Έπρεπε να ξεφύγω, αλλιώς ήμουν χαμένος,
αλλά ο άγνωστος του σταθμού με περίμενε κιόλας στην άκρη του ταξιδιού μου.
Ποιος άγνωστος; Ήμουν εγώ ο ίδιος νικημένος κι άνοιγα τις πόρτες στα σταματημένα
βαγόνια κι έβγαινα απ’ την άλλη μεριά του ονείρου.
Ω θλίψη, σε μάθαμε από παιδιά, σχεδόν πριν γνωρίσουμε τον κόσμο.