Ένα πρωινό του 1843, μία θλιβερή είδηση σκίασε τις ψυχές των Ελλήνων: «Ο Κολοκοτρώνης πέθανε!»
Με μιας, τα πάντα σταμάτησαν να λειτουργούν. Τα Υπουργεία, οι Υπηρεσίες, το Πανεπιστήμιο, τα σχολεία, τα καταστήματα. Τα πάντα. Σε όλη τη χώρα έσπευδαν στις εκκλησίες να προσευχηθούν και λαϊκοί μουσικοί με τις τσαμπούνες τους, "έκλαιγαν" με τον δικό τους τρόπο. Παλιοί αγωνιστές, υπέργηροι πλέον, ζώστηκαν με τα άρματά τους, φόρεσαν τις καλές τους φορεσιές και μαζί με χιλιάδες άλλους Αθηναίους συγκεντρώθηκαν γύρω από την κατοικία του Κολοκοτρώνη.
Ο Γέρος του Μωριά πέθανε! Δεν μπορούσαν να το πιστέψουν, γιατί λογίζονταν άτρωτος στο εχθρικό βόλι και αλύγιστος απέναντι στον Χάρο. Πρώτος στις μάχες με γυμνό το σπαθί του, να ενθαρρύνει τους συντρόφους του και να τους καθοδηγεί με έξυπνους στρατηγικούς σχεδιασμούς. Κατατρόπωσε τους Τούρκους στο Βαλτέτσι, στην Τριπολιτσά, στα Δερβενάκια και αλλού. Πρώτος στην προσπάθεια να αμβλυνθούν οι αντιθέσεις μεταξύ των Ελλήνων και μη διστάζοντας να υποχωρεί εις βάρος των δικών του συμφερόντων και των συμφερόντων των ανθρώπων του.
Η πολεμική ιαχή "Κολοκοτρώνης πολεμά!", ανάλογη της ιαχής "Αέρα!" του 1940, έδινε ορμή στη μαχητικότητα των Ελλήνων και προκαλούσε τρόμο στους Τούρκους, που μόνο με το άκουσμα του ονόματός του ένοιωθαν ανασφάλεια.
Ωστόσο, η Ελλάδα "ευγνωμονούσα" τον οδήγησε σε δίκη, τον καταδίκασε σε θάνατο, τον φυλάκισε δύο φορές, δολοφόνησε άνανδρα τον γιό του Πάνο, για να τον δικαιώσει μετά την ενηλικίωσή του ο Όθωνας, ο οποίος τον τίμησε με τον βαθμό του στρατηγού και τα αξιώματα του Συμβούλου της Επικρατείας και του Αυλάρχη.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, διαισθανόμενος, ίσως, τον θάνατό του, λίγους μήνες πριν επισκέφθηκε για τελευταία φορά τη γενέτειρά του και συνάντησε όσους από τους παλιούς συναγωνιστές του ζούσαν ακόμα. Με χειραψίες και ασπασμούς "συγχωρέθηκε" με όλους. Πήγε, επίσης, στην Ύδρα και αντάλλαξε ασπασμό συγνώμης με τον Κουντουριώτη, που τον είχε φυλακίσει στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στο νησί.
Επισκέφθηκε, ακόμα, τον περίφημο Σχινά, ο οποίος ως Υπουργός Δικαιοσύνης επί Αντιβασιλείας των Βαυαρών, εκβίαζε για τη θανατική του καταδίκη, όταν οι δικαστές Πολυζωίδης και Τερτσέτης τίμησαν με την στάση τους την έννοια του δικαίου και σεβάστηκαν την προσφορά ενός κορυφαίου αγωνιστή για την κατάκτηση της ελευθερίας.
Τις τελευταίες ημέρες της ζωής του ο Κολοκοτρώνης ένοιωθε ευτυχισμένος. Στις 31 Ιανουαρίου 1843 έγιναν οι γάμοι του γιού του Κολίνου με τη Ραλλού, θυγατέρα του άλλοτε ηγεμόνα της Βλαχίας Καρατζά. Τότε είπε ότι, "συμπεθέριεψε η κάπα με τη γούνα!" και χόρεψε, με κέφι, δημοτικούς χορούς.
Το ίδιο έκανε λίγες ημέρες αργότερα σε δεξίωση που δόθηκε στο παλάτι, όπου με αφάνταστο κέφι έφαγε, ήπιε και χόρεψε λεβέντικα το τσάμικο και άλλους ελληνικούς χορούς. Την άλλη ημέρα το πρωί ξεψύχησε, ήρεμα, στο κρεβάτι του.
Η κηδεία του ήταν ένα παλλαϊκό προσκύνημα. Τοποθετήθηκε στο φέρετρο με τη μεγάλη στολή του στρατηγού και με τσαρούχια στα πόδια, ενώ κάτω από αυτά ήταν τοποθετημένη μία τσαλακωμένη τουρκική σημαία. Γύρω από το φέρετρο βρίσκονταν όλοι οι εν ζωή εναπομείναντες συμπολεμιστές του και μεταξύ αυτών οι Γιατράκος, Δεληγιάννης, Κουντουριώτης, Μακρυγιάννης, Παλαμίδης και άλλοι.
Όταν το φέρετρο έβγαινε από τον Ι. Ναό της Αγίας Ειρήνης στην Πλάκα, ο κόσμος, κλαίγοντας, φώναξε πολλές φορές την ιαχή των μαχών στον Μωριά "Κολοκοτρώνης πολεμά και Τούρκο δεν φοβάται!!!".
πηγή
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι
No comments:
Post a Comment