Σελίδες

Friday, 25 February 2022

Τι έχουν ανάγκη τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες;

Πώς νιώθουν τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες;
  • Βιώνουν περισσότερο άγχος που εκφράζεται με φόβο αποτυχίας ή σωματικά ενοχλήματα ή υπερκινητικότητα
  • Έχουν εντονότερο αίσθημα της μοναξιάς και του θυμού
  • Έχουν μικρότερη ανοχή στη ματαίωση
  • Εμφανίζουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, αποθάρρυνση και καταθλιπτικό συναίσθημα
  • Έχουν αρνητική εικόνα για εαυτό
  • Αισθάνονται «χαζά» γιατί γίνονται στόχος συχνών πειραγμάτων
  • Η επίπτωση της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής μπορεί να είναι μέχρι 7 φορές μεγαλύτερη από ότι στο μέσο όρο του παιδικού πληθυσμού
  • Παρουσιάζουν προβλήματα συμπεριφοράς (εναντιωματικότητα – επιθετικότητα) (Αναγνωστόπουλος, 2001).
Αναπτυξιακό στάδιο ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης
     Βάσει της θεωρίας του Erikson το στάδιο ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης που έχουν να διανύσουν τα παιδιά του δημοτικού είναι το δίπολο μεταξύ παραγωγικότητας έναντι της κατωτερότητας (Cole & Cole, 2001). 
     Καθώς τα παιδιά σχολικής ηλικίας περνούν ένα πολύ μεγάλο μέρος της ημέρας τους στο σχολείο, τόσο η ακαδημαϊκή επίδοση όσο και η κοινωνική ζωή παίζουν σπουδαίο ρόλο για να νιώσουν είτε ότι είναι παραγωγικά εάν νιώθουν ότι επιτυγχάνουν στους τομείς αυτούς είτε να νιώσουν κατωτερότητα.
     Είναι εύκολο λοιπόν για τα παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες που νιώθουν ότι δεν τα καταφέρνουν στα μαθήματα και που συχνά χλευάζονται από άλλα παιδιά να μην περάσουν αυτό το στάδιο επιτυχώς, έχοντας το αίσθημα της ανεπάρκειας και της κατωτερότητας τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
     Καθώς οι μαθησιακές δυσκολίες συνήθως συνεχίζουν να υπάρχουν και στο Γυμνάσιο όπου σε αυτό στάδιο ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης σχηματίζεται η ταυτότητα τους, η ταυτότητα των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες οργανώνεται γύρω από αισθήματα αδυναμίας, ανεπάρκειας ή ανικανότητας.

Πώς μπορεί να βοηθήσει η παιγνιοθεραπεία;
Ενδυνάμωση αισθήματος ταυτότητας και υπευθυνότητας

Η παιγνιοθεραπεία βασίζεται στις αρχές της Axline όπου ο θεραπευτής:
  • Δημιουργεί ζεστή και φιλική σχέση με το παιδί
  • Αποδέχεται το παιδί ως έχει
  • «Αντανακλά» έτσι ώστε το παιδί να κατανοήσει τον εαυτό του
  • Η ευθύνη επιλογών ανήκει στο παιδί
  • Θέτει όρια ώστε το παιδί να νιώθει ασφάλεια – το παιδί κατανοεί τις ευθύνες του.
Έτσι το παιδί ή ο έφηβος αρχίζει να νιώθει αποδεκτός όπως είναι, ανακαλύπτοντας και άλλες πτυχές του και ενισχύεται να σχηματίσει μια δυνατότερη ταυτότητα. Αρχίζει να νιώθει ότι έχει τον έλεγχο και την ευθύνη πάνω σε κάποια πράγματα αποβάλλοντας την αίσθηση ανεπάρκειας που νιώθει.

Αύξηση αισθήματος επίτευξης και αυτοπεποίθησης
Μέσα από παιχνίδια επίτευξης και με την κατάλληλη ανταπόκριση από το θεραπευτή, το παιδί αποκτά μεγαλύτερη ανοχή στη ματαίωση και αυξάνεται το αίσθημα επίτευξης και η αυτοπεποίθησή του.
Ανακούφιση από το άγχος

Φτιάχνοντας κόσμους στην άμμο ή προβάλλοντας τα συναισθήματά του μέσω της ζωγραφικής ή του πηλού το παιδί ανακουφίζεται από το άγχος του. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της βραχυπρόθεσμης μνήμης του, τομέας που κατεξοχήν πλήττεται σε παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες και επιβαρύνεται από το άγχος.

Ενισχύοντας το παιδί συναισθηματικά, ενισχύεται και η μαθησιακή του επίδοση και η διάθεση του, διακόπτοντας το φαύλο κύκλο μεταξύ σχολικής αποτυχίας και κακής ψυχολογίας.

περισσότερα στην πηγή
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Η εμπειρία αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα συναισθήματα

Επειδή οι άνθρωποι βιώνουν τις ίδιες συγκινήσεις σε όλες τις γλώσσες και τους πολιτισμούς, οι ψυχολόγοι από καιρό έχουν υποψιαστεί ότι η δυνατότητα ενός προσώπου να αντιληφθεί τις βασικές συγκινήσεις της ζωής είναι έμφυτη.
Εντούτοις, μια νέα μελέτη που πολύ πρόσφατα δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Science προτείνει ότι η εμπειρία μπορεί να αλλάξει τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τα αισθήματα. 
Ο επικεφαλής της μελέτης ψυχολόγος Seth Pollak από το πανεπιστήμιο Wisconsin-Madison, μελέτησε τον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά ταξινομούν την έκφραση του προσώπου ως ευτυχή, λυπημένη ή έντρομη βασιζόμενα σε μια ιδιαίτερη συναισθηματική εμπειρία, τη σωματική κακοποίηση. 
Μελετώντας τα παιδιά που είχαν κακοποιηθεί, μπορεί κανείς να εξετάσει ταυτόχρονα τα αποτελέσματα της άτυπης εμπειρίας στον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά αντιλαμβάνονται τα αισθήματα και να προσδιορίσουν ενδεχομένως τις νέες παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τα κακοποιημένα παιδιά να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τα προκύπτοντα προβλήματα συμπεριφοράς.

Για αυτήν τη μελέτη, ο Dr. Pollak προσκάλεσε κακοποιημένα και μη, παιδιά ηλικίας 8 έως 10 ετών, στο ερευνητικό εργαστήριο του. Εκεί, έπαιξαν στον υπολογιστή "παιχνίδια" που παρουσίαζαν ψηφιακές φωτογραφίες εκφράσεων του προσώπου, που κυμαίνοντας από ευτυχία έως τρόμο, ευτυχία έως λύπη, τρόμο έως λύπη. 
Ενώ μερικά από τα πρόσωπα εξέφρασαν ένα μόνο συναίσθημα, τα πιο πολλά ήταν μίγματα δύο συναισθημάτων. 
Σε ένα από τα παιχνίδια, τα παιδιά είδαν ένα πρόσωπο και έπρεπε να επιλέξουν ποιο συναίσθημα εξέφραζε πιο πολύ. 
Επειδή πολλές εικόνες ήταν μια σύνθεση συναισθημάτων η μελέτη αυτή επέτρεψε στους ερευνητές να καθορίσουν πώς τα παιδιά αντιλήφθηκαν τις διαφορετικές εκφράσεις. Ο Dr. Pollak, μαζί με το συνάδελφο του Doris Kistler από το κέντρο Waisman, ένα εθνικό κέντρο ειδικό στην προώθηση της γνώσης για την ανθρώπινη ανάπτυξη, διαπίστωσε ότι οι δύο ομάδες παιδιών ταξινόμησαν τις συναισθηματικές εκφράσεις διαφορετικά. 
Ενώ και τα κακοποιημένα και τα μη κακοποιημένα παιδιά αποκρίθηκαν γενικά με τον ίδιο τρόπο στις εκφράσεις που απεικόνιζαν συνήθως ευτυχία, θλίψη ή φόβο, τα κακομεταχειρισμένα παιδιά προσδιόρισαν περισσότερα πρόσωπα ως θυμωμένα παρά ως έντρομα ή λυπημένα. 
Ακόμα κι αν μια έκφραση εμφάνιζε, παραδείγματος χάριν, 60% φόβο και 40% θυμό τα κακομεταχειρισμένα παιδιά θα επέλεγαν το τελευταίο συναίσθημα.
Δεν υπάρχουν διαφορές στο πώς τα παιδιά αναγνωρίζουν τις εικόνες των προσώπων, αλλά στο πώς ταξινομούν τα πρόσωπα. Τα κακοποιημένα παιδιά ήταν πιο ευαίσθητα στο θυμό. 
Η εμπειρία μπορεί να μετατοπίσει το όριο που θέτει ένας άνθρωπος ως προς ένα συναίσθημα και αυτή η ιδέα έρχεται σε αντίθεση με τη θεωρία ότι τα όρια των συναισθημάτων είναι έμφυτα. 
Τα αποτελέσματα αυτά έρχονται σε συμφωνία με παλαιότερες μελέτες του Dr. Pollak, κατά τις οποίες κακοποιημένα παιδιά εμφάνιζαν μεγαλύτερη ηλεκτρική δραστηριότητα στον εγκέφαλο τους σε σχέση με τα μη κακοποιημένα όταν έβλεπαν θυμωμένα πρόσωπα, ήταν δηλαδή πιο ευαισθητοποιημένα σε αυτό το συναίσθημα λόγω της εμπειρίας τους.
 

Αυτό βέβαια σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να είναι πλεονέκτημα, για παράδειγμα σε ένα απειλητικό περιβάλλον και σε άλλες μειονέκτημα. Θα μπορούσε να οδηγήσει αυτά τα παιδιά σε ανάρμοστες αντιδράσεις εάν παρεξηγήσουν μια κοινωνική συμπεριφορά. 
Η ομάδα του Pollak αποσκοπεί επίσης στην ανακάλυψη των νευρολογικών προεκτάσεων αυτής της αντίδρασης, αλλά και στην αναζήτηση τρόπων με τους οποίους τα κακοποιημένα παιδιά μπορούν να μάθουν να ανταποκρίνονται καλύτερα στο κοινωνικό περιβάλλον.

Μαμά, μπαμπά, φοβάμαι...

Όταν ο φόβος του παιδιού γίνεται τρόμος για τον γονιό
Ο φόβος και η φοβία
Αναρωτηθήκατε ποτέ για το συναίσθημα του φόβου; 
Γιατί υπάρχει; 
Σε τι εξυπηρετεί; 
Δεν θα είμασταν καλύτερα χωρίς αυτό; 
Κι όμως, ο φόβος είναι ένα συναίσθημα προστατευτικό, ένα συναίσθημα που δημιουργήθηκε εξελικτικά, για να μας προστατεύει από κινδύνους. 
Σκεφτείτε, αν δεν υπήρχε ο φόβος, τότε θα ήμασταν σαν ένα αυτοκίνητο χωρίς συναγερμό. Σκοπός λοιπόν δεν είναι να κάνουμε άφοβα παιδιά, αλλά να μάθουμε στα παιδιά μας τρόπους, για να διαχειρίζονται τους φόβους τους.

Η διαφορά μεταξύ ενός «φυσιολογικού» φόβου και μιας φοβίας είναι η ένταση της ανησυχίας που προκαλεί στο παιδί και ο χρόνος που επιμένει το άγχος. 
Ένα παιδί με φοβία έχει υψηλό επίπεδο ανησυχίας και φόβου, όταν έρχεται σε επαφή με το αντικείμενο της φοβίας του. Για να θεωρείται ότι ένα παιδί έχει φοβία, θα πρέπει να βιώνει αυτό το επίπεδο φόβου για περίοδο έξι μηνών ή περισσότερο και λόγω αυτού να διαταράσσεται η καθημερινότητα του και η ρουτίνα του, π.χ. να αποφεύγει να αφήσει μόνη της τη μαμά του από φόβο να μην πάθει κάτι κακό στην υγεία της και λόγω αυτού να αρνείται να πάει σχολείο.

Τι προκαλεί μια φοβία;
Η φοβία είναι ένα είδος αγχώδους διαταραχής, μια κατάσταση που ενεργοποιεί την αντίδρασή μας στον κίνδυνο, δηλαδή της «μάχης ή φυγής» και δημιουργεί συναισθήματα επικείμενου κινδύνου, τα οποία όμως είναι δυσανάλογα με την πραγματικότητα της κατάστασης. 

Τα παιδιά μπορούν να αναπτύξουν διαταραχές άγχους για πολλούς λόγους όπως είναι οι ακόλουθοι:

Βιολογικοί παράγοντες: 
Ο εγκέφαλος έχει ειδικά χημικά, που ονομάζονται νευροδιαβιβαστές, που στέλνουν μηνύματα, για να ελέγχουν τον τρόπο που αισθάνεται κάποιος. 
Η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη είναι δύο σημαντικοί νευροδιαβιβαστές οι οποίοι, όταν «εξαντληθούν», μπορούν να προκαλέσουν συναισθήματα άγχους.

Οικογενειακοί παράγοντες: 
Έρευνες δείχνουν ότι παιδιά των οποίων οι γονείς έχουν άγχος είναι πιθανότερο να εκδηλώσουν και τα ίδια κάποια στιγμή στη ζωή τους, αφού υπάρχει ένας συνδυασμός γενετικών παραγόντων και μαθημένης συμπεριφοράς. Για παράδειγμα ένας γονέας που δείχνει έντονο φόβο για τις γάτες μαθαίνει στο παιδί του ότι οι γάτες είναι κάτι που πρέπει να φοβάται, με αποτέλεσμα να μεταφέρει έμμεσα τον ίδιο φόβο και στο παιδί του.

Περιβαλλοντικοί παράγοντες: 
Πολλές φορές μια τραυματική εμπειρία (όπως συγκρουσιακό διαζύγιο, ασθένεια ή θάνατος στην οικογένεια) ή ακόμα και ένα μεγάλο γεγονός της ζωής του παιδιού, όπως η έναρξη ενός νέου σχολικού έτους, μπορεί να πυροδοτήσουν μια διαταραχή άγχους.

Τυπικοί φόβοι και άγχη στα παιδιά

Βρέφη: Τα βρέφη αρχίζουν να διαχωρίζουν τα γνωστά πρόσωπα (γονείς, γιαγιά, παππού) από τα άγνωστα (κάποιος ξένος) γύρω στους 7-9 μήνες, όπου μπορεί να αναπτυχθεί ο φόβος για τους ξένους. Ο φόβος εκδηλώνεται συνήθως με κλάμα και με προσκόλληση του βρέφους στον γονέα. 
Η εκδήλωση αυτού του φόβου συνήθως επιλύεται μέσα στον πρώτο χρόνο ζωής του παιδιού.

Προσχολική ηλικία: 
Κατά τα τρία πρώτα χρόνια του παιδιού, καθώς διευρύνονται οι εμπειρίες του και μπορεί να απαιτείται από το παιδί να αποχωριστεί τους γονείς του, τα παιδιά εκδηλώνουν το φόβο τους με κλάμα κατά τον αποχωρισμό από τους γονείς. Συνήθως, ο φόβος αυτός βελτιώνεται με την έλευση του παιδιού στο νηπιαγωγείο. Επίσης, λόγω του ότι σε αυτή την ηλικία αρχίζει να αναπτύσσεται η φαντασία, τα παιδιά μπορεί να φοβούνται φανταστικά πράγματα, όπως τέρατα, φαντάσματα, το σκοτάδι, αλλά και πραγματικά, όπως τα σκυλιά.
Κατά τη διάρκεια της σχολικής ηλικίας: 
Τα παιδιά έρχονται σε επαφή με τον πραγματικό κόσμο όλο και περισσότερο, οπότε μαθαίνουν ότι υπάρχουν και άλλου είδους κίνδυνοι, όπως κλέφτες, φυσικές καταστροφές, φωτιές, αρρώστιες, θάνατος.

Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε τα παιδιά να αντιμετωπίσουν τους φόβους τους;
Προσεγγίστε τους φόβους του παιδιού σας σταδιακά, δημιουργώντας μικρά βήματα προς την αντιμετώπισή τους. 
Για παράδειγμα, αν φοβάται τους σκύλους δημιουργήστε μια λίστα με διαχειρίσιμες προκλήσεις, όπως να πλησιάσει ένα σκύλο ο οποίος κοιμάται, να είναι μαζί σας, ενώ χαϊδεύετε ένα σκύλο και προοδευτικά να το κάνει και μόνος/η του/της. 
Προσπαθήστε να επιβραβεύετε την κάθε επιτυχία και να συζητάτε μαζί με το παιδί πώς το κατάφερε, πώς ένιωθε, τι σκέφτηκε κατά τη διάρκεια.
Φροντίστε να παρέχετε καινούριες και ευχάριστες εμπειρίες για τα αντικείμενα του φόβου. Για παράδειγμα, αν το παιδί σας φοβάται τη σκοτεινή ντουλάπα, διαβάστε ένα βιβλίο μέσα στη ντουλάπα με φακό ή αν φοβάται μια φιγούρα από κάποια ταινία προσπαθήστε να την γελοιοποιήσετε ζωγραφίζοντας μια καρικατούρα. Σκοπός είναι να δημιουργήσετε ένα διαφορετικό πλαίσιο σκέψης για το αντικείμενο του φόβου.

Σε μικρές ηλικίες οι φανταστικοί φόβοι, όπως π.χ. τα κακά όνειρα αντιμετωπίζονται με δημιουργικές λύσεις, όπως ένα σπρέι που κρατάει τα κακά όνειρα μακριά ή μια ονειροπαγίδα.
Τα παιδιά ξέρουμε ότι κατανοούν πολύ νωρίτερα ότι οι αρνητικές σκέψεις μπορεί να μας κάνουν να αισθανόμαστε δυσάρεστα από ότι οι θετικές σκέψεις μας βοηθούν στο να αισθανθούμε καλύτερα. Συνεπώς, είναι σημαντικό να διερευνούμε ποιες σκέψεις κάνουν το παιδί μας να αισθάνεται άγχος ή φόβο και να προσπαθούμε να το βοηθήσουμε να τις τροποποιήσει σε θετικότερες και βοηθητικότερες.

Για παιδιά τα οποία έχουν έντονα σωματικά συμπτώματα τα οποία συνοδεύουν τους φόβους τους είναι αποτελεσματικότερο να τους διδάσκουμε πώς να ηρεμούν και το σώμα τους εκτός από το γνωστικό κομμάτι. Διδάσκοντας ασκήσεις διαφραγματικής αναπνοής μαθαίνουν να κατευνάζουν τα σωματικά συμπτώματα του άγχους το οποίο δρα ενισχυτικά στην αντιμετώπισή του.

Γενικές εισηγήσεις
Σκοπός δεν είναι να πείσετε το παιδί σας ότι ο φόβος του είναι παράλογος. Πώς άλλωστε θα πείσεις το παιδί σου ότι ο φόβος δεν είναι πραγματικός, ενώ τα συμπτώματα του φόβου είναι 100% αληθινά; Σκοπός είναι να διδάξετε στο παιδί πώς να μιλήσει μέσα από τους φόβους του και να μάθει να τους διαχειρίζεται χωρίς να το «παραλύουν».
Είναι σημαντικό για το παιδί να μη μειώσετε ή να περιγελάσετε τα συναισθήματά του.... 
.................
η συνέχεια στην πηγή
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι