Ο Γιάννης κλαίει μόνος του σε μια γωνιά, στην αυλή του σχολείου.
‘Ένας συμμαθητής του τον δείχνει με το δείκτη του χεριού του και γελά.
Πίσω του χαχανίζουν και άλλοι συμμαθητές. Ο Γιάννης κλαίει. — Γιάννη, γιατί κλαις τον ρωτάω. —
Δεν είμαι σαν αυτούς, άρα είμαι απόβλητος και δεν πρέπει να υπάρχω…
Και «δεν είμαι σαν κι αυτούς» σημαίνει είμαι άριστος μαθητής με
υψηλές επιδόσεις, παιδί με προβλήματα όρασης, ακοής, κινητικά προβλήματα,
με αυτισμό, παιδί με διαφορετικό χρώμα ή καταγωγή, παιδί μικρόσωμο ή και
με παραπανίσια κιλά, που αποκλίνει από τα «πρότυπα ομορφιάς», παιδί απλώς
ντροπαλό και χωρίς πολλούς φίλους. Και αναπάντητα «γιατί» τον πολιορκούν. Σκέφτεται ότι φταίνε όλοι αυτοί που δεν το έσωσαν όταν έπρεπε. Το
χειρότερο, σκέφτεται ότι φταίει που είναι διαφορετικός και ότι αξίζει όλα
αυτά, γιατί τον έκαναν να νιώσει «ακατάλληλος στο περιβάλλον τους». Όμως, δεν φταίει…
Φταίει η παιδεία που ΔΕΝ δίνουν οι γονείς στα παιδιά. Φταίνε όσοι παιδαγωγοί, ευτυχώς λίγοι δεν το κάνουν , από την πρώτη μέρα
που μπαίνουν τα παιδιά στην αίθουσα, προτού ξεκινήσει το μάθημα, θα έπρεπε
πρωτίστως να δώσουν μαθήματα χαρακτήρα, ευγένειας, αγάπης και κατανόησης
για την διαφορετικότητα. ‘Η απλά επεμβαίνοντας όποτε τυχόν αντιλαμβάνονται
επιθετική – λεκτικά ή σωματικά – συμπεριφορά ενός παιδιού απέναντι σε ένα
άλλο.
Διδάσκοντάς τα ότι το διαφορετικό δεν εστί κακόν. Φταίει η έλλειψη ειδικών στα σχολεία, στους οποίους θα επιθυμεί να
καταφεύγει το παιδί για ψυχολογική στήριξη. Φταίνε αυτοί που δεν μιλάνε, διότι δεν αρκεί μόνο η πράξη, αλλά και η
παράλειψη για να τιμωρηθεί ένα έγκλημα. Και κυρίως φταίνε αυτοί που συνεργούν, αυτοί που γελάνε και δεν
αποτρέπουν το συμμαθητή τους από το να κοροϊδεύει το ανυπεράσπιστο
«θύμα» του. Και μακάρι όλοι να φτάσουμε στο σημείο να αναλογιστούμε ότι οι
δυνατότητες και οι ικανότητες αυτού του παιδιού σίγουρα υπερβαίνουν τις
δικές μας, αφού εμείς έχουμε μάθει να σκοντάφτουμε και να λυγίζουμε
απέναντι στο φόβο ή στο πρόβλημα και όχι να το ξεπερνάμε ή να το
μετουσιώνουμε σε δημιουργία και να το νικάμε…
Ο καθένας μας θα μπορούσε να νοιώσει «ναυαγός» και να προσπαθεί να
“κουμπώσει” τον εαυτό του στο σύνολο.
Αναρωτιέμαι όμως αν είναι και τόσο απαραίτητο. Γνώμη μου, είναι πως ακόμα και να «φαίνεται» πως ταιριάζεις, δε
σημαίνει πως ανήκεις.
