Σελίδες

Monday, 26 July 2021

Η Αγία Παρασκευή του Κόντογλου

Στο Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής στο Αϊβαλί ανήμερα της γιορτής της, με ξεναγό τον κυρ Φώτη.

Η χερσόνησος της Αγίας Παρασκευής σήμερα

Στην Αϊβαλιώτικη χερσόνησο με το Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής που σήμερα θα γιόρταζε. Σε ένα καφενείο στο δρόμο για το Γενιτσαροχώρι αναπαύεσαι, να συνεχίσεις για το μοναστήρι… Με το Φώτη Κόντογλου δίπλα μου να κερνά καφέ, να σου δείχνει τις ζωγραφιές του…

Και να σου ψιθυρίζει:

«Στο χαμοβούνι απάνου στέκεται ένας βράχος φοβερός και θεόχτιστος, που άλλος ένας τέτοιος λένε πως δε βρίσκεται στην Ανατολή.  Εξόν ότι είναι θεόρατος, είναι και πολύ παράξενος, γιατί έχει στη μέση μια τρύπα σαν καμάρα, κι από τη μια μεριά απομένει μονάχα έναποδάρι, είδος κολόνα, κι απάνου σε κείνη την κολόνα ζυγιάζεται ούλο το βάρος που κρέμεται στον αγέρα. Ο κάθε άνθρωπος στέκεται και θαυμάζει κι απορεί πώς δεν πέφτει εκείνη η σκουριασμένη σιδερόπετρα, εκατομμύρια καντάρια βάρος, και στέκεται κρεμάμενη απάν’ από το κεφάλι του, σκισμένη σε σφήνες από την πολυκαιρία κι από τους σεισμούς, που λες πως την ίδιαν ώρα θα γκρεμιστεί, όχι χρόνια και ζαμάνια που στέκεται καθώς τη βλέπεις.

Η χερσόνησος της Αγίας Παρασκευής ζωγραφισμένη από τον Κόντογλου

Στην κολόνα απάνου είναι κολλημένη η εκκλησιά της Αγιάς Παρασκευής, ένα μικρό κλησάκι. Στη ρίζα του βράχου, κατά το μέρος της νοτιάς, είναι χτισμένο κάστρο σωστό, με πλήθος κάμαρες και κελάρια, επειδή η Αγιά Παρασκευή ήτανε υποστατικό κ’ είχε σύνορα από το Ταλιάνι ίσαμε του Δαιμόνου του Τραπέζι, και το λέγανε μοναστήρι, γιατί ήτανε η συνήθεια ένας από το σόγι εκεινών που τ’ ορίζανε να καλογερεύει. Οι Τούρκοι το λέγανε Τασλί Μοναστίρ δηλαδή Πετρομονάστηρο…

Το βράχο τον λέγανε οι Αϊβαλιώτες Σκούρκα. Εκεί ποδίζανε με τις φουρτούνες τα καΐκια κι οι θαλασσινοί κάνανε παρέα με τους τσομπάνηδες οι γεμιτζήδες τρώγανε παχειές μυτζήθρες κ’ οι τσομπαναρέοι  ψάρια και χάβαρα, τα λεγόμενα πεινάσματα, γιατί όσο τρως τόσο πεινάς.

Στο βράχο ανεβαίνει κανένας μόνο από μια ανεβασιά,.  Απάνου βρίσκουνται ακόμα πέτρες πελεκημένες από παλιούς τοίχους, οι πιο πολλές από τη μεριά που κοιτάζει στον βοριά και στο βασίλεμα. Μπορεί να’ τανε γενουβέζικοι, καμιά βίγλα κατά τα φαινόμενα, επειδής ο βράχος αγναντεύει όλη την περιφέρεια σαν πιάτο, καθώς και το πέλαγο απ’ όξω…

Η Αγιά Παρασκευή ήτανε ξακουσμένη ίσαμε μέσα στην Ανατολή για τα θάματά της, ίσαμε την Καισάρεια. Ανθρώποι απ’ το Μπαλούκεσερ, από το Σόμα, απ’ το Φρένελι, απ’ την Πέργαμο, από τη Μυτιλήνη, από τη Λήμνο, πηγαίνανε με τάματα και γιαίνανε, αλυσοδεμένοι ανεβαίνανε, με τα σωστά τους κατεβαίνανε. Ίσαμε τη Μπραίλα και το Σουλινά που παγαίνανε με τα καράβια οι Μοσχονησιώτες κ’ οι Αϊβαλιώτες, ίσαμε κει ήτανε ξακουσμένη…

Την Αγιά-Παρασκευή τη λέγανε μοναστήρι, μα στ’ αληθινά ήτανε ένα υποστατικό που το όριζε ο γούμενος. Δεν είχε μήτε καλόγερους, μήτε τα άλλα που έχουνε τα μοναστήρια. Ο γούμενος και το σόγι του ορίζανε τα γύρω βουνά, τους ελαιώνες, τα χωράφια, τα περιβόλια, τους βοσκότοπους, τις αλυκές, τη θάλασσα, τα ζωντανά που βοσκούσανε στους μεράδες. Γούμενος χεροτονιότανε ένας απ’ την οικογένειας, ο πιο γραμματισμένος κι ο πιο τιμημένος, κι αυτό γινότανε πάππων προπάππων».

 

Είναι άγνωστο πότε πρωτοφτιάχτηκε το Μοναστήρι αυτό. Πάντως τα γύρω γκρεμισμένα ντουβάρια δείχνουν ότι χαλάστηκε και ξαναφτιάχτηκε πολλές φορές.

Ετούτη όμως η Αγία Παρασκευή, σε εν αντίθεσει με τις άλλες που ήταν γιάτρισσες των ματιών «επί πολύ… διετέλει ιερόν άσυλον θεραπείας των πασχόντων τας φρένας». Για τούτο και οι Τούρκοι το είχαν βαφτίσει Ντελί Μοναστίρ, που πάει να πει τρελομονάστηρο.

Σήμερα το Μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής της Αιβαλιώτισσας είναι τελείως ερειπωμένο. Το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής κάτω από τον θεόρατο βράχο της Σκούρκας διατηρεί μοναχά τη θολωτή του σκεπή.

Σκουπίζεις τον ιδρώτα σου… Χαϊδολογάς το βράχο. Τα ντουβάρια…

Παίρνεις το δρόμο για το γυρισμό…

Κι η παρέα σου, ο κυρ Φώτης, ο Φώτης Κόντογλου να σου ψιθυρίζει: «Μοιρολογώ την κουρσεμένη πατρίδα μου, τ’ Αϊβαλί της Μικράς Ασίας, και μαζί τη ζεστή φωλιά μου, το υποστατικό που ζούσα αποτραβηγμένος. Ήτανε ένα βραχόβουνο, μια χερσόνησο, που μ’ αφήσανε κληρονομιά οι μπαρμπάδες μου. Είχανε ζήσει και πεθάνει πάνου κει πάππου προσπάππου, καλόγεροι οι πιο πολλοί. Τώρα… κλαίγω για το χαμό του, μα το πόσο πονώ, καταλαβαίνω πως δε θα μπορέσω να το πω με λόγια ποτές μου. Τι να σημειώσω στο χαρτί χωρίς να κατατρακυλήσει κ’ ένα ζεματιστό δάκρυ, να λυώσει τα ψηφιά; Τ’ όνομα σου; Ή κατά που έπεφτε η αγιασμένη μεριά, που βρισκόσουν μια φορά, απάνω στην απέραντη επιφάνεια της γης; Αγαπημένη γωνιά! Αγιασμένο βουνό!… Τα πάντα λησμονούν, μόνο η καρδιά τ’ ανθρώπου θυμάται και ματώνει…»

Η Σκούρκα με το μοναστήρι


stonisi.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

No comments:

Post a Comment