Σελίδες

Tuesday, 6 April 2021

Ένα παλιό τετράδιο με όσα χρειάζεται η ζωή! (Όμορφη που 'ναι η αθωότητα!)

Ένα καράβι η ζωή με όρτσα τα πανιά φορτωμένο αναμνήσεις και όνειρα, κάποια σημαντικά, κάποια ασήμαντα, γεμάτα από χαρές και λύπες, κάποια ήσυχα κι αθόρυβα κι άλλα γεμάτα ένταση και πάθος. Ένα καράβι που αρμενίζει μεσοπέλαγα μ’ ένα φεγγάρι ξεχασμένο συντροφιά και την αλμύρα να ξεφλουδίζει μια-μια τις αναμνήσεις, βάλσαμο μαζί και πόνος.
«Του μέλλοντος οι μέρες στέκονται μπροστά μας, σα μια σειρά κεράκια αναμμένα…..τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν» λέει ο Καβάφης.

Ένα καράβι κι η ψυχή σπρωγμένη απ’ το μελτεμάκι της αγάπης ν’ αφήνεται σ’ ένα ταξίδι πέρα από χρόνους για κει που την προορίζει ο Δημιουργός της.

Τέσσερις του Απρίλη 1952. Στου καιρού τα γυρίσματα ψάχνω τις μνήμες. Η πρώτη μου ανάσα, ένα ανοιξιάτικο απόγευμα Παρασκευής, είχε τις μυρωδιές από λιλά βιολέτες, τον ήχο απ’ την καμπάνα του Άη-Χαράλαμπου που σήμαινε κείνη την ώρα για τους Χαιρετισμούς της Παναγίας και τη γλυκιά της μάνας μου φωνή. Υπάρχει πιο όμορφο καλωσόρισμα;
Δεν ξέρω τι άγγελοι με ευλόγησαν κείνο το βράδυ, μα ξέρω πως τα κατοπινά τα χρόνια ακτινοβολούσε μέσα μου ένα φως που πολλές φορές με παρέσερνε κι έκανα πράγματα που ούτε εγώ μπορώ να εξηγήσω.

Να όπως τότε, σχολειό δεν πήγαινα ακόμα, Μεγάλη Πέμπτη ήτανε, ξέφυγα απ’ την ποδιά της μάνας μου, κι έτρεξα στον Εσταυρωμένο. Εγώ δεν το θυμάμαι, μα η μάνα μου έλεγε πως κλαίγοντας, εκεί στον «τύπο των ήλων» σκούπιζα με το μαντηλάκι μου τα ματωμένα Του τα πόδια. 
Όπως τότε που ξεχείλισε η αθωότητα στα μάτια και έγινε ψιχάλες έτοιμες να κυλήσουν στα μάγουλα, βλέποντας τη μικρή Γαρυφαλλίτσα, με το φθαρμένο τρύπιο ζακετάκι της να προσπαθεί να καλύψει τη γύμνια των χεριών της. 
Όπως τόσες άλλες φορές που προσπαθώ να θυμηθώ, καμώματα παιδιάστικα, αθώα, πίσω από έναν άλλο τρόπο ζωής που άλλοτε έφερνε χαμόγελα κι άλλοτε μια γερή κατσάδα απ’ τη μάνα.

Ονειροπαρμένη πάντα προσπαθούσα να γράψω το δικό μου παραμύθι. Δασκάλα ήθελα να γίνω. Δεν το ‘γραψα όπως το ονειρεύτηκα κι ας τρέφει ακόμα αυτή η νοσταλγία την ονειροφαντασία μου.

Αυτό το ταξίδι με τη φαντασία, μπορεί κάποιες φορές να γίνεται ανάγκη, μα τώρα πια μόνο χαμόγελα φέρνει. 
Θυμάμαι τη γιαγιά. Μονάχα όσοι πιστεύουν βαθιά, έλεγε, μονάχα αυτοί αξιώνονται να ακούσουν ή να δουν όσα δεν βλέπουν οι άλλοι. 
Και γω ήμουν σίγουρη πως πίστευα, αλλιώς πώς να εξηγήσω τα βαριά πατήματα απ’ το άλογο του Άη-Γιώργη που άκουγα τα βράδια. « Σσσ...Φυλάει το χωριό, κλείσε τα μάτια ν’ ακούσεις τα βήματά του» έλεγε η γιαγιά και σαν πέρναγε απ’ τη γειτονιά, δεν έκλεινα μόνο τα μάτια, κρατούσα και την ανάσα μου κάτω απ’ τα σκεπάσματα. 
Όμορφη που 'ναι η αθωότητα!

Βουρκωμένη η σκέψη σε μια παιδική ζωγραφιά που σκοντάφτει στο σοκάκι του χρόνου.
Διπλωμένα τα όνειρα στο τετράδιο με τις ζωγραφιές, μη και ξεφύγει η Γαρυφαλλίτσα που φόραγε την κόκκινη πλεχτή ζακετούλα μου και δεν κρύωνε πια. Μου χαμογελάει η γιαγιά η Δέσπω, απ’ τον πέρα μαχαλά, που περίμενε κάποια απογεύματα να της πάω τα ψώνια, απ’ το μπακάλικο της πλατείας, εκατό δράμια καφέ, μισή οκά ζάχαρη, ελιές και λίγα δράμια ταραμά κι ύστερα με φίλευε κυδώνι ψητό με ζάχαρη και κανέλα. 
Απ’ τις πίσω σελίδες μου γνέφει η μικρή Ραλλού που έμενε στην άκρη του χωριού με τη γιαγιά της και μια μέρα που γη και ουρανός έγιναν ένα απ’ το ανεμοβρόχι τη μάζεψα στο σπίτι…κι ύστερα σκασμένη από τα γέλια μέτραγα τα κουκούτσια απ’ τις ελιές, όσα βέβαια δεν είχε καταπιεί. 
Εγώ λέω απ’ το φόβο της για τ’αστραπόβροντα έφαγε μια γαβάθα ολάκερη ελιές. Καημένη Ραλλού! Ένα σπουργιτάκι ήταν που τσιμπολογούσε ό,τι της έδινες.
Εκείνο το τετράδιο είχε όλα όσα χρειάζεται η ζωή. Χαρές και λύπες, νίκες και ήττες, αγώνες και αγωνίες. Μια πορεία ανάμεσα στο φως και τη σκιά.
Τι όμορφα που είναι ν’ αποξεχνιέσαι στο χθες τώρα που οι ρυτίδες αρχίζουν να βαθαίνουν κι η καθημερινή φθορά είναι πια αναπόφευκτη. Αν μπορείς ακόμα με συγκίνηση να θυμάσαι εκείνο το μικρό κορίτσι που κάποτε υπήρξες, τότε είσαι σίγουρη πως ο δρόμος που περπάτησες κατάντικρυ στο φως, ήταν ο δρόμος της αγάπης.

Αφήνω πίσω τα εξήντα εννιά. Δεν ξέρω αν είναι «χρόνια πολλά» κι ούτε νοιάζομαι. Καλά να ναι μονάχα. Μια γουλιά ροσόλι από κεράσι άλικο κι από άνοιξη σε άνοιξη να καβατζάρω εκείνο το μηδενικό των εβδομήντα. Να μπορώ να θυμάμαι, μη γίνει η ζωή μου λευκή κόλλα απ’ τη λήθη. 
Αυτό θέλω μονάχα.

«Κύριε… ολόκληρο το δρόμο της ζωής μου, όσο διήνυσα μέχρι σήμερα και όσο μου υπολείπεται ακόμη Συ τον γνωρίζεις…» (ψαλμός 138)

Αννίκα
4/4/21

mustikaannas

1 comment:

  1. Χαμομηλάκι...Καλό απόγευμα! Ευχαριστώ για την φιλοξενία, με τιμά. Πολύ όμορφη και η ιδέα του τετραδίου. Μόνο....παράκληση. Θα προτιμούσα να εξαιρεθεί (για προσωπικούς λόγους) η φωτογραφία. Ευχαριστώ και πάλι, να είσαι καλά!

    ReplyDelete