Μια φέτα από μανταρίνι, μπορεί να φαίνεται πως ταιριάζει ανάμεσα στις
σκελίδες από σκόρδο αλλά δε σημαίνει πως ανήκει…
Αν νιώθεις λοιπόν, διαφορετικός και μη αποδεχτός να ξέρεις πως ίσως να
είσαι καλύτερος και να φτάσεις στο σημείο να λες: «Κάποιοι άνθρωποι γελάνε μαζί μου επειδή δείχνω διαφορετικός. Εγώ
γελάω μαζί τους επειδή όλοι τους δείχνουν ίδιοι»
Ειρήνη Βλαστάρη, Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός, Πρώην Σχολική Σύμβουλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και Διευθύντρια Π.
Εκπαίδευσης στο ν. Κυκλάδων . alithinesgynaikes.gr
Ήταν ένα παιδί σκληρό. Σκληρό πρόσωπο, σκληρά μάτια. Σκληρά και άδεια.
Δεν ήξερε τι ήθελε, πως το ήθελε, γιατί το ήθελε. Ήξερε μόνο πως ήταν
θυμωμένος. Με εσένα, με εμένα, με τον κόσμο όλο. Ήταν καταστροφικός.
Ήθελε όλα να τα διαλύσει, μα πιο πολύ από όλα... ήθελε να διαλύσει τον
εαυτό του. Και τον διέλυε με κάθε ευκαιρία. Τα χέρια του ήταν τρύπια από
τις βελόνες. Τρύπιο και το μυαλό του. Έπινε για χρόνια. Κάποτε το σώμα
ήταν δυνατό, μα τώρα το σώμα κατέρρεε. Με αυτό το σώμα είχε οργώσει βουνά, είχε αθληθεί, είχε φτάσει ψηλά και
τώρα αυτό το σώμα ήταν κουφάρι. Κουφάρι μέσα στο οποίο κατοικούσε ένα
κουρασμένο μυαλό, μια μπερδεμένη ύπαρξη, μια ταλαιπωρημένη ψυχή... Τα μαλλιά του άπλυτα, αξύριστος για μέρες, με ρούχα που μύριζαν. Ζούσε
στο δρόμο για μήνες, διωγμένος από δυο γονείς που αγωνιούσαν κάθε λεπτό
για εκείνον μα εκείνος ένιωθε να τους μισεί. Η πίεση τους τον διέλυε, μα
και του έσωσε την ζωή. Δεν άντεχε άλλο το δρόμο, το κρύο, την
αστυνομία, τα κρατητήρια, την ξεφτίλα. Ήθελε να αλλάξει, δεν ήξερε, πως,
δεν ήξερε γιατί, μα ένιωθε πως έπρεπε.
Έφτασε στην Ιθάκη, την Θεραπευτική Κοινότητα κι όχι το νησί. Ένα σπίτι
μεγάλο και φωτεινό, μα αδιάφορο στα μάτια του. Δεν ήξερε τότε πόσο πολύ
θα το αγαπούμε κάποτε αυτό το "σπίτι"... Ήταν μια ημέρα κρύα, με το σκληρό του πρόσωπο πετρωμένο, άγριος και
απροσπέλαστος σαν τοίχος. Τα χέρια του γεμάτα τατουάζ σκληρά και φοβερά
να δείχνουν πόσο επικίνδυνος ήταν...πόσο επικίνδυνος είχε την ανάγκη να
φαίνεται. Δεν μιλούσε για ημέρες. Δεν επικοινωνούσε. Ήθελε να φύγει. Το σώμα του
διαλύονταν κάθε μέρα. Άρχισε να βγάζει στερητικά. Άγρια. Τα σωθικά του
έκαιγαν. Αν μπορούσε να φύγει θα έφευγε, μα δεν τον κρατούσαν τα πόδια
του. Έμεινε καρφωμένος σε ένα κρεββάτι να πονά μέχρι το μεδούλι. Τύλιξαν
ένα σεντόνι στο ξύλο του κρεβατιού γιατί από τον πόνο χτυπούσε τα πόδια
