Σελίδες

Monday, 4 November 2013

Λόγιες φράσεις: Αρχαίες - Βυζαντινές - Νεοελληνικές

Αρχαιοπρεπείς φράσεις που χρησιμοποιούμε στον καθημερινό μας λόγο και η σημασία τους.  

  • ἀβρόχοις ποσίν : με στεγνά πόδια, χωρίς κόπο (μεταφορικά)
  • ἂβυσσος ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου : ανεξερεύνητη η ψυχή του ανθρώπου
  • ἂγνωστοι αἱ βουλαί τοῦ Ὑψίστου : άγνωστες οι σκέψεις του Θεού
  • ἂγομαι καί φέρομαι : καθοδηγούμαι, παρασύρομαι
  • ἀγρόν ἠγόρασε : αδιαφόρησε, δεν ενδιαφέρθηκε
  • (ἐν) ἀδαμιαίᾳ περιβολῇ : ολόγυμνος
  • ἀδήριτος ἀνάγκη : επιτακτική, άμεση ανάγκη
  • αἰδώς Ἀργεῖοι : ντροπή, κύριοι! χρειάζεται και λίγο φιλότιμο !
  • αἰέν ἀριστεύειν : πάντοτε να είσαι πρώτος
  • αἰχμή δόρατος : το δυνατότερο σημείο, το ισχυρότερο ατού
  • ἂκουσον, ἂκουσον : τι θράσος, τι αναίδεια !
  • ἂκρον ἂωτον : αποκορύφωμα
  • ἀλήστου μνήμης : αλησμόνητος, αξέχαστος (ειρωνικά συνήθως)
  • ἂλλοθι : αλλού – δικαιολογία, ελαφρυντικό (μτφ)
  • ἅμα τῇ ἐμφανίσει (γενέσει κ.α.) : με την εμφάνιση ….
  • ἀμαχητί : χωρίς μάχη, χωρίς αντίσταση
  • ἅμ’ ἒπος ἅμ’ ἒργον : μόλις το είπε και το έκανε
  • ἀμισθί : χωρίς μισθό
  • ἂμοιρος εὐθυνῶν : χωρίς ευθύνη
  • ἀνάγκᾳ καί θεοί πείθονται : στην ανάγκη υποκύπτουν ακόμη και θεοί
  • ἀνακρούω πρύμναν : οπισθοχωρώ
  • ἀνάστα ὁ Κύριος : χαμός, φασαρία (μτφ)
  • ἀναφανδόν : φανερά
  • ἀνεπιστρεπτί : χωρίς επιστροφή
  • ἂνευ χαρτοφυλακίου : υπουργός χωρίς υπουργείο
  • ἀνήκεστος βλάβη : αθεράπευτη βλάβη
  • ἂνθρακες ὁ θησαυρός : ο θησαυρός αποδείχτηκε ασήμαντος
  • ἀντίπαλον δέος : αντίπαλος ίσης αξίας που εξασφαλίζει την ισορροπία
  • ἀντί πινακίου φακῆς : για ένα ασήμαντο ποσό
  • ἂνω ποταμῶν : εξωφρενικός, παράλογος
  • ἀνωτέρα βία : εξωτερικός εξαναγκασμός
  • ἂπαγε τῆς βλασφημίας : μη το πεις αυτό (γιατί θα είναι βλασφημία)
  • ἀπ’ ἂκρου εἰς ἂκρον : παντού
  • ἅπαξ διά παντός : μια για πάντα
  • ἀπείρου κάλλους : απαράδεκτα πράγματα
  • ἀπ’ ἐναντίας : αντίθετα
  • ἀπεταξάμην τόν Σατανᾶν : για πρόσωπο ή συνήθεια που εγκαταλείψαμε ή απαρνηθήκαμε (από το μυστήριο της βάφτισης)
  • ἀπευκταῖον : δυσάρεστο, συμφορά
  • ἀπέχω παρασάγγας : απέχω πάρα πολύ
  • ἀπνευστί : χωρίς αναπνοή, μονορούφι
  • ἀπό ἀμνημονεύτων χρόνων : από τα αρχαιότατα χρόνια
  • ἀποδημῶ εἰς Κύριον : πεθαίνω
  • ἀποδιοπομπαῖος τράγος : εξιλαστήριο θύμα, αυτός που φορτώνεται τις ευθύνες των άλλων
  • ἀποκηρύσσω μετά βδελυγμίας : αποδοκιμάζω κάτι με αηδία
  • ἀποκύημα φαντασίας : δημιούργημα φαντασίας, ψέμα
  • ἀπολωλός πρόβατον : παραστρατημένος, αυτός που βγήκε από το δρόμο του Θεού
πολλές ακόμα στην πηγή μας: stratilio/archives

No comments:

Post a Comment