάλλει όλο και νωρίτερα στη ζωή των παιδιών και αρχίζει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας τους. Όποιος δεν είναι ικανός να ανταποκριθεί στις τεχνολογικές απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής, ″σφραγίζεται″ ως τεχνολογικά αναλφάβητος. Και το ερώτημα που αναδύεται στο σημείο αυτό είναι, τι παραπάνω μπορεί να χαρίσει ένα tablet ή ένα κινητό από την απλή παιδική συντροφιά;
Ίσως προβλήματα όρασης, περιστατικά κυβερνοεκφοβισμού και συμπλέγματα κατωτερότητας. Αλλά και το περιβάλλον στο οποίο ζει και μεγαλώνει ένα παιδί έχει αλλάξει και η αναφορά δεν γίνεται μόνο για τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και για τις επαρχιακές πόλεις και τα χωριά. Στις μεγάλες πόλεις, στις θεόρατες αυτές πολυκατοικίες από ατσάλι και μπετόν αρμέ, οι ένοικοι είναι απρόσωπες οντότητες, που υπενθυμίζουν την ύπαρξη τους από το κλείσιμο της εξώπορτας τους (εξαίρεση αποτελεί ο αγαπητός μου γείτονας από πάνω, που φροντίζει να με ″ψυχαγωγεί″ με την ηλεκτρονική μουσική του). Τα παιδάκια πια δεν βγαίνουν να παίξουν έξω στις πιλοτές ή στο δρόμο ( τι άγρια νιάτα ήμασταν εμείς;).
Το παιχνίδι είναι επιτρεπτό σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους, τουτέστιν σε εξωσχολικές δραστηριότητες και αυτό όπως ακριβώς καθορίζει το πρόγραμμα. Και στην τιμημένη ελληνική ύπαιθρο, τα πράγματα αρχίζουν και διαφοροποιούνται. Τα χωριά ερημώνουν, τα παιδιά λιγοστεύουν, τα σχολεία κλείνουν. Οι παιδικές χαρές θάβονται κάτω από τόνους σκουπιδιών, ακαθαρσίες ζώων και αγριόχορτα και κρίνονται ανάξιες και ακατάλληλες να φιλοξενήσουν τις πιο αγνές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Κάντε ένα pause, βγείτε από το πλαίσιο και παρατηρείστε προσεκτικά.
Το ομαδικό παιχνίδι, εκείνο που θεωρούσαμε ως ένα αναφαίρετο δικαίωμα μας, τείνει να αφανιστεί. Ο κλοιός αρχίζει και σφίγγει και όλοι οδηγούμαστε στην εσωτερίκευση και τη μελαγχολία, τα δηλητήρια της ψυχής. Τα παιδιά παύουν να είναι παιδιά και μετατρέπονται σε «θηρία», που κλείνονται πίσω από τις οθόνες των κινητών. Χάνουν απότομα την αθωότητα, που κάποτε μας γοήτευε και μαθαίνουν όσα περισσότερα γίνεται για το σεξ, τα ναρκωτικά, τη βία, τη σκληρότητα. Πού οδηγούμαστε άραγε; Μήπως στο βαθύ έρεβος μίας αβύσσου;
Κατερίνα Στεφάνου | 09/04/20
tomorrownews.gr
Μαζευόμασταν τα παιδιά της γειτονιάς και παίζαμε μηλάκια, ψείρες, ποδόσφαιρο, σχοινάκι. Πέφταμε κάτω, γδέρναμε και σκίζαμε τα γόνατα και τους αγκώνες μας. Τα αίματα έτρεχαν ρυάκι καθώς επιστρέφαμε σπίτι για το βραδινό, σκυθρωποί γιατί η βραδιά έφτασε στο τέλος της. Και καθώς η μαμά περιποιούνταν τα τραύματα μας με βαμβάκι και ιώδιο, μας ξεφώνιζε γιατί τρύπησε το καινούργιο παντελόνι.
Ελπίζω η επίκληση στο συναίσθημα, να ανέσυρε από τα βάθη της καρδιάς σας τις πιο γλυκές αναμνήσεις, γιατί θέλω να θέσω το ερώτημα: ″Άραγε γιατί έχουν αλλάξει έτσι οι καιροί; Γιατί δεν ακούμε πλέον το αγνό γέλιο των παιδιών να αντηχεί στις γειτονιές και στις παιδικές χαρές;″ Το διαδίκτυο εισβάλλει όλο και νωρίτερα στη ζωή των παιδιών και αρχίζει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητας τους. Όποιος δεν είναι ικανός να ανταποκριθεί στις τεχνολογικές απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής, ″σφραγίζεται″ ως τεχνολογικά αναλφάβητος. Και το ερώτημα που αναδύεται στο σημείο αυτό είναι, τι παραπάνω μπορεί να χαρίσει ένα tablet ή ένα κινητό από την απλή παιδική συντροφιά;
Ίσως προβλήματα όρασης, περιστατικά κυβερνοεκφοβισμού και συμπλέγματα κατωτερότητας. Αλλά και το περιβάλλον στο οποίο ζει και μεγαλώνει ένα παιδί έχει αλλάξει και η αναφορά δεν γίνεται μόνο για τα μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και για τις επαρχιακές πόλεις και τα χωριά. Στις μεγάλες πόλεις, στις θεόρατες αυτές πολυκατοικίες από ατσάλι και μπετόν αρμέ, οι ένοικοι είναι απρόσωπες οντότητες, που υπενθυμίζουν την ύπαρξη τους από το κλείσιμο της εξώπορτας τους (εξαίρεση αποτελεί ο αγαπητός μου γείτονας από πάνω, που φροντίζει να με ″ψυχαγωγεί″ με την ηλεκτρονική μουσική του). Τα παιδάκια πια δεν βγαίνουν να παίξουν έξω στις πιλοτές ή στο δρόμο ( τι άγρια νιάτα ήμασταν εμείς;).
Το παιχνίδι είναι επιτρεπτό σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους, τουτέστιν σε εξωσχολικές δραστηριότητες και αυτό όπως ακριβώς καθορίζει το πρόγραμμα. Και στην τιμημένη ελληνική ύπαιθρο, τα πράγματα αρχίζουν και διαφοροποιούνται. Τα χωριά ερημώνουν, τα παιδιά λιγοστεύουν, τα σχολεία κλείνουν. Οι παιδικές χαρές θάβονται κάτω από τόνους σκουπιδιών, ακαθαρσίες ζώων και αγριόχορτα και κρίνονται ανάξιες και ακατάλληλες να φιλοξενήσουν τις πιο αγνές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας. Κάντε ένα pause, βγείτε από το πλαίσιο και παρατηρείστε προσεκτικά.
Το ομαδικό παιχνίδι, εκείνο που θεωρούσαμε ως ένα αναφαίρετο δικαίωμα μας, τείνει να αφανιστεί. Ο κλοιός αρχίζει και σφίγγει και όλοι οδηγούμαστε στην εσωτερίκευση και τη μελαγχολία, τα δηλητήρια της ψυχής. Τα παιδιά παύουν να είναι παιδιά και μετατρέπονται σε «θηρία», που κλείνονται πίσω από τις οθόνες των κινητών. Χάνουν απότομα την αθωότητα, που κάποτε μας γοήτευε και μαθαίνουν όσα περισσότερα γίνεται για το σεξ, τα ναρκωτικά, τη βία, τη σκληρότητα. Πού οδηγούμαστε άραγε; Μήπως στο βαθύ έρεβος μίας αβύσσου;
Κατερίνα Στεφάνου | 09/04/20
tomorrownews.gr