Σελίδες

Friday, 1 March 2024

Νικόλαος Γύζης: Γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1842

    Σπουδαία μορφή του νέου ελληνισμού, ο Νικόλαος Γύζης θεωρείται ένας από τους κορυφαίους εικαστικούς καλλιτέχνες της χώρας μας. Μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα και τον Κωνσταντίνο Βολανάκη συγκροτούν την τριανδρία των ζωγράφων της Σχολής του Μονάχου, που διαμόρφωσαν τη νεοελληνική ζωγραφική.
    Ο Νικόλαος Γύζης γεννήθηκε την 1η Μαρτίου 1842 στο Σκλαβοχώρι της Τήνου από φτωχούς γονείς. Πατέρας του ήταν ο Ονούφριος Γύζης, ξυλουργός στο επάγγελμα, και μητέρα του η Μαργαρίτα Ψάλτη από καλή οικογένεια του νησιού. 
Από μικρή ηλικία άρχισε να δείχνει το ταλέντο του στη ζωγραφική και σχεδίαζε με χαρακτηριστική άνεση ό,τι έβρισκε μπροστά του. 
Γι’ αυτό ο πατέρας του αποφάσισε να εγκατασταθούν στην Αθήνα, ώστε ο ταλαντούχος γιος του ν’ αποκτήσει την καλύτερα δυνατή μόρφωση κι εκπαίδευση.

    Νεώτατος, σε ηλικία 11 ετών, έγινε δεκτός στο Σχολείο των Τεχνών (πρόδρομο εκπαιδευτικό ίδρυμα του Πολυτεχνείου και της Σχολής Καλών Τεχνών), όπου φοίτησε με επιτυχία έως το 1864 με δασκάλους τους αδελφούς Φίλιππο και Γεώργιο Μαργαρίτη, τον Ραφαέλε Τσέκολι, τον Λούντβιχ Τιρς και τον Πέτρο Παυλίδη-Μινώτο. Από το φθινόπωρο του 1865 συνέχισε τις σπουδές του στο Μόναχο με δαπάνες του Ναού της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, ύστερα από μεσολάβηση του Τήνιου φιλότεχνου τραπεζίτη Νικολάου Νάζου, την κόρη του οποίου αργότερα νυμφεύτηκε.

    Με δασκάλους τους Χέρμαν Άνσιτς και Αλεξάντερ φον Βάγκνερ, δεν άργησε να ξεχωρίσει.Το 1868 εντάχθηκε στο εργαστήριο του ονομαστού τότε Τέοντορ φον Πιλότι. Από τα έργα της πρώτης περιόδου της καλλιτεχνικής του δημιουργίας ξεχωρίζουν οι πίνακες «Ιουδήθ και Ολοφέρνης» (1869), «Η επιθεώρηση των σκύλων» (1870) και «Η είδηση της νίκης των Γερμανών στον πόλεμο του 1870». Τα έργα του αυτά κινούνται μέσα στο κυρίαρχο κλίμα του ακαδημαϊσμού, από το οποίο όμως είχε αρχίσει να αποστασιοποιείται.

    Μετά την αποφοίτησή του επέστρεψε στην Ελλάδα το 1872, όπου ασχολήθηκε με τη σπουδή του ελληνικού χώρου. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποίησε ένα μεγάλο ταξίδι μαζί με τον συντοπίτη του Νικηφόρο Λύτρα στη Μικρά Ασία, το οποίο αποδείχτηκε καθοριστικό για τη μετέπειτα καλλιτεχνική του εξέλιξη, καθώς επιτάχυνε τη μετάβαση από τον ακαδημαϊσμό σ’ ένα ύφος «ελληνικότερο», εμπλουτισμένο με νέο ζωγραφικό παλμό.

    Το 1874 επέστρεψε στο Μόναχο, το οποίο θεωρούσε ιδανικό μέρος για την καλλιτεχνική του δημιουργία και στράφηκε στην ηθογραφία. Από τα έργα αυτής της περιόδου ξεχωρίζουν οι πίνακες «Το τάμα» (1875), «Ο μικρός σοφός» (1884), «Το ναυτόπουλο» (1877), «Τα αρραβωνιάσματα των παιδιών» (1877), «Το παραμύθι της γιαγιάς» (1883) «Το κρυφό σχολειό» (1886) και «Αποκριά στην Αθήνα» (1886).

    Το 1877 επέστρεψε στην Αθήνα και νυμφεύτηκε την εκλεκτή της καρδιάς του Άρτεμη Νάζου, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά: τρεις κόρες κι ένα γιο, τον γλύπτη Τηλέμαχο Γύζη (1880-1955). Το 1888, όντας πλέον αναγνωρισμένος ζωγράφος, αναγορεύτηκε καθηγητής στην Ακαδημία του Μονάχου.

    Συνέχιζε να ζωγραφίζει και στράφηκε σε μία τέχνη πιο προσωπική και ποιητική, η οποία εκπροσωπείται από τους πίνακες «Εαρινή Συμφωνία» (1886), «Ιστορία» (1892), «Αρμονία» (1894), «Η Ψυχή του καλλιτέχνη» (1897) και «Η αποθέωση της Βαυαρίας» (1899).

Ο Νικόλαος Γύζης πέθανε από λευχαιμία στις 4 Ιανουαρίου 1901 στο Μόναχο, σε ηλικία 58 ετών. Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη και σε δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές της Ελλάδας και του εξωτερικού.

Πηγή: © SanSimera.gr
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Γιάννης Ρίτσος: Σχήμα Απουσίας (Απόσπασμα ΙΙΙ)

Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα
χωρίς κανείς να το μαλώσει· σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα,
εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα
κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή
και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα
σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα.
Τότε ολόγυρα
μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα
να ζεσταθούνε και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο
φέγγοντας όλο κάτω απ' την αστροφεγγιά
κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του.

Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι

Ο Μάρτης και η Μάνα του

Τον γνωρίζετε τον Μάρτη,
τον τρελό και τον αντάρτη;
Ξημερώνει και βραδιάζει
κι εκατό γνώμες αλλάζει.
Βάζει η μάνα του μπουγάδα,
σχοινί δένει στη λιακάδα,
τα σεντόνια της ν’ απλώσει,
μια χαρά να τα στεγνώσει.

Να που ο Μάρτης μετανιώνει
και τα σύννεφα μαζώνει
και να μάσει η μάνα τρέχει
τα σεντόνια, γιατί βρέχει!

Να ο ήλιος σε λιγάκι,
φύσηξε το βοριαδάκι,
κι η φτωχή γυναίκα μόνη
τα σεντόνια ξαναπλώνει.

Μια βροντή κι ο ήλιος χάθη
μες στης συννεφιάς τα βάθη,
ρίχνει και χαλάζι τώρα,
ποποπό, τι άγρια μπόρα!

Ως το βράδυ φορές δέκα
άπλωσε η φτωχή γυναίκα
την μπουγάδα, κι όρκο δίνει
Μάρτη να μην ξαναπλύνει.

ΡΙΤΑ ΜΠΟΥΜΗ - ΠΑΠΑ

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ TA: ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΑΜΟΓΕΛΑ
Φιλοξενία: Το Χαμομηλάκι