του εκεί κι είχαν γεμίσει αίματα. Μέρες, νύχτες, εκεί σε εκείνο το
κρεββάτι. Το κεφάλι του γύριζε, έβλεπε εικόνες παραμιλούσε. Οι
μπερδεμένες ουσίες που έπαιρνε τον είχαν κάνει τρελό. Το μυαλό του
σούπα. Ξερνούσε ασταμάτητα σε έναν κουβά δίπλα του κι έβγαζε χολή γιατί
είχε να φάει μέρες. Κάθε μέρα έλεγε..."αύριο θα φύγω" και κάθε μέρα
έμενε για να φύγει την επόμενη. Όταν σηκώθηκε από το κρεββάτι άρχισε να σέρνει το κορμί του σαν γέρος
δεξιά κι αριστερά. Όπου τον πήγαιναν. Άρχισε να τρώει λίγο ψωμί και την
άλλη μέρα λίγο περισσότερο και λίγο περισσότερο. Οι μέρες περνούσαν κι όσο το σώμα δυνάμωνε, άρχισε το χειρότερο. Άρχισε
να "δουλεύει" το μυαλό. Του έπαιζε παιχνίδια, τον κορόιδευε, τον
μπέρδευε. Το σώμα δεν τη χρειαζόταν πια, μα το μυαλό του ήθελε να τον
προδώσει. Ήθελε να πιει. Το ήθελε σαν κολασμένος. Συνέχεια, κάθε στιγμή σκεφτόταν εκείνη την παλιά πρόθυμη ερωμένη. Εκείνη
που θα τον έκανε να ξεχάσει τα πάντα. Το βουνό μπροστά του, τις
δυσκολίες που έρχονταν, τα πρέπει, τα χαμένα χρόνια που έπρεπε να
καλύψει, την οικογένεια, τους φίλους, μια ζωή που του ήταν πια
ξένη...όλα γύρω του μια θηλιά, ένας βρόγχος που έκλεινε σιγά σιγά και
τον έπνιγε. Αγωνιώδης κάθε του ανάσα, κάθε του βήμα, κάθε του πρωινό
ξύπνημα. Σκεφτόταν "αύριο θα φύγω" και κοιμόταν ευτυχισμένος.
Ευτυχισμένος με τη σκέψη της, γιατί στην γωνία ήταν εκείνη. Πάντα εκεί.
Τον περίμενε σαγηνευτική, πανέμορφη, γεμάτη υποσχέσεις...όμορφη σαν
ψέμα... Η ηρωίνη του. Την ήθελε και τη φοβόταν. Η κάθε μέρα ήταν το κέρδος του. Η κάθε στιγμή ήταν το κέρδος του. Το
κάθε λεπτό, το κάθε δευτερόλεπτο που δεν έφευγε, που δεν την πίστευε,
που δεν έτρεχε να την κυνηγήσει, ήταν το κέρδος του. Είχε αρχίσει σιγά
και σταδιακά να νικάει, να έχει τον έλεγχο, να πιστεύει πως ίσως και να
μην είναι ακατόρθωτο... Η προσπάθεια ήταν μεγάλη και σκληρή. "Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία" και
το να ξεφύγεις από την εσωτερική σου φυλακή θέλει κότσια. Θέλει να
αντιμετωπίσεις μια πραγματικότητα που είχες απαρνηθεί για χρόνια. Θέλει
να ασχοληθείς με όλα αυτά που πρόδωσες. Θέλει να κάνεις τον κόσμο να σε
ξαναγαπήσει. Θέλει να σταθείς απέναντι σε κάθε φόβο και να πεις "εδώ
είμαι". Θέλει να σταθείς στον καθρέφτη και να πεις "αυτό είμαι" και το
"αυτό", να μην το μισείς πια...Θέλει κότσια να παλεύεις με τον εαυτό
σου. Θέλει κότσια να μην του γυρίσεις την πλάτη και τον απαρνηθείς. "Μόνο τότε θα μπορείς να είσαι ελεύθερος"...έτσι του είπαν και το
πίστεψε. Τους πίστεψε, εμπιστεύτηκε κάθε τους λέξη κι εκεί που ήταν
παραιτημένος, βουλιαγμένος σε κατάβαθα σκοτεινά νερά, άρχισε να κουνά το
πόδια του. Άρχισε να τα χτυπά δυνατά. Άρχισε να προσπαθεί απεγνωσμένα
να φτάσει στην επιφάνεια και να πάρει αέρα, να γεμίσει τα πνευμόνια του
με ζωή! Τι μαγεία ο αγώνας εκείνος. Τι προσπάθεια, τι πίστη. Δεν μπορείς παρά να
σταθείς εκεί δίπλα και να θαυμάζεις αυτή την προσπάθεια. Να νιώθεις
σεβασμό σαν ένας άνθρωπος γυρίζει από το θάνατο. Σεβασμό! Πέρασαν κοντά έξι μήνες, με την σκέψη "αύριο θα φύγω"...Δεν
έφυγε! Αντίθετα ο καθημερινός αγώνας τον δυνάμωσε. Πονούσε βαθιά, μα
άντεχε. Ήταν ακόμη θυμωμένος μα μπορούσε πια να το διαχειριστεί.
Εναντιωνόταν στο κάθε τι μα τίποτε δεν ήταν ικανό να τον κάνει να φύγει.
Είχε αναπτύξει δεσμούς. Είχε φίλους, είχε σχέσεις κι
αγαπούσε...αγαπούσε κάτι με όλη του την δύναμη. Αγαπούσε την πίστη που
εκείνο "το σπίτι" του έχωσε στο μυαλό. Την πίστη πως μπορούσε να τα
καταφέρει. Πως μπορούσε να την νικήσει. Πως ήταν πιο δυνατός. Έγινε ξανά κάτι από αυτό που θυμόταν. Κάτι από τον παλιό του εαυτό,
πριν γίνει φάντασμα. Ένιωθε πως μπορούσε να τα καταφέρει όλα. Πως
μπορούσε να τα αντέξει όλα, πως μπορούσε πια να αρχίσει να κάνει όνειρα
ξανά...πως είχε δικαίωμα να διεκδικήσει την ζωή. Ένιωθε πως είχε
γυρίσει από τον κόσμο των σκιών...κι ήταν τώρα αυτός όμορφος σαν ψέμα.
Αληθινός, καθαρός. Άρχισε να προσπαθεί να ξανάρθει σε επαφή με την οικογένεια του. Ο
πατέρας ήταν ο δύσκολος στόχος. Πληγωμένος, ντροπιασμένος. Σκληρός κι
αμετακίνητος. Ίδιος με το γιο του. Άρχισαν να μιλάνε στο τηλέφωνο.
Λέξεις γεμάτες απόσταση και χωρίς ίχνος συναισθήματος...μα μιλούσαν και
πάλι μετά από χρόνια σιωπής. Αύγουστος. Μια ομάδα της Κοινότητας θα ανέβαινε στον Όλυμπο. Δήλωσε συμμετοχή. Θα ανέβαινε κι εκείνος.
Κι εκεί, μετά από μια αξέχαστη προσπάθεια δύο ημερών, έφτασε στο Μύτικα.
Πάτησε εκεί στην πιο ψηλή κορφή της Ελλάδας αυτός που λίγους μήνες πριν
φλέρταρε με το θάνατο. Το σώμα του είχε καταφέρει το ακατόρθωτο, το
μυαλό του καθαρό, με μια διαύγεια που τον έκανε να βλέπει μέσα του τόσο
βαθιά που σχεδόν τον τρόμαζε. Στάθηκαν εκεί αγκαλιασμένοι στην κορφή
του βουνού κι έκαναν "Κραυγή". Φώναξε το όνομα του δυνατά, τα πνευμόνια
του γέμισαν με οξυγόνο κι ύστερα το όνομα του βγήκε με ένταση
πρωτόγνωρη. Το βουνό πήρε τη φωνή του... Ήταν καθαρός. Ήταν
ευτυχισμένος.
Έτσι ευτυχισμένος βγήκε σε εκείνη την φωτογραφία, αγκαλιά με τους φίλους
του. Συνοδοιπόρους στην πιο σκληρή ανάβαση της ζωής του. Φεύγοντας,
έβαλε στην τσέπη του μια μικρή πέτρα από την κορυφή. Μέρες μετά σε μια συνάντηση είδε την οικογένεια του. Ο πατέρας, ο
σκληρός και αμετακίνητος εκείνος άνθρωπος, που είχε μάθει να κρύβει καλά
τα συναισθήματα του σηκώθηκε μπροστά σε όλους και είπε κοιτάζοντας το
γιο του, πως λίγες μέρες πριν έλαβε ένα γράμμα. Ένα γράμμα δίχως λόγια
μα με μια μικρή πέτρα μέσα και μια φωτογραφία που έδειχνε το γιο
του στην κορφή του Μύτικα . Κι εκεί μπροστά σε όλους ο άλλοτε σκληρός πατέρας λύγισε, ψιθυρίζοντας
τα λόγια: "Το παιδί μου που το είχα για πεθαμένο, σαν το αγέρωχο
αετόπουλο στην κορφή του Ολύμπου". Πέρασαν χρόνια πολλά. Γνώρισα πολλές σκιές που έγιναν αγέρωχα αετόπουλα
και τελικά αυτό είναι για εμένα η Ιθάκη. Τα λόγια εκείνου του πατέρα,
που δεν τα ξέχασα ποτέ. Ενός γονιού που έζησε σχεδόν το θάνατο του παιδιού του και που τελικά η
αλλαγή του ενός άγγιξε και τον άλλον. Γιατί η αλλαγή συμπαρασύρει. Αυτό θυμάμαι, αυτό κρατάω...το "αγέρωχο αετόπουλο", που πετάει ελεύθερο
εκεί έξω και νιώθω περήφανη για εκείνον κάθε στιγμή. Όπως και για όλα τα
άλλα περήφανα πλάσματα που μαζί τους περπάτησα σε δρόμους σκληρούς και
δύσκολους μα γεμάτους με κρυμμένους θησαυρούς. Πριν λίγες ημέρες η Ιθάκη έκλεισε 30 χρόνια ζωής. 30 ολόκληρα
χρόνια...και είναι αστείο το ότι τώρα κινδυνεύει περισσότερο από ποτέ.
Στην Ελλάδα της κρίσης...δεν έχουν θέση τα αγέρωχα αετόπουλα, παρά μόνο
τα φαντάσματα που ζουν στις σκιές. Όμως εγώ ξέρω. Το έχω δει να συμβαίνει. Έχω δει ανθρώπους να δείχνουν
"αρετή και τόλμη" για να βγουν από την προσωπική τους φυλακή κερδίζοντας
πίσω την ελευθερία τους. Κι άλλο στη ζωή δεν υπάρχει πιο πολύτιμο από
αυτό. Την ελευθερία! Χρόνια πολλά Ιθάκη. Είσαι η αγάπη μου και η πίστη μου πως οι άνθρωποι μπορούν κι αξίζουν να είναι ελεύθεροι! Αφιερωμένο εξαιρετικά σε εσάς, φίλοι, συνοδοιπόροι, συνεργάτες,
συνάδελφοι και προπάντων σε εκείνα. Τα μεγάλα και πολύτιμα θαύματα που
είδα και άγγιξα. Ευχαριστώ Ιθάκη... κράτα την Πίστη ζωντανή! Κατερίνα, Δευτέρα, 9 Δεκεμβρίου 2013, KaPa.