Μέσα από κείμενα της Καινής Διαθήκης (2ο
μισό του 1ου αιώνα)
Σταματήσαμε σ’ αυτό το τόσο σημαντικό κεφάλαιο της
Χριστιανικής πίστεως, δηλαδή στην κάθοδο της θεανθρώπινης
ψυχής του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον Άδη, για δύο κυρίως
λόγους:
Ο πρώτος, είναι ότι το αδιαμφισβήτητο ιστορικό αυτό γεγονός,
που περιγράφεται με σαφήνεια από τις Άγιες Γραφές, αλλά και
από ολόκληρη τη Χριστιανική γραμματεία, λατρεία και τέχνη,
σε όλους τους αιώνες, αποστομώνει αυτούς που κακόδοξα
ισχυρίζονται ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι ανύπαρκτη ως αόρατο
συστατικό του ανθρώπου, και ότι ο Άδης είναι απλώς ο τάφος
του.
Η κάθοδος της ψυχής του Χριστού στον Άδη, αποδεικνύει σαφώς
και τελεσιδίκως, ότι και αόρατη ψυχή υπάρχει, μια και
κατέβηκε μ’ αυτήν στον Άδη, και φυσικά Άδης, ως τόπος
συγκέντρωσης των ασωμάτων ψυχών των κεκοιμημένων.
Σ’ αυτόν λοιπόν τον Άδη, κατέβηκε η ψυχή του Χριστού, αλλά
δεν εγκατελείφθη εκεί, όπως μαρτυρεί η Αγία Γραφή σε πολλά
σημεία.
Ο δεύτερος λόγος που εξετάζουμε τόσο αναλυτικά αυτό το
γεγονός, είναι ότι αποτελεί βασικό στοιχείο της πίστεώς μας,
και σημείο καμπής στην ιστορία του ανθρώπου. Μέχρι τότε, ο
Άδης ήταν το σκοτεινό βασίλειο του θανάτου, το δεσμωτήριο
των ψυχών που εγκατέλειπαν κατά τον θάνατο το σώμα, και
αλυσοδένονταν με τα δεσμά του σκότους και της σιωπής. Όλοι
οι άνθρωποι, ακολουθώντας το δρόμο του πεπτωκότος Αδάμ,
οδηγούντο δέσμιοι δια του θανάτου στον Άδη, χωρίς καμία
δυνατότητα επιστροφής. Όμως ο Χριστός, κατέλυσε με την
κάθοδό του στον Άδη, το κράτος του διαβόλου και το βασίλειό
του: «Επεί ουν τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκώς και αίματος,
και αυτός παραπλησίως μετέσχεν των αυτών, ίνα δια του
θανάτου καταργήσει τον το κράτος έχοντα του θανάτου,
τουτέστιν τον διάβολο, και απαλλάξει τούτους, όσοι φόβω
θανάτου δια παντός του ζην ένοχοι ήσαν δουλείας. Επειδή,
(γράφει ο Απόστολος στην προς Εβραίους επιστολή), τα
παιδία, (δηλαδή οι άνθρωποι), έγιναν μέτοχοι σαρκός
και αίματος, και αυτός, (δηλαδή ο Χριστός), έλαβε από
τα ίδια, (δηλαδή σάρκα και αίμα), ούτως ώστε με τον
θάνατό του, να καταργήσει αυτόν που είχε το κράτος του
θανάτου, (δηλαδή τον διάβολο), και να απαλλάξει τους
ανθρώπους, (που για όλη τους τη ζωή ήταν
υποκείμενοι δουλείας, εξ αιτίας
του φόβου του θανάτου) (Εβραίους 2/β: 14,15).
Ο Χριστός λοιπόν, κατεβαίνει στον Άδη ως νικητής και όχι ως
ηττημένος από τον διάβολο, ως ελεύθερος και όχι ως δεσμώτης.
«Εν νεκροίς ελεύθερος», (ελεύθερος μεταξύ των νεκρών),
(Ψαλμός πζ: 5 κατά τους Εβδομήκοντα), κρατώντας τον σταυρό
σαν «τρόπαιο νίκης» εναντίον των σκοτεινών δαιμόνων,
(Κολοσσαείς 2/β: 14,15), και όχι σαν φονικό όργανο και μέσον
επωνείδιστου ατιμωτικού θανάτου. Κατέβηκε στον Άδη όχι ως
δούλος, αλλά ως Κύριος και Εξουσιαστής. Γι’ αυτό και «έχει
και τα κλειδιά του» (Αποκάλυψις 1/α: 18).
Με την κάθοδό του στον Άδη, με την παρουσία του φωτός στο
χώρο του σκότους, το σκότος υποχώρησε. «Το φως εν τη
σκοτία φαίνει. Και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν» (Ιωάννης
1/α: 5).
Όπως και στη γη των ζώντων, «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει,
φως είδε μέγα, και τοις καθημένοις εν χώρα και σκιά θανάτου,
φως ανέτειλεν αυτοίς». (Ματθαίος 4/δ: 16).
Και όπως το κήρυγμα του Χριστού στη γη των ζώντων, διήρεσε
τους ανθρώπους, και άλλοι μεν τον εδέχθησαν, και
μετεφέρθησαν δια της πίστεως, στη βασιλεία του Υιού του Θεού,
και άλλοι πάλι τον απέρριψαν και διάλεξαν το βαθύτερο
σκοτάδι, «διότι ήταν πονηρά τα έργα τους» (Ιωάννου
3/γ: 19). Έτσι και στον Άδη, η παρουσία του Κυρίου με
ασώματη ψυχή, και το κήρυγμά του προς τις ασώματες ψυχές,
επέφερε διαίρεση, και κατάλυση του Άδου, μια και οι ψυχές
των πιστευσάντων, μετεφέρθησαν και αυτές στη βασιλεία του
Χριστού, ενώ όσες έμειναν βυθίστηκαν σε βαθύτερο σκοτάδι και
σε μεγαλύτερα βάσανα.
Ο Χριστός λοιπόν, «το φως το αληθινόν, ό φωτίζει πάντα
άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον», (Ιωάννης 1/α: 9), με
την παρουσία του όχι μόνο στα επίγεια, αλλά και στα
καταχθόνια, ερύσατο τους πιστεύσαντας και εδώ και εκεί, εκ
της εξουσίας του σκότους, «και μετέστησεν εις την
βασιλεία του» (Κολοσσαείς 1/α: 13).
Αυτή βεβαίως η ενανθρώπιση και παρουσία του Υιού και Λόγου
του Θεού, όχι μόνο στη γη των ζώντων, αλλά και στον Άδη, σ’
αυτό το δεσμωτήριο των ψυχών των απ’ αιώνος κεκοιμημένων,
και η ταυτόχρονη κατάλυσή του, αποτελεί ένα συγκλονιστικό
γεγονός στην ιστορία του ανθρώπου. Είναι λοιπόν φυσικό και
επόμενο, αυτό το γεγονός να τονίζεται και να προβάλλεται
ιδιαιτέρως, στη ζωή της Εκκλησίας.
Μέχρι τώρα, το έχουμε διαπιστώσει όχι μόνο από τα κείμενα
των Αγίων Γραφών, όπου άλλοτε συνεσκιασμένα και μυστικά, και
άλλοτε πάλι με κρυστάλλινη σαφήνεια προβάλλεται το γεγονός
αυτό, αλλά και από άλλα κείμενα και λόγους των Χριστιανών
διδασκάλων των πρώτων αιώνων.
Μιχάλης Μαυροφοράκης