Σελίδες

Wednesday, 24 March 2021

Αντώνης Κατσαντώνης: Ο Απροσκύνητος και Αδούλωτος...

Είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος του ελεύθερου ανθρώπου, που μέσα του αστράφτει το αιώνιο πάθος για λευτεριά. 
Υπόδειγμα κλέφτη με μεγάλο ηθικό ανάστημα, φυσιογνωμία κυριαρχική, αναδείχτηκε σε κορυφαίο της κλεφτουριάς ολόκληρης της προεπαναστατικής Ελλάδας. 
Αγαπήθηκε όσο κανένας άλλος από το λαό γιατί στο πρόσωπο του έβλεπε τον Απροσκύνητο και τον αδούλωτο άνθρωπο που χτυπούσε με εκδίκηση το δυνάστη.
Ο Σταυραετός των Τζουμέρκων και των Αγράφων, ο Κατσαντώνης, ο σταυραετός της κλεφτουριάς, ο πρόδρομος της λευτεριάς του γένους, που με το μαρτυρικό του θάνατο ανυψώθηκε σε φλάμπουρο εθνικής λύτρωσης αποτελεί το καύχημα όλων των Σαρακατσάνων.

Γεννήθηκε γύρω στα 1775 κάπου στα Άγραφα και ήταν ο πρωτότοκος γιος του αρχιτσέλιγκα Γιάννη Μακρυγιάννη και της Αρετής. Είχε άλλα τρία αδέλφια τον Γιώργο (Χασιώτης, που γεννήθηκε στα Χάσια), τον Κώστα (Λεπενιώτης, που γεννήθηκε στη Λέπενο), και τον Χρήστο ή Κούτσικο (που πέθανε φυλακισμένος από τους Τούρκους στα Μετέωρα) και μια αδελφή την Κατερίνα. Κατά την πιθανότερη εκδοχή, ο Κατσαντώνης ήταν παντρεμένος με την Αγγελική (Αγγέλω), κόρη μεγαλοκτηνοτρόφου, με την οποία απέκτησε ένα γιο τον Αλέξανδρο (Αλεξάκη).

Ο μικρός Αντώνης μεγάλωσε σε μια ατμόσφαιρα παλικαριάς και κάτω από τον αδιάκοπο κίνδυνο των τυράννων. Από τα πρώτα χρόνια φάνηκε πως η ζωή αυτού του παιδιού θα ήταν πολεμική και πολυτάραχη. Όσο μεγάλωνε, τόσο έλεγε « Θα φύγω, θέλω να πάω στα βουνά, θέλω να γίνω κλέφτης ». Και η μάνα του τον συμβούλευε: « κάτσε Αντώνη μ’, κάτσε Αντώνη μ’ ». Από εκεί σύμφωνα με την παράδοση, πήρε το όνομα Κατσαντώνης.

Πριν βγει στο κλαρί ήταν βοσκός στο κοπάδι του πατέρα του και είχε γυρίσει όλα τα βουνά των Αγράφων. 
Στα 25 του χρόνια όμως, εγκατέλειψε τον ποιμενικό βίο και έγινε κλέφτης, έπειτα από κάποιο περιστατικό που του συνέβη μ' έναν Τούρκο. 
Είχε συλληφθεί από ένα μπουλούκμπαση με την κατηγορία της ζωοκλοπής και αφέθηκε ελεύθερος αφού κατέβαλε πολλά λύτρα. Μόλις ο Κατσαντώνης απελευθερώθηκε, σκότωσε τον μπουλούκμπαση και υποχρεώθηκε έτσι, φυγοδικώντας, να στραφεί στην κλέφτικη ζωή. Εντάχθηκε στο ασκέρι του νονό του Βασίλη Δίπλα. Κοντά στο Δίπλα, έχοντας μαζί του και τους Κώστα Λεπενιώτη και Γεώργιο Χασιώτη, αύξησε τους ανθρώπους του και απόκτησε δικό του ασκέρι με 80 περίπου παλικάρια.
Μαζί με τα αδέρφια του αναστατώνει όλη την Ακαρνανία και τα Άγραφα. Ο θάνατος των γονιών του, ως αντίποινο από τον Αλή Πασά, ο οποίος ήθελε να εξοντώσει με κάθε τρόπο τον Κατσαντώνη, τον πεισμώνει. Το μίσος του ξεχείλιζε σαν λάβα από την καρδιά του για εκδίκηση. Ο Κατσαντώνης κατορθώνει να κατατροπώσει και δεύτερο ασκέρι Τούρκων που είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόμος των χριστιανών.
Η φήμη του απλώνεται σε όλη την περιοχή των Τζουμέρκων, των Αγράφων και της Ακαρνανίας. Ξεσηκώνει τον κόσμο κατά των Τούρκων και τα βάζει με τους Έλληνες που συμφιλιώνονταν με τον Αλή. Συνεργάζεται με κλέφτες του Ολύμπου ενώ ο ίδιος αποζητά απελπισμένα την μάχη κατά του τυράννου. Εξολοθρεύει για μια ακόμη φορά μεγάλη τουρκική δύναμη.
Εν τω μεταξύ, ο Αλής Πασάς απογοητευμένος από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες των Δερβεναγάδων του στέλνει τον καλύτερο του στρατηγό, τον Βεληγκέκα. Και αυτός όμως αποτυγχάνει βρίσκοντας τραγικό θάνατο από τον Κατσαντώνη.
Η κυριαρχία του πια εξαπλώνεται σε όλη τη Ρούμελη και την Ήπειρο. Η κορύφωση και η αναγνώριση του ως πολέμαρχου γίνεται στη κλεφταρματωλική σύναξη της Λευκάδας τον Ιούλιο του 1807. Μεγάλα ονόματα της κλεφτουριάς όπως ο Καραϊσκάκης ,ο Κολοκοτρώνης, ο Χασιώτης, ο Βαρνακιώτης καθώς και άλλοι αναγνωρίζουν τον Κατσαντώνη με επίσημη ανακήρυξη ως αρχηγό όλων των κλεφτών.

Φεύγει πάλι για τα αγαπημένα του βουνά, συνεχίζει τις μάχες κατά του δυνάστη ενώ σχεδιάζει να χτυπήσει τον Αλή μέσα στα Γιάννενα. Τα σχέδια του όμως ματαιώνονται από την ίδια του τη μοίρα. Το 1808 αρρωσταίνει από ευλογιά και αποτραβιέται σε μια σπηλιά μέχρι να γίνει καλά με τον αδελφό του Γιώργο Χασιώτη και πέντε παλικάρια του. 
Οι Τούρκοι όμως, ύστερα από εντολές του Αλή πασά, τους βρίσκουν και τους αιχμαλωτίζουν. Τους φέρουν στα Γιάννενα δεμένους. Κάτω από τον ιστορικό πλάτανο, του έσπασαν οι δήμιοί του με σφυριά, τα κόκαλα χεριών και ποδιών, αργά - αργά. Καρτερικά όμως υπομένει όλα τα βασανιστήρια και όπως σε όλη του τη ζωή παρέμεινε αλύγιστος και απροσκύνητος, ούτε και τώρα δε λύγισε μπροστά στα φριχτά μαρτύρια.
 Όπως υποστηρίζει η παράδοση, ο Κατσαντώνης την ώρα του μαρτυρίου τραγουδούσε τραγούδια της λευτεριάς. Με τον ίδιο τρόπο σκοτώθηκε και ο αδερφός το Γιώργος και τα πέντε παλικάρια του.

Ο Κατσαντώνης, όπως και οι άλλοι της κλεφτουριάς, έγιναν τα θεμέλια που θα κρατούσαν το καινούργιο κάστρο της εθνικής ελευθερίας. Ο ίδιος με το θρυλικό έργο του και τον μαρτυρικό θάνατο του ανυψώθηκε σε φλάμπουρα εθνικής απολύτρωσης. Στάθηκε από τους πρωτομάρτυρες της απελευθέρωσης του γένους από τη σκλαβιά, αιώνιο σύμβολο παλικαριάς , πολεμιστής ανυποχώρητος κάθε δεσποτισμού και τυραννίας.

Ο λαός δικαίωσε τους αγώνες και τη θυσία του. Ο χαμός του έγινε θρήνος και σαρακατσάνικο κλέφτικο τραγούδι. και πέρασε από γενιά σε γενιά σε εμάς τους νεότερους για να μπορούμε να φωνάζουμε πως οι αντρειωμένοι σαν τον Κατσαντώνη δεν πεθαίνουν ποτέ.

sarakatsanoi
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

No comments:

Post a Comment