Σελίδες

Thursday, 20 April 2023

Παιδιά, Δάσκαλοι, Γονείς, Παππούδες και Γιαγιάδες...

... που δεν θέλουν να χάσουν την παιδική τους ψυχή
Λένε ότι ο πιο σημαντικός άνθρωπος είναι αυτός που δεν χάνει την παιδική του ψυχή.
Ο Βραζιλιάνος συγγραφέας Πάουλο Κοέλο προτείνει  στους μεγάλους να μάθουν από τα παιδιά τρία πράγματα: 
  • πώς να είναι ευτυχισμένοι χωρίς ιδιαίτερο λόγο, 
  • πώς να είναι διαρκώς απασχολημένοι με κάτι και 
  • πώς να διεκδικούν με όλη τους τη δύναμη αυτό που θέλουν.
Στο σημερινό τραγούδι θα απολαύσετε μια συνεργασία ανάμεσα σε μικρούς μαθητές και δασκάλους, γονείς και παππούδες/γιαγιάδες, που δεν θέλουν να χάσουν την παιδική τους ψυχή.
Ακούστε το τραγούδι Είμαι παιδί σε στίχους και μουσική του Νίκου Συμεωνίδη.
Τραγουδούν οι μαθητές της Πέμπτης Τάξης του 56ου Δημοτικού σχολείου Αθήνας και πρωταγωνιστούν οι δάσκαλοί τους!
Ακούστε το ίδιο τραγούδι σε μια πιο χορευτική εκδοχή.
Τα λόγια του τραγουδιού:

Είμαι παιδί

Στίχοι/Μουσική: Νίκος Συμεωνίδης

 

Άφησα ένα σπίτι βουβό και βγήκα στον δρόμο.  

Φόρεσα ένα ρούχο παλιό, το σακίδιο στον ώμο.  

Έκλεισα την πόρτα σιγά μην τρομάξει το χθες μου

και με μια δυνατή πεταλιά βρέθηκα στις χαρές μου.

 

A... είμαι παιδί.

Στα τριάντα δεν ξέρω αν ξέρω

το «πώς και το πού», το «γιατί»

 

A... είμαι παιδί.

Στα σαράντα χορεύω αγκαλιά με μια νέα ζωή.

Πέταξα από τις τσέπες, δειλά, φόβους κι άσχημες σκέψεις.  

Έστρεψα τα μάτια ψηλά κι ανακάλυψα άγνωστες λέξεις.

Βρήκα φίλους καλούς να μιλούν στη γωνιά, στο μικρό μαγαζάκι.
Κι
άλλους πάλι, τρελά να γελούν στου ουρανού το παρκάκι.

 

Α... είμαι παιδί.

Στα πενήντα μου ζω δίχως «πρέπει»,

«ίσως», «μα» και «μπορεί».

 

Α... είμαι παιδί.

Στα εξήντα χορεύω αγκαλιά με μια νέα ζωή

 

Α... είμαι παιδί. 

Στα εβδομήντα μου ξέρω

παιχνίδια που δεν ξέρεις εσύ.

 

Α... είμαι παιδί.

Στα ογδόντα χορεύω αγκαλιά με μια νέα ζωή.

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Ανάσταση (Τάσος Λειβαδίτης)

«Δε σ’ ακολουθώ πια» φώναξα, μα εκείνος μ’ έσπρωξε, το αμάξι κατρακύλησε μες στη νύχτα, πού πηγαίναμε; στις γωνιές, με μεγάλα κάτωχρα πρόσωπα, στέκανε οι Σιωπηλοί, μόλις προφταίναμε να παραμερίσουμε για να μη μας γκρεμίσουν,
……κι οι οργανοπαίχτες που ακολουθούσαν, μισομεθυσμένοι, με την ψυχή τους απροστάτευτη απ’ τη βροχή, φορούσαν κάτι σταχτιά, στραπατσαρισμένα καπέλα, απ’ αυτά που βρίσκονται στον ουρανό, μαζί με τα παιδιά και τους σαστισμένους,
……κι αυτό το κάθαρμα ο αμαξάς προσπαθούσε να κρύψει μ’ ένα σάλι το βρόμικο μούτρο του, ενώ εγώ ήξερα πως ήταν εκείνος ο αλήτης, που μια νύχτα αρνήθηκα να πιω ένα ποτήρι μαζί του,
……έπρεπε να ξεφύγω, γλίστρησα κρυφά και νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο, μα όπως εκείνη τη νύχτα με μαστίγωνε η πόρνη, κι άκουγα τη θεία εκμυστήρευση, ήρθε και γονάτισε δίπλα μου,

……τότε τον ακολούθησα, κι όπως βαδίζαμε, είδαμε άυπνο και χλωμό τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, «πλαγιάζω στον τάφο και τρέμω, πως κάθε τόσο θα με ξανασηκώσουν» είπε λυπημένος,
……γιατί αν χρειάζονταν κάποιον να βοηθήσει για το σταυρό, πάλι αυτόν θα συναντούσαν στο δρόμο.

 
Τάσος Λειβαδίτης, Ανάσταση, από τη συλλογή Νυχτερινός επισκέπτης (1972), ενότητα, Διασπορά, Τόμος 2 της τρίτομης έκδοσης του Κέδρου, σελίδα 56

